Το ξεκαθάρισε εξαρχής ότι δεν πρόκειται να μιλήσει για γάμους και διαζύγια και μάχες στα δικαστήρια, οι οποίες λίγο έλειψε να αμαυρώσουν (αν δεν το έκαναν ήδη) την καριέρα του. Και εννοείται ότι η Αριάνα Φίνος της La Repubblica αποδέχτηκε αμέσως την απαίτησή του, δεδομένου ότι ο πολύς (ακόμα) Τζόνι Ντεπ σπανίως πλέον παραχωρεί συνεντεύξεις.
Ως ταλαντούχος ηθοποιός, τελευταία φορά στη μεγάλη οθόνη ο Ντεπ εμφανίστηκε στις αρχές της χρονιάς, στο 70ό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου με την ταινία «Minamata» του Αμερικανού Αντριου Λέβιτας, στην οποία υποδύεται τον Γιουτζίν Σμιθ, έναν από τους κορυφαίους πολεμικούς φωτορεπόρτερ του 20ού αιώνα.
Και πριν από έναν χρόνο, στη Μόστρα της Βενετίας, εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς, ερμηνεύοντας τον ρόλο του αδίστακτου και τρομακτικού «Συνταγματάρχη Τζολ» στο «Περιμένοντας τους βαρβάρους». Η ταινία, τη σκηνοθεσία της οποίας υπογράφει ο Κολομβιανός Σίρο Γκέρα, βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του νοτιοαφρικανού νομπελίστα συγγραφέα Τζον Μάξγουελ Γκούτσι.
Ο «συνταγματάρχης Τζολ» αποστέλλεται σε μια παραμεθόριο περιοχή της «Αυτοκρατορίας» όπου εξαπολύει ένα άγριο ανθρωποκυνηγητό κατά των ιθαγενών «βαρβάρων» με πρόσχημα την αποτροπή μιας εξέγερσής τους. Απέναντί του, ωστόσο, στέκεται ο πιο ανθρώπινος και προσηνής «Επίτροπος» (τον υποδύεται ο Μαρκ Ράιλανς) ο οποίος φρίττει με τις βασανιστικές πρακτικές του.
Μιλώντας παλαιότερα για τον «συνταγματάρχη Τζολ», ο Τζόνι Ντεπ είχε δηλώσει πως περισσότερο από κακός άνθρωπος είναι ένα κακομαθημένο παιδί.
Μιλώντας αυτές τις ημέρες στη Repubblica με αφορμή την προβολή των «Βαρβάρων» στους κινηματογράφους της Ιταλίας, εξήγησε ότι φυσικά και υπάρχουν κακοί άνθρωποι στον κόσμο, αλλά οι ίδιοι δεν θεωρούν πως είναι όντως τέτοιοι.
«Δεν ξυπνάνε το πρωί διερωτώμενοι ποιον μπορούν να βλάψουν σήμερα. Υπάρχουν άνθρωποι που πείθονται ότι υπηρετούν το καλό και το ότι εμείς εκλαμβάνουμε το δικό τους καλό ως κακό μας καθιστά εχθρούς τους», σημείωσε ο Ντεπ.
Και θέλησε να επισημάνει ότι η ταινία μιλάει κυρίως για το σήμερα, δεδομένου ότι «ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο έντονος ο διαχωρισμός ανάμεσα στους έχοντες και τους μη προνομιούχους, μεταξύ αυτών που κατέχουν την εξουσία και όλων όσοι δεν μετρούν. Αυτή ήταν επί καιρό η γραμμή της Δύσης – “διαίρει και βασίλευε”. Είναι μια απλή στρατηγική: διατηρούμε τους λαούς υπό καθεστώς φόβου και άγνοιας ούτως ώστε να μην εξεγερθούν. Σε αυτό προστίθενται ο παράλογος φόβος του Αλλου και η έλλειψη ενσυναίσθησης και συμπόνιας, φαινόμενο που εντείνεται και με ανησυχεί. Απωλέσαμε την ικανότητά μας να διακρίνουμε τις αποχρώσεις, να αποδεχόμαστε τις διαφωνίες. Κυριαρχεί η πόλωση. Πληκτρολογείς και εξαφανίζεσαι: αρκούν πλέον 140 χαρακτήρες για να προκληθούν οργισμένες αντιδράσεις. Ανησυχώ για το είδος μας», εξήγησε ο 57χρονος ηθοποιός.
Ερωτηθείς για τον ιταλικό κινηματογράφο, ο Τζόνι Ντεπ αποκάλυψε ότι είναι λάτρης του Λούκα Γκουαντανίνο –«η δουλειά του είναι εξαιρετική»– και του Ρομπέρτο Μπενίνι, αλλά και των μεγάλων δασκάλων του περασμένου αιώνα, του Μικελάντζελο Αντονιόνι και του Φεντερίκο Φελίνι.
Οσον αφορά τον θρυλικό μέντορά του, αναγνώρισε ότι είχε την τύχη και την τιμή όχι μόνον να συνεργαστεί με τον Μάρλον Μπράντο, αλλά και να γίνει φίλος του. «Ηταν ένας αδελφός, ένας πατέρας. Με κατάλαβε και με φρόντισε. Ηξερε πώς να με κάνει να γελάω οπουδήποτε. Νομίζω το ίδιο έκανα και εγώ με εκείνον. Αυτό κάναμε: καθόμασταν και ανταλλάζαμε χαμόγελα».
Ζητώντας η ιταλίδα δημοσιογράφος να μάθει πότε ο κορυφαίος ηθοποιός αντιλήφθηκε ότι έχει το «δώρο της υποκριτικής», άκουσε τον Ντεπ να της απαντά ότι «ακόμα δεν το έχω καταλάβει. Τα δώρα είναι οι άνθρωποι με τους οποίους δουλεύεις στο σετ. Και αυτοί που συναντάς στον κόσμο. Οσοι στέκονται δίπλα σου και με τη βροχή και με τον ήλιο. Είναι οι μοναδικοί που μετράνε. Ολα τα άλλα είναι αιώνια άγνοια».
Μιλώντας για τα μελλοντικά σχέδιά του, ο Ντεπ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να αρχίσει να ασχολείται ξανά με τη σκηνοθεσία, μετά το «The Brave» του 1997.
Ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης, πέρα από πρωταγωνιστής, της ταινίας (η οποία προβλήθηκε στις Κάννες αλλά έλαβε αρνητικές κριτικές) ο Ντεπ έμαθε ότι «πρέπει να εμπιστεύεσαι τους ηθοποιούς. Και μετά να βάζεις την καρδιά σου, το αίμα σου, τα χρήματα, κάθε εγκεφαλικό κύτταρό σου. Και στη συνέχεια να αφήνεις τους άλλους να κατασπαράξουν την ταινία. Οπως οι γύπες. Θα μου άρεσε να ασχοληθώ ξανά, αρκεί να μη χρειαστεί να σκηνοθετήσω τον εαυτό μου. Θα δούμε του χρόνου», ανέφερε.
Με λίγα λόγια, ο Τζόνι Ντεπ είναι ακόμα ζωντανός και γεμάτος διάθεση να συνεχίσει να δημιουργεί. Παραδέχεται, όμως, πως η πιο ευτυχισμένη μέρα της καριέρας του «θα είναι η μέρα που θα βγω στη σύνταξη».