Εως το 2005 είχε καθοδηγήσει μόνο… κάποια Βικτόρια Μπάμενταλ και τη Χόφενχαϊμ, μια μικρομεσαία ομάδα της Μπουντεσλίγκα. Από το 2006 εργάστηκε ως βοηθός προπονητή: πρώτα στη Ζάλτσμπουργκ, κι έπειτα στην εθνική Γερμανίας με προϊστάμενο τον Γιόαχιμ Λεβ. Το 2019, στα 55 του πλέον, ήταν ακόμη ένας άσημος τεχνικός. Οταν, τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς, η Μπάγερν Μονάχου του ζήτησε να την αναλάβει και να τη βγάλει από μια βαθιά αγωνιστική κρίση, κανένας δεν θα στοιχημάτιζε ούτε σεντ πως, 15 μήνες μετά, ο Χάνσι Φλικ θα οδηγούσε τους Βαυαρούς σε ένα ιστορικό «πάρτα όλα».
Με τη χθεσινή (11/2) νίκη της (1-0) επί της μεξικάνικης Τίγκρες, της πρώτης ομάδας από τη Βόρεια και Κεντρική Αμερική που εμφανίστηκε σε τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου Συλλόγων, η Μπάγερν στέφθηκε πρωταθλήτρια Κόσμου για τέταρτη φορά, κατακτώντας και τα έξι τρόπαια που διεκδίκησε από τον περασμένο Ιούλιο. Είχαν προηγηθεί, το Πρωτάθλημα, το Κύπελλο και το Σούπερ Καπ Γερμανίας, το Τσάμπιονς Λιγκ και το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ. Μόνον η Μπαρτσελόνα, στο παρελθόν, είχε «σαρώσει» όλους τους τίτλους μιας σεζόν. Το 2009 με προπονητή -τι σύμπτωση!- έναν άλλον προπονητή που είχε προαχθεί από βοηθός σε πρώτο: τον Πεπ Γκουαρντιόλα.
Εάν βάλουμε στην εξίσωση και τον Ζινεντίν Ζιντάν, που ήρθε από τη δεύτερη ομάδα της Ρεάλ Μαδρίτης για να χαρίσει στη «Βασίλισσα» τρεις Κούπες Τσάμπιονς Λιγκ στη σειρά, το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: σε αυτό το επάγγελμα η εμπειρία δεν είναι η πιο σημαντική προϋπόθεση επιτυχίας. Υπάρχουν κι άλλα τέτοια παραδείγματα, όμως αυτά τα τρία είναι, ίσως, τα πιο χαρακτηριστικά.
Ακόμη και η οικογένεια της Μπάγερν είχε εκπλαγεί με την απόφαση του Καρλ-Χάινς Ρουμενίγκε να παραδώσει τα κλειδιά της ομάδας στον Φλικ, που έμοιαζε προορισμένος για καριέρα βοηθού. Ακόμη και ο ίδιος ο θρυλικός πρώην ποδοσφαιριστής τον είχε προσλάβει ως προσωρινή λύση – αυτό είχε πει στον τεχνικό διευθυντή, Χασάν Σαλιχάμιτζιτς. Ούτε που το φανταζόταν, οτι εκείνη η βιαστική του επιλογή (για να απαλλαγεί από τον Νίκο Κόβατς, που είχε κάνει τα αποδυτήρια «άνω – κάτω») θα… ξετρύπωνε τον επόμενο εμβληματικό προπονητή της ομάδας. Επί των ημερών του η Μπάγερν μέτρησε περισσότερους τίτλους (6) από τις ήττες που γνώρισε (5). Με ποσοστό νικών 85%, κέρδιζε ένα τρόπαιο ανά 11 αγώνες. Πρόκειται για αναλογίες που δεν έχουν προηγούμενο στο διεθνές ποδόσφαιρο, και πολύ δύσκολα θα επαναληφθούν.
Με ένα βιντεάκι που ανέβηκε στον επίσημο ιστότοπο της Μπάγερν, ο Γκουαρντιόλα έσπευσε να συγχαρεί την πρώην ομάδα του για το κατόρθωμά της, και να ρίξει μια ιδέα με χιουμοριστική διάθεση: «Χάνσι, είστε η δεύτερη ομάδα που κατακτά έξι διαδοχικούς τίτλους. Πριν από εσάς ήταν μία άλλη ομάδα, η Μπαρτσελόνα. Οπότε, εάν θέλετε, μπορώ να καλέσω τον Μέσι και τους υπόλοιπους να παίξουμε για τον έβδομο».
Στα social media, η συζήτηση για το ποια ομάδα ήταν καλύτερη -η Μπαρτσελόνα του 2009, ή η Μπάγερν του 2020- δεν άργησε να φουντώσει. Ηταν, και οι δύο, «τρομακτικές». Η Μπάγερν κατέκτησε το Τσάμπιονς Λιγκ… περίπατο, με κορυφαία της στιγμή εκείνο το απίστευτο 8-2 επί της Μπαρτσελόνα. Η Μπαρτσελόνα είχε χορτάσει τους φιλάθλους γκολ και θέαμα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τον διασυρμό (6-2) της Ρεάλ στο «Μπερναμπέου»; Το οτι σκόραρε 5+ γκολ επτά φορές στο ισπανικό πρωτάθλημα; Πάντως, κατά γενική ομολογία, η πιο απολαυστική ομάδα που ανέβηκε στη σκηνή του σύγχρονου ποδοσφαίρου τις τελευταίες δεκαετίες, δεν ήταν κάποια από τις δύο, αλλά η «Μπάρτσα» του 2011 – κι ας μην κέρδισε τόσα «ασημικά». Το είπε, κάποτε, και ο σερ Αλεξ Φέργκιουσον.
Ο κατάλογος με τους συλλόγους που κατάφεραν να συγκεντρώσουν έξι τρόπαια σε μια χρονιά, θα μπορούσε να περιλαμβάνει δύο ακόμη. Πρώτα – πρώτα, τη μεγάλη Ρεάλ των πέντε διαδοχικών Κυπέλλων Πρωταθλητριών. Αλλά το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ δεν υπήρχε πριν από το 1973, και το Διηπειρωτικό Κύπελλο (μετέπειτα Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων) θεσμοθετήθηκε το 1960. Ή ο Αγιαξ του 1972. Αλλά, εκτός από το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ, δεν είχε επισημοποιηθεί και το Σούπερ Καπ Ολλανδίας.
Με τον Φλικ στον πάγκο της, η Μπάγερν έπαιξε και ελκυστικό ποδόσφαιρο – ποτέ δεν αρκέστηκε στους τίτλους. Διόλου τυχαία, ο Λουίς φαν Χάαλ και ο Φέλιξ Μάγκατ είχαν χάσει τη δουλειά τους ενώ είχαν κατακτήσει «νταμπλ». Βοήθησε πολύ η αναγέννηση του Τόμας Μίλερ, που με τον Κόβατς βρισκόταν σε μόνιμη κόντρα. Μα, πάνω απ’ όλα, ο Φλικ οφείλει ένα μεγάλο μερίδιο της επιτυχίας του στον Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι, που πραγματοποίησε μια σχεδόν εξωπραγματική σεζόν. Ο πολωνός «Killer» αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ του Τσάμπιονς Λιγκ, της Μπουντεσλίγκα και του Κυπέλλου Γερμανίας, κορυφαίος παίκτης στην Ευρώπη και στον Κόσμο, και MVP του Μουντιάλ Συλλόγων. Κι έχασε το «Χρυσό Παπούτσι» οριακά από τον Τσίρο Ιμόμπιλε.
Ούτε ο Γκουαρντιόλα, που θεωρείται ένας από τους δύο τρεις καλύτερους προπονητές του καιρού μας, δεν κατάφερε στο Μόναχο όσα ο άγνωστος, μέχρι πρόπερσι, Φλικ. Για να επιβεβαιωθεί η παράδοση που θέλει την Μπάγερν να βιώνει τους μεγαλύτερους θριάμβους της με γερμανό προπονητή. Ετσι κατέκτησε και τα έξι της Κύπελλα Πρωταθλητριών: με τον Λάτεκ, τον Κράμερ (2), τον Χίτσφελντ, τον γερο-Χάινκες και (το τελευταίο) με τον Φλικ.