Σκεφτείτε το: Ακαδημαϊκός, κάτοχος διδακτορικού από τα 30 του χρόνια (με θέμα «Ιστορία του θεάτρου εν Κεφαλληνία, 1600-1900), σπούδασε με υποτροφία στη Βιέννη, γιος του συνθέτη Αντιόχου Ευαγγελάτου και της αρπίστριας Ξένης Μπουρεξάκη. Και όμως όταν έμπαινε στην πρόβα ο Σπύρος Ευαγγελάτος γινόταν θεατρίνος όπως έλεγε ο ίδιος. Ο σπουδαιότερος θεωρητικός του ελληνικού θεάτρου, στη σκηνοθεσία αφηνόταν να οδηγηθεί καταρχάς από το ένστικτο, από το κείμενο, από την ενέργεια και τη χημεία της θεατρικής πράξης.
Η είδηση του θανάτου του Σπύρου Ευαγγελάτου, σε ηλικία 77 ετών, είναι βαριά για το ελληνικό θέατρο και για όσα συγκρότησαν την ιστορία του τις τελευταίες δεκαετίες. Ξεχωριστός, έφερε τομές βαθιές που εκκινούν από την βαθιά αγάπη του -σχεδόν φανατικά- για το αρχαίο δράμα και το νεοελληνικό έργο. Αλωσε την Επίδαυρο και ήταν αυτός που δίδαξε και καθοδήγησε τουλάχιστον τρεις γενιές σπουδαίων ελλήνων ηθοποιών. Στοιχείο αυτής της σχεδόν φανατικής αγάπης του που είχε μέσα όμως και το σπέρμα της τόλμης, ήταν ότι το πρώτο έργο που σκηνοθέτησε σε ηλικία 21 ετών στο Εθνικό Θέατρο -στη Δραματική Σχολή του οποίου φοίτησε- ήταν το άπαιχτο ως τότε έργο του Μάρκου Αντόνιου Φόσκουλου «Φουρτουνάτος».
Τότε τον αποκάλεσαν τρελό, άρχισαν όμως να τον παρατηρούν, να τον παρακολουθούν με τεράστιο ενδιαφέρον κριτικοί, διανοούμενοι και σύντομα και το κοινό. Ένα χρόνο μετά ανέβασε την «Ηλέκτρα» στην Επίδαυρο με πρωταγωνίστρια την Αντιγόνη Βαλάκου. Ενας θρίαμβος άνευ προηγουμένου για τον μόλις 32 ετών, τότε, σκηνοθέτη. Κατόρθωσε να είναι ανανεωτής, πατώντας απόλυτα στην παράδοση και στη μορφή του αρχαίου δράματος όπως εκπροσωπήθηκε ως τότε από το Εθνικό Θέατρο.
Ο σεβασμός στην παράδοση ήταν ένας πυλώνας του έργου. Αυτό που έκανε στην Ηλέκτρα ναι, ήταν επανάσταση αλλά «επανάσταση με σεβασμό στην παράδοση. Ο όρος είναι αισχυλικός. Μια επανάσταση όταν γίνεται καθεστώς αρχίζει να γίνεται κατεστημένο. Αυτό δημιουργεί μια νέα αντίδραση, μια νέα επανάσταση» έλεγε στη Ναυτεμπορική. «Κάθε φορά η επανάσταση στηρίζεται στις δυνάμεις της παράδοσης για να φέρει κάτι νέο. Περίτρανο παράδειγμα είναι το τέλος από τις “Ευμενίδες” του Αισχύλου, την τρίτη τραγωδία από την “Ορέστεια” όπου το δωδεκάθεο που εκπροσωπεί το νέο πνεύμα στο έργο αυτό έρχεται σε ένα ιστορικό συμβιβασμό, εντός εισαγωγικών, με τις Ερινύες που είναι χθόνιες θεότητες της μητριαρχίας και που διαθέτουν ακόμη δύναμη και προσπαθεί σε ένα είδος δίκης που γίνεται και αθωώνεται με την ψήφο της Αθηνάς ο Ορέστης, προσπαθεί να πείσει αυτές τις Ερινύες να γίνουν ευμενείς θεότητες για τον τόπο, πράγμα το οποίο επιτυγχάνει επ’ ανταλλάγματι για τον τόπο. Κάνουν ναούς, κάνουν θυσίες και επέρχεται ο ιστορικός συμβιβασμός και αυτές καταβυθίζονται στην αττική γη ως δυνάμεις της ευλογίας πια. Είναι η παράδοση που την έχει ανάγκη η πρωτοπορία για να στηρίζεται σε γερά πόδια».
Η κίνηση-σταθμός που έκανε ήταν βέβαια η ίδρυση του Αμφιθεάτρου το 1975. Πολλοί έλεγαν ότι λειτούργησε ουσιαστικά σαν ένα δεύτερο Εθνικό Θέατρο. Επέμεινε εξαρχής στη σκηνοθεσία «αν γινόμουν ηθοποιός θα ήμουν απλώς ένας κωμικός β΄ κατηγορίας» είχε πει σε συνέντευξή του στη LiFO. Η σκηνοθετική του προσέγγιση, έφερε στοιχεία της συλλογικής, πανοπτικής λογικής που έχει και ένας μαέστρος. Καθόλου τυχαία αφού μεγάλωσε σε ένα σπίτι όπου η μουσική ήταν κυρίαρχη -η αδελφή του επίσης υπήρξε λυρική τραγουδίστρια- σπούδασε βιολί από παιδί, ήταν απόλυτα εξοικειωμένος με την έννοια της σύνθεσης, της αυτονόητης λειτουργίας της μουσικής εντός του όπως η ανάσα.
Όταν τον ρώτησε ο Μάνος Στεφανίδης ποιους θεωρεί δασκάλους του για τη σκηνοθεσία είπε ότι είχε «έμμεσους δασκάλους τον Πίτερ Μπρουκ, τον Φράνκο Τζεφιρέλι και, βεβαίως, τον Στρέλερ. Από Ελληνες, τον Φώτο Πολίτη, τον Δημήτρη Ροντήρη, τον Κάρολο Κουν, τον Αλέξη Μινωτή. Αμεσοι δάσκαλοί μου είναι ο Τάκης Μουζενίδης και ο Σωκράτης Καραντινός. Από την άλλη μεριά, κορυφαίοι δάσκαλοί μου είναι ο Αλέξης Σολωμός και ο Αγγελος Τερζάκης. Χρωστάω πάρα πολλά στον Στέλιο Βόκοβιτς, που ήταν δάσκαλός μου στην υποκριτική. Η υποκριτική είναι ένα εργαλείο που χρειάζεται απαραιτήτως ο σκηνοθέτης, πρέπει να μπορεί να παίζει στιγμές, γιατί, όταν τελειώνει η θεωρία, πρέπει να παίρνει θέση το συναίσθημα.»
Σύντομα ταυτίστηκε στο θέατρο και στη ζωή με την ηθοποιό Λήδα Τασοπούλου. Εγινε η ιδανική πρωταγωνίστριά του και η αλήθεια είναι ότι ο θάνατος της ήταν συντριπτικός για αυτόν. Λίγα χρόνια αργότερα έχασε ξαφνικά, από ανακοπή, σε ηλικία 24 ετών τον γιο του Αντίοχο, ένα χτύπημα καταλυτικό. Όμως το θέατρο συνέχισε να είναι το κέντρο που τον κρατούσε ζωντανό, σε μόνιμη αναζήτηση. Μαζί και η κόρη του Κατερίνα Ευαγγελάτου, από τις πιο ενεργές και σε μόνιμη αναζήτηση νέων δεδομένων σκηνοθέτρια του ελληνικού θέατρου. «Μαθαίνω πολλά από την Κατερίνα», επαναλάμβανε παρακολουθώντας τον τρόπο με τον οποίο η ίδια τώρα αλώνει το θεατρικό τοπίο.
Η αναστολή λειτουργίας του Αμφιθεάτρου τον Φεβρουάριο του 2011 ήταν οπωσδήποτε μία από τις καθοριστικές στιγμές στην πορεία του, από τις στιγμές που τον εξόργισαν αλλά και τον πείσμωσαν. Όμως επέμενε ότι δεν ήταν το πιο δραματικό πράγμα που συνέβη στη ζωή του – η απώλεια της συζύγου και του γιου του ήταν αξεπέραστες. Ηξερε τα υλικά και το φορτίο των τραγικών προσώπων όχι μόνο μέσω των έργων που σκηνοθέτησε, των χαρακτήρων που βαθιά μελέτησε, αλλά και μέσω του ίδιου του βιώματος του. «Πολλά τραγικά πρόσωπα ζουν γύρω μας. Προβάλλουν αυτή την αντίσταση προς τη μοίρα και έχουν τη συνείδηση της απώλειας που θα έρθει», δήλωνε στην εφημερίδα Αγγελιοφόρος.
Ηταν το 2013, είχε μόλις ανακηρυχθεί πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών και ο σκηνοθέτης Σπύρος Ευαγγελάτος, λίγο πριν από την επίσημη τελετή βουτούσε σε μια φράση του Αμλετ λέγοντας στο «Βήμα»: «Εγώ είμαι τρελός μόνον όταν ο αγέρας είναι βόρειο-βορειοδυτικός. Όταν φυσάει νοτιάς, είμαι ξεφτέρι». Η τρέλα αυτή στη συνάντηση με την παράδοση και τον σεβασμό στις λέξεις, στον ρυθμό τους και στη συνέχειά τους τον ακολουθούσε ως τέλους.
Συνέχισε άοκνος να σκηνοθετεί και συγκρούστηκε μάλιστα με τον διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου Γιώργο Λούκο όταν ο τελευταίος δεν ενέκρινε την πρότασή του για να ανεβάσει «Φιλοκτήτη» στην Επίδαυρο με την επιχειρηματολογία, μεταξύ άλλων, ότι δεν μπορούν διαρκώς τα ίδια πρόσωπα ή οι ίδιοι οργανισμοί να ανεβάζουν παραστάσεις στην Επίδαυρο, ότι πρέπει η βεντάλια να ανοίξει.
Το 2014 επέστρεψε στην αγαπημένη του Λυρική Σκηνή (είχε διατελέσει και διευθυντής της για τρία χρόνια στη δεκαετία του ’80) σκηνοθετώντας την όπερα «Βέρθερος» του Ζυλ Μασνέ, ενώ μόλις το περασμένο καλοκαίρι, σκηνοθέτησε την τελευταία του παράσταση, τον «Αμύντα» του Γιώργου Μόρμορη, στο Ηρώδειο. Οσοι παραβρέθηκαν δεν λησμονούν την ευγνωμοσύνη και τον σεβασμό που εξέφρασε το κοινό χειροκροτώντας για ώρα, όρθιο τον Σπύρο Ευαγγελάτο.