Στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο προσέφυγε η Εύα Καϊλή υποστηρίζοντας ότι είναι παράνομη η άρση της ασυλίας της. Στην προσφυγή που κατέθεσε ο δικηγόρος της καθαιρεθείσας αντιπροέδρου του Ευρωκοινοβουλίου, Σπύρος Παππάς, φέρεται να επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι της αυτόφωρης σύλληψης και του κινδύνου παρεμπόδισης των ερευνών, οπότε η απόφαση ήταν παράνομη, καθώς δεν πληρούνται οι αναγκαίες νομικές προϋποθέσεις.
Καυστικό εν τω μεταξύ ήταν το σχόλιο που επεφύλαξε ο έτερος εκ των συνηγόρων της Εύας Καϊλή, Μιχάλης Δημητρακόπουλος, για την απόφαση αποφυλάκισης του συντρόφου της, Φραντσέσκο Τζόρτζι, από τις βελγικές Αρχές (με «βραχιολάκι» παρακολούθησης), κάνοντας λόγο για οξύμωρη εξέλιξη και ξεκαθαρίζοντας ότι όσο και αν την πιέσουν, η εντολέας του «δεν θα ομολογήσει αδικήματα τα οποία δεν έχει διαπράξει».
Οσον αφορά την προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αν και το περιεχόμενό της δεν έχει γίνει γνωστό, βασικό επιχείρημα σύμφωνα με το Euractiv, είναι ότι στην περίπτωση της κυρίας Καϊλή δεν συντρέχει η βασική προϋπόθεση για την άρση της ασυλίας ενός ευρωβουλευτή: να συλληφθεί επ’ αυτοφώρω για τη διάπραξη αδικήματος- δεν ισχύει στην συγκεκριμένη περίπτωση.
Ομοίως δεν ισχύει ούτε η έτερη προϋπόθεση για την άρση της ασυλίας της -τον κίνδυνο παρεμπόδισης των ερευνών- δεδομένου ότι η OLAF, αρμόδια υπηρεσία της ΕΕ για την καταπολέμησης της απάτης, είχε ήδη ερευνήσει την υπόθεση.
Σε δηλώσεις του στο Euractiv, ο Σπύρος Παππάς επιβεβαίωσε ότι άσκησε έφεση, ωστόσο δεν θέλησε να σχολιάσει το περιεχόμενό της μέχρι την ακροαματική διαδικασία.
Ερωτηθείς μάλιστα αν αυτό μπορεί να συνδεθεί με το σκάνδαλο Qatargate και τη σύλληψη της Εύας Καϊλή από τις βελγικές Αρχές, εκτίμησε πως «όντως υπάρχει θέμα», θεωρώντας δηλαδή ότι ούτε στο Qatargate πιάστηκε επ’ αυτοφώρω.
«Η αστυνομία έκανε έφοδο στο διαμέρισμά της αφού πρώτα συνέλαβε τον πατέρα της μερικά μίλια μακριά – έξω από ένα ξενοδοχείο, με τη διαβόητη βαλίτσα που προφανώς είχε αφαιρεθεί από το διαμέρισμά της», σημείωσε, υποστηρίζοντας ότι ακόμη και η έφοδος στο γραφείο της ευρωβουλευτού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ήταν παράνομη.
«Η σφράγιση των γραφείων της Καϊλή και των βοηθών της αποτελεί παραβίαση των χώρων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου […] Αυτό θα μπορούσε να είχε επιτραπεί μόνο μετά από άδεια του Δικαστηρίου της ΕΕ, αλλά δεν έγινε», παρατήρησε ο κ. Παππάς.
Οσο γιατί αφέθηκε ελεύθερος (έστω και με «βραχιολάκι») ο σύντροφός της, Φραντσέσκο Τζόρτζι, αλλά όχι η ίδια, η επικρατέστερη εξήγηση-ερμηνεία είναι ότι ο Ιταλός αντάλλαξε ουσιαστικά την ελευθερία του με μία ομολογία ενοχής (σύμφωνα με έγγραφα τα οποία επικαλούντι η βελγική Le Soir και η ιταλική La Repubblica, φέρεται να ομολόγησε ότι υπήρξε μέλος οργάνωσης την οποία χρησιμοποίησε το Κατάρ για να διαφθείρει και να καταστήσει «μαριονέτες» συγκεκριμένους ευρωβουλευτές) και το ίδιο επιδιώκει η βελγική εισαγγελία να πετύχει και στην περίπτωση της Εύας Καϊλή.
Παρά την επίμονη άρνησή της ότι εμπλέκεται στο κύκλωμα δωροδοκιών-δωροληψιών υπό τον Πιερ Αντόνιο Παντσέρι και την υπερασπιστική γραμμή που τηρεί από την πρώτη στιγμή της σύλληψής της: ότι είναι αθώα, η Καϊλή θεωρείται από τους Βέλγους ένοχη για όλα τα αδικήματα που τη βαρύνουν (διαφθορά, ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση).
Και χρησιμοποιούν την απόφαση αποφυλάκισης του Τζόρτζι ως παράδειγμα «happy end» της συνεργασίας με τις ανακριτικές Άρχές, προκειμένου να κάμψουν τη στάση άρνησης της συντρόφου του.
Η αποφυλάκιση Τζόρτζι έχει τέλος ακόμη μία πτυχή, που σχετίζεται με το επιχείρημα που προβάλλουν οι συνήγοροί της στις ακροαματικές διαδικασίες, ότι είναι μητέρα ενός παιδιού μόλις δύο ετών και πρέπει να κάποια στιγμή να επιστρέψει κοντά του. Με τον πατέρα του εκτός φυλακής, πλέον το εν λόγω επιχείρημα καθίσταται ακόμη πιο ασθενές.