Διακριτικές αποστάσεις από την απ’ ευθείας αντιπαράθεση των τεσσάρων διεκδικητών της γαλάζιας προεδρίας τήρησαν τα 75 μέλη της Κ.Ο της ΝΔ, μολονότι η πλειοψηφία εξ αυτών επέλεξε σχετικά νωρίς στρατόπεδο. Και αυτό γιατί οι τέσσερις υποψήφιοι επέλεξαν συνειδητά να μη χρησιμοποιήσουν το «γήπεδο» της ΚΟ, ώστε να επιλύσουν τις πολιτικές και μη διαφορές τους συνεδρίασε ελάχιστες φορές το προηγούμενο τρίμηνο και ποτέ για λόγο, που σχετιζόταν άμεσα με την εσωκομματική διαδικασία- ενώ και σποραδικές πρωτοβουλίες από την πλευρά των ίδιων των βουλευτών για ενεργότερη εμπλοκή τους στο οργανωτικό και κατ’ επέκταση πολιτικό σκέλος της εσωτερικής διαδικασίας δεν βρήκαν πρόσφορο έδαφος στους άμεσα εμπλεκόμενους.
Σε επίπεδο παρασκηνίου, ωστόσο, η μακρά και εξαντλητική προεκλογική περίοδος έδωσε περιθώριο για έντονες διεργασίες στους κόλπους της Κ.Ο του κόμματος, οι οποίες στις περισσότερες των περιπτώσεων αποτύπωναν τον έντονο προβληματισμό των γαλάζιων βουλευτών για την πολιτική διεύθυνση και φορά, που πρέπει να αποκτήσει το κόμμα, αλλά και για το κατά πόσον το κόμμα θα παραμείνει ενωμένο και την επόμενη ημέρα, στόχος, που για πολλά από τα μέλη του οργάνου καθίσταται αυτοσκοπός και τελικά καθορίζει και την προτίμηση τους. Εξ ου και οι συνήθεις παρεμβάσεις των βουλευτών είχαν πυροσβεστικό χαρακτήρα, καλώντας τους τέσσερις υποψηφίους να διαφυλάξουν το γόητρο της παράταξης και να περιορίσουν την αντιπαράθεση στα πολιτικά επιχειρήματα αποφεύγοντας τις προσωπικές κόντρες. Ο εκτονωτικός της έντασης ρόλος της ΚΟ, υποβοηθήθηκε και από τη συνειδητή επιλογή των πρώην πρωθυπουργών Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά αλλά και εσχάτως του Ευάγγελου Μεϊμαράκη να μην συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του οργάνου, προκειμένου να μην γίνονται αποδέκτες είτε εκκλήσεων, είτε διαμαρτυριών για τη γενικότερη κατάσταση του κόμματος.
Ηπροσχώρηση, που προκάλεσε τις περισσότερες συζητήσεις ήταν εκείνη του Μάκη Βορίδη, ο οποίος μία εβδομάδα πριν από τις 22 Νοεμβρίου συντάχθηκε με την υποψηφιότητα Τζιτζικώστα, προκαλώντας τους αντιπάλους του να μιλήσουν για υπόγειες συναλλαγές
Εάν το κρίσιμο μέγεθος της γαλάζιας εσωκομματικής αναμέτρησης ήταν η αριθμητική της Κ.Ο. τότε οι εκλογές της 20ης Δεκεμβρίου θα ήταν μάλλον αχρείαστες, γιατί εκεί υπερτερεί κατά πολύ ο κ. Μεϊμαράκης έχοντας αποσπάσει τη στήριξη σχεδόν των 2/3 του οργάνου, ενώ ο Απόστολος Τζιτζικώστας υποστηρίζεται από μία ομάδα περίπου 15 βουλευτών. Οι Κυριάκος Μητσοτάκης και Άδωνις Γεωργιάδης δεν έχουν φανερή στήριξη από γαλάζιους βουλευτές, διατηρούν, πάντως, συμπάθειες στους κόλπους της Κ.Ο. και προτιμούν, όπως λένε οι ίδιοι να απευθύνονται στην ελληνική κοινωνία. Σε επίπεδο προσώπων η προσχώρηση, που προκάλεσε τις περισσότερες συζητήσεις ήταν εκείνη του Μάκη Βορίδη, ο οποίος μία εβδομάδα πριν από τις 22 Νοεμβρίου συντάχθηκε με την υποψηφιότητα Τζιτζικώστα, προκαλώντας τους αντιπάλους του να μιλήσουν για υπόγειες συναλλαγές. Ο ίδιος, εξάλλου, φερόταν μέχρι πρότινος ως ένας εκ των διεκδικητών της γαλάζιας κορυφής, έχοντας, μάλιστα, αρχίσει τη διαδικασία συλλογής των απαιτούμενων υπογραφών, ωστόσο, έκρινε πως άξιζε τον κόπο η αναμονή για την επόμενη ευκαιρία.
Οι αριθμοί, πάντως, δεν λένε πάντα την αλήθεια, πολλώ δε μάλλον στην πολιτική, όπου παρεισφρύουν αστάθμητοι παράγοντες και μεταβλητές. Αυτό το γνωρίζουν άριστα στη ΝΔ, καθώς στις εσωκομματικές εκλογές του 2009 η μεγάλη πλειοψηφία των 91 γαλάζιων βουλευτών είχαν εκφράσει τη στήριξη τους στη Ντόρα Μπακογιάννη, γεγονός, πάντως, που δεν απέτρεψε τον Αντώνη Σαμαρά να καταγάγει μία ξεκάθαρη νίκη, διεισδύοντας αποτελεσματικότερα στη νεοδημοκρατική βάση, που για πρώτη φορά τότε ήταν το εκλογικό σώμα. Πάντως, ο ξεκάθαρος συσχετισμός υπέρ του κ. Μεϊμαράκη επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά, όταν οι προσκείμενοι στον κ. Τζιτζικώστα απείλησαν ότι θα «μπλοκάρουν» τη μετάβαση από τον κ. Μεϊμαράκη στον Γιάννη Πλακιωτάκη, για να «απαντήσει» η πλευρά Μεϊμαράκη πως σε μία τέτοια περίπτωση θα οδηγούσε το κόμμα σε έκτακτο Συνέδριο ματαιώνοντας την εν εξελίξει διαδικασία. Λίγες ώρες αργότερα ο κ. Πλακιωτάκης καταχειροκροτείτο από το σύνολο της ΚΟ της ΝΔ.
Είναι σαφές, βεβαίως πως σε περίπτωση, που ένας εκ των κυρίων Μεϊμαράκη και Τζιτζικώστα δεν κατορθώσουν να περάσουν στον δεύτερο γύρο, οι ισορροπίες στην Κ.Ο. του κόμματος θα αλλάξουν άρδην, ενώ στο σενάριο, που το προαναφερθέν ζευγάρι αναμετρηθεί την Κυριακή 10 Ιανουαρίου πολύ πιθανό είναι πως ορισμένοι εκ των περίπου 10 «ανένταχτων» έως τώρα βουλευτών θα αποκαλύψουν την προτίμηση τους. Έμπειρα κομματικά στελέχη, επισημαίνουν, ωστόσο, πως η επιρροή των βουλευτών στη διαμόρφωση των συσχετισμών μεταξύ των τεσσάρων υποψηφίων δεν είναι καθοριστική, ενώ σε πολλές των περιπτώσεων η προτίμηση ή η ουδετερότητα των βουλευτών υπαγορεύτηκε από την κυρίαρχη τάση στους κόλπους των ψηφοφόρων τους.
Εν τω μεταξύ ακόμη και η επιλογή της διενέργειας εκλογών από τη βάση, προτού μεσολαβήσει μία εσωτερική συζήτηση για τα αίτια των εκλογικών ηττών αλλά και την πολιτική φυσιογνωμία της ΝΔ μέσα στο νέο πολιτικό περιβάλλον, που διαμόρφωσε η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ, κατέστη πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ των γαλάζιων βουλευτών. Την πρόταση για ματαίωση της διαδικασίας και διενέργεια Συνεδρίου, όπου θα υπάρξει συζήτηση από μηδενική βάση, ακόμη και για τον τρόπο εκλογής του αρχηγού υποστήριξε με σθένος ο Νίκος Δένδιας, ο οποίος δεν είχε κρύψει τις φιλοδοξίες του να θέσει υποψηφιότητα για αρχηγός του κόμματος. Την πρόταση υιοθέτησαν, επίσης, βουλευτές με καραμανλικές αναφορές, όπως η Όλγα Κεφαλογιάννη, ο Μάξιμος Χαρακόπουλος, ο Κώστας Τσιάρας και ο Θεόδωρος Καράογλου, ωστόσο, δεν κατόρθωσε να καταστεί πλειοψηφική στους κόλπους της ΚΟ. Επανήλθε, πάντως, στο προσκήνιο μετά το φιάσκο της 22ας Νοεμβρίου, όπου παρατηρήθηκε εκ νέου μία σχετική κινητικότητα, χωρίς, ωστόσο, να υπάρξει συνέχεια. Αξίζει, πάντως να σημειωθεί, πως η ιδέα περί αλλαγής της διαδικασίας εκλογής του προέδρου είναι κεντρική θέση – δέσμευση του κ. Μεϊμαράκη, ο οποίος πρεσβεύει πως η ανάδειξη αρχηγού θα πρέπει να προκύπτει από συγκεκριμένο εκλεκτορικό σώμα, όπως το Συνέδριο του κόμματος.