Ο Βιμ Βέντερς στις Κάννες, πριν την πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ του «Ανσελμ» | Andreas Rentz/Getty Images
Επικαιρότητα

Ο Βιμ Βέντερς από τις Κάννες: «Το σημερινό σινεμά μού προκαλεί αηδία»

Ο αγαπημένος γερμανός σκηνοθέτης του Φεστιβάλ Καννών, γνωστός κάποτε στη χώρα μας ως «Πανίσχυρος Βιμ», θρηνεί την έλλειψη καινοτόμων ιστοριών στο σύγχρονο σινεμά
Protagon Team

Εχει προβάλει σχεδόν όλες τις ταινίες του στις Κάννες και κάθε εμφάνισή του τα τελευταία 40 χρόνια στην Κρουαζέτ προσελκύει σμήνη δημοσιογράφων και κριτικών κινηματογράφου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Βιμ Βέντερς είναι μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες του κινηματογραφικού φεστιβάλ της Κυανής Ακτής.

Βραβευμένος για την πρώτη αμερικανική παραγωγή του, το θρυλικό «Παρίσι, Τέξας», ο γερμανός δημιουργός έχει αποθεωθεί από το κοινό και τους κριτικούς στο ετήσιο φεστιβάλ και για τα αριστουργηματικά «Φτερά του Ερωτα». Στην παρουσία του για το σίκουελ της ταινίας, το 1996, είχε τις περισσότερες αιτήσεις για συνέντευξη από όλους τους επωνύμους συμμετέχοντες.

Η εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία των ταινιών του στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 στην Ελλάδα, του έδωσαν το προσωνύμιο «Πανίσχυρος Βιμ». Τα χρόνια όμως πέρασαν και ο ηλικιωμένος, πλέον, Βέντερς, δηλώνει απογοητευμένος από την εξέλιξη της διεθνούς κινηματογραφίας.

Ο σκηνοθέτης, που έχει δύο μεγάλες πρεμιέρες στις Κάννες φέτος, μίλησε για την «απογοήτευσή» του από την κυριαρχία των ριμέικ στο εμπορικό σινεμά και των «επαναλαμβανόμενων» σειρών ταινιών. «Μου προκαλούν αηδία» λέει ο 77χρονος δημιουργός, που το 1999 μας προσέφερε και το αριστουργηματικό ντοκιμαντέρ «Buena Vista Social Club», με θέμα τους υπέργηρους μουσικούς της Κούβας – οι οποίοι απέκτησαν δεύτερη συναυλιακή νιότη μετά από την προβολή του.

«Νιώθω ότι όλη η φαντασία έχει πλέον οδηγηθεί αποκλειστικά στο “Πώς μπορώ να το μετατρέψω;” και όχι στο “Πώς μπορώ να βρω κάτι νέο;”» δηλώνει στον Guardian. «Για μένα, αυτό δεν είναι αφήγηση. Το να κάνεις ριμέικ δεν είναι αφήγηση. Είναι σαν να επαναλαμβάνεις μια ιστορία που έχει ήδη ειπωθεί – και η μόνη μου επιθυμία είναι να μάθω πώς να πω μια ιστορία. Και μετά να την ξεχάσω».

Οι ταινίες του Βέντερς μπορεί να φαίνονται ανθεκτικές στα ριμέικ, λόγω της οπτικής και αισθητικής τους μοναδικότητας, αλλά ο σκηνοθέτης λυπάται που αυτό δεν ήταν πάντα αρκετά αποτρεπτικό: «Εκαναν ριμέικ τα “Φτερά του Ερωτα”, ως “City of Angels”. Χρησιμοποίησαν την πλοκή ως την κύρια κινητήρια δύναμή τους, ωστόσο η ταινία μου στερείται πλοκής όσο το δυνατόν περισσότερο. Την ελάχιστη πλοκή που είχα μέσα, την έκαναν κινητήρια δύναμη του ριμέικ».

Η τελευταία ταινία του Βέντερς, «Perfect Days», για μια καλόψυχη γιαπωνέζα καθαρίστρια τουαλέτας, γυρίστηκε σε 17 ημέρες στο Τόκιο και θα κάνει πρεμιέρα στις Κάννες την επόμενη εβδομάδα. Αν τα πάει καλά με την κριτική επιτροπή, θα μπορούσε να είναι υποψήφια για τον δεύτερο Χρυσό Φοίνικα του σκηνοθέτη, σχεδόν 40 χρόνια μετά τον θρίαμβο του «Παρίσι, Τέξας».

Εχει ήδη προβληθεί στις αίθουσες του φεστιβάλ το ατμοσφαιρικό ντοκιμαντέρ του για τον γερμανό ζωγράφο Ανσελμ Κίφερ – στο οποίο χρησιμοποιεί τρισδιάστατες φωτογραφίες για να αναδημιουργήσει τη δύναμη των μνημειωδών και συχνά «ενοχλητικών» έργων του καλλιτέχνη.

Για τον Βέντερς, η τρισδιάστατη εικόνα είναι ένας υποτιμημένος πόρος – ένας πόρος που χρησιμοποιήθηκε με μεγαλύτερη επιτυχία από τον ίδιο τον σκηνοθέτη στο μουσικό ντοκιμαντέρ του για τη γερμανίδα χορεύτρια και χορογράφο Πίνα Μπάους. «Εχω προσπαθήσει αρκετές φορές να δείξω τις ποιητικές δυνατότητες της αφήγησης σε 3D», λέει, «και πώς αυξάνει μαζικά τις εργαλειακές δυνατότητες ενός κινηματογραφιστή – πώς μπορείς να εισέλθεις στον κόσμο κάποιου, βαθύτερα από ποτέ».

«Ενθαρρύνω τους μαθητές και τους νέους κινηματογραφιστές να το χρησιμοποιήσουν, αλλά για κάποιον λόγο όλοι το φοβούνται» συνεχίζει. «Και φοβούνται ακόμα περισσότερο τους διανομείς ή τους ιδιοκτήτες αιθουσών, επειδή αυτοί οι άνθρωποι είναι συνηθισμένοι στο 3D ως απλώς υλικό δράσης ή απευθυνόμενο σε παιδιά. Οποιος προγραμματίζει σοβαρά τις ταινίες του, τώρα πιστεύει ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτό το υλικό, γιατί θα καταστρέψει τις σχέσεις του με το κοινό του. Εχει αποκτήσει, λοιπόν, αυτή την κακή φήμη. Γίνεται όλο και πιο δύσκολο».

Η δύσκολη κληρονομιά του πολέμου είναι επίσης ένας ξεκάθαρος δεσμός μεταξύ του Βέντερς και του ζωγράφου, και βρίσκεται στο επίκεντρο του ντοκιμαντέρ. Και οι δύο άνδρες γεννήθηκαν το 1945 και μεγάλωσαν μέσα στην καταστροφή που άφησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. «Ο Ανσελμ και εγώ χρησιμοποιήσαμε το κοινό μας παρελθόν και τον πόλεμο για πολύ διαφορετικούς σκοπούς. Εκείνος δούλεψε πραγματικά πάνω στο δικό του, έφτασε στο βάθος και πάλεψε με αυτό» λέει ο Βέντερς.

«Προσωπικά, απλώς ήθελα να ξεφύγω. Εφυγα από τη Γερμανία. Είχα επίγνωση του γεγονότος ότι όλοι οι ενήλικες δεν κοιτούσαν προς το παρελθόν, ότι ήταν κάτι που όλοι προσπαθούσαν να εξαφανίσουν – δεν λειτουργούσε. Αλλά δεν το αντιμετώπισα τόσο έντονα όσο ο Ανσελμ».

Ο Κίφερ έχει δεχθεί επιθέσεις για τη χρήση ναζιστικών συμβόλων ως μέρος της τέχνης του, κυρίως λόγω του μακροχρόνιου ενδιαφέροντός του για τη γραφή του ρουμανο-γερμανού ποιητή Πολ Σελέν. Ο Βέντερς πιστεύει ότι αυτές οι επιθέσεις ήταν άστοχες: «Γνώριζα όλα τα συναισθήματα και ήξερα γιατί έπεσε θύμα σκληρής κριτικής με τις πρώτες του ενέργειες».

Ο Βέντερς λέει ότι το Φεστιβάλ Καννών έχει αλλάξει πολύ από το 1984, όταν κέρδισε το κορυφαίο βραβείο του. «Ολοι όσοι είναι εδώ σήμερα, δεν είναι πλέον τόσο προσανατολισμένοι στον κινηματογράφο» λέει με μια δόση πικρίας.

«Τώρα υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που αγαπούν την επιχειρηματική πλευρά των ταινιών. Και η επιχειρηματικότητα δεν θα έπρεπε να είναι η πρωταρχική εστίαση, αν και συμβαδίζουν μεταξύ τους. Οι επιχειρήσεις καθοδηγούν τα πάντα στις μέρες μας. Σειρές, franchise, ριμέικ ή «συνταγές» για ταινίες. Με απογοητεύει η επιτυχία των ταινιών που είναι βασισμένες σε συνταγές».