Στην ηλικία των 55 (τον Ιούνιο) ετών, ο Τζόνι Ντεπ είναι ένας από τους πιο διάσημους και ακριβοπληρωμένους ηθοποιούς του Χόλιγουντ (παρότι η καριέρα του δεν βρίσκεται στο απόγειό της) και σύμβολο του σεξ για στρατιές θαυμαστριών του σε όλον τον κόσμο. Αλλά ο ίδιος φαίνεται, σήμερα, να ενδιαφέρεται περισσότερο για το ροκ παρά για την ηθοποιία.
Και για τον λόγο αυτό, επέλεξε να επιστρέψει σε λίγους μήνες στη σκηνή με μια σούπερ μπάντα, τους Hollywood Vampires, μέλη της οποίας είναι επίσης ο θρυλικός Άλις Κούπερ αλλά και ο Τζο Πέρι, κιθαρίστας των Aerosmith, ο Ματ Σόρουμ των Guns Ν’ Roses και ο Ρόμπερτ Ντελέο των Stone Temple Pilots. Στις 28 Μαΐου ο Ντεπ με την παρέα του θα βρεθούν στη Μόσχα, πρώτο σταθμό της ευρωπαϊκής περιοδείας τους που θα ολοκληρωθεί στις 8 Ιουλίου στη Ρώμη .
Καθόλου άσχημα για κάποιον που στην ηλικία των 13 ετών, όντας αυτοδίδακτος στην κιθάρα, ίδρυσε την πρώτη του μπάντα κατά την περίοδο της έκρηξης της New Wave και της Punk μουσικής. Ο Ντεπ ονειρευόταν να γίνει ένας ροκ σταρ όταν ο Άλις Κούπερ και ο Τζο Πέρι ήταν ήδη διάσημοι ανά την υφήλιο. «Στη μουσική βρήκα μια διέξοδο από μια οικογενειακή ζωή που δεν μου άρεσε. Κλείστηκα στο δωμάτιό μου με κιθάρα και δίσκους και έμαθα ό,τι μπορούσα», είχε δηλώσει κατά το παρελθόν.
Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια και παρότι οι The Kids, η μπάντα του, κατάφεραν να παίξουν ως support band στους Talking Heads και τον Ίγκι Ποπ, ο Τζόνι εγκατέλειψε τη μουσική και βάλθηκε να κατακτήσει το Χόλιγουντ. Δεν εγκατέλειψε, ωστόσο, ποτέ το μεγάλο του πάθος και όποτε έβρισκε την ευκαιρία ανέβαινε στη σκηνή και έπαιζε κιθάρα. Όλα, όμως άλλαξαν όταν ο κατεξοχήν «πειρατής της Καραϊβικής» συνάντησε τον Άλις Κούπερ.
Ντεπ και Κούπερ συναντήθηκαν το 2012 κατά τα γυρίσματα του Dark Shadows του Τιμ Μπάρτον με τον Τζόνι να εκμεταλλεύεται αμέσως την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον πατέρα της αποκαλούμενης «shock rock». Και κάποια στιγμή βρέθηκαν στην έπαυλη του ηθοποιού «όπου βρήκα την καλύτερη συλλογή από κιθάρες που έχω δει ποτέ», αποκάλυψε στη συνέχεια ο Τζο Πέρι, ένας από τους 100 καλύτερους κιθαρίστες όλων των εποχών σύμφωνα με το περιοδικό Rolling Stones. Και έτσι, παίζοντας με τις κιθάρες αυτές τη μία διασκευή μετά την άλλη, γεννήθηκε η ιδέα για τη δημιουργία μιας επαγγελματικής μπάντας. «Το σκέφτηκα λιγότερο από ένα λεπτό για να δεχτώ. Η ιδέα του να μπορέσω να παίξω μαζί τους ήταν απλά απίστευτη», έχει πει ο Ντεπ.
Αλλά το όνειρο για τον Τζόνι συνεχίστηκε. Γιατί όταν ο Πολ Μακάρτνεϊ , περαστικός από το Λος Άντζελες, έμαθε ότι ο Ντεπ και οι υπόλοιποι είχαν ξεκινήσει να ηχογραφούν τον πρώτο τους δίσκο, πήγε και τους βρήκε για να παίξει μαζί τους. Το ίδιο έκαναν και ο Ντέιβ Γκρολ των Nirvana και των Foo Fighters και ο Slash, ο εμβληματικός κιθαρίστας των Guns Ν’ Roses αλλά και άλλοι αστέρες της ροκ μουσικής, που ήταν έτοιμοι να μοιραστούν το ταλέντο τους αλλά και να διασκεδάσουν.
Το μόνο που έλειπε ήταν ένα όνομα, φρόντισε, όμως, για αυτό ο Άλις Κούπερ, ιδρυτής τη δεκαετία του 1970 της θρυλικής λέσχης (υπερ)κατανάλωσης αλκοόλ «Hollywood Vampires». «Tο Vampires ήταν ένα είδος πριβέ λέσχης: για να γίνει κάποιος δεκτός έπρεπε να καταφέρει να πιει περισσότερο από όλα τα υπόλοιπα μέλη. Μια οποιαδήποτε ημέρα της δεκαετίας του 1970 θα μπορούσα να βρω εκεί τον Τζον Λένον, τον Χάρι Νίλσον, τον Κιθ Μουν, μεταμφιεσμένους σε καμαριέρες ή σοφέρ. Την επόμενη εβδομάδα θα έβρισκα τον Μπέρνι Τόπιν και τον Μίκι Ντόλενζ», έχει προσδιορίσει ο ίδιος.
Σήμερα, ωστόσο, ο επίτιμος πρόεδρος της ιδιότυπης αυτής λέσχης είναι πλέον 70 χρονών και σίγουρα στις φλέβες του ρέει λιγότερο αλκοόλ. Αλλά παραμένει εξαιρετικά παθιασμένος με τη ροκ. Και απόδειξη αποτελεί η ανοδική πορεία που σημειώνουν τα σημερινά «Vampires». Από το 2015, χρονιά που κυκλοφόρησε το πρώτο, ομώνυμο, άλμπουμ της μπάντας, οι Hollywood Vampires, κατέληξαν να είναι μία από τις σημαντικότερες cover bands στον πλανήτη, παίζοντας κομμάτια δικά τους αλλά και θρύλων της ροκ μουσικής όπως οι Who, οι Zeppelin και ο Χέντριξ, «τραγούδια δίχως τα οποία η ζωή μου θα ήταν εντελώς διαφορετική», αναφέρει ο Ντεπ. Όσο για τα βαμπίρ της ξέφρενης δεκαετίας του ’70 που δεν υπάρχουν πια, οι επιζήσαντες τούς αφιερώνουν το δικό τους «My dead drunk friends».