Η αρχή και μόνο μιας μακράς διαδικασίας που δυνητικά ενδέχεται να καταλήξει στην καθαίρεση του 45ου προέδρου των ΗΠΑ έγινε από τους Δημοκρατικούς η οποία ανακοίνωσαν την έναρξη της διαδικασίας, υπό τις οργισμένες αντιδράσεις του Ντόναλντ Τραμπ και των Ρεπουμπλικανών.
Είναι μόλις ο τέταρτος από τους 45 προέδρους των ΗΠΑ που βρίσκεται αντιμέτωπος με αυτή τη διαδικασία η οποία για κανένα δεν κατέληξε ποτέ σε καθαίρεση.
Το 1868 ο Αντριου Τζόνσον παραπέμφθηκε για την αντικανονική απομάκρυνση ενός υπουργού. Στη δίκη απαλλάχθηκε γιατί δεν συγκεντρώθηκε η πλειοψηφία. Ο Ρίτσαρντ Νίξον το 1973 ήταν ο δεύτερος, αλλά παραιτήθηκε προτού ολοκληρωθούν οι διαδικασίες –ή καλύτερα, παραιτήθηκε ακριβώς για να μην προχωρήσει η δίωξή του για το Γουότεργκεϊτ– και αργότερα του δόθηκε χάρη από τον πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ, έναν πολιτικό που ο ίδιος είχε επιλέξει για να τον διαδεχθεί. Το 1999 ο Μπιλ Κλίντον παραπέμφθηκε για ψευδορκία και παρεμπόδιση της Δικαιοσύνης στη γνωστή υπόθεση Λιουίνσκι.
Αφορμή για τον Τραμπ είναι η υπόθεση της παράτυπης πίεσης στην Ουκρανία για τη συλλογή πληροφοριών που εμμέσως θα έπλητταν τον Τζο Μπάιντεν, τον αντιπρόεδρο του Μπαράκ Ομπάμα και ενδεχομένως αντίπαλό του στις εκλογές 2020.
Ανώνυμος μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος ανέφερε ότι ο Τραμπ παρενέβη προσωπικά για την άσκηση πίεσης κατά την τηλεφωνική συνομιλία που είχε με τον ουκρανό ομόλογό του τον Ιούλιο. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ ζητούσε πληροφορίες για τον Χάντερ Μπάιντεν, γιο του Τζο Μπάιντεν. Ο μάρτυρας δηλώνει τώρα ότι θέλει να καταθέσει για όσα γνωρίζει κάτι που αναμένεται να γίνει εντός των ημερών, πιθανόν και μέσα στην εβδομάδα. Από την πλευρά του ο Τραμπ δηλώνει ότι θέλει να δώσει στη δημοσιότητα τη συνομιλία που είχε με τον Βολόντιμιρ Ζελένσκι.
Ποια θα μπορούσαν να είναι τα αδικήματα που να δικαιολογούν την καθαίρεση; Ο Guardian τονίζει ότι όντως υπάρχει σειρά αμφιλεγόμενων ενεργειών από την πλευρά του Τραμπ, όπως η παραβίαση των κανονισμών για τη χρηματοδότηση της καμπάνιας, η παράνομη διάθεση χρημάτων από άλλους πόρους για την κατασκευή του τείχους, αλλά το θέμα είναι πλέον διαφορετικό.
Το Σύνταγμα ορίζει ότι ο πρόεδρος μπορεί να καθαιρεθεί για «προδοσία, δωροληψία και άλλα σοβαρά εγκλήματα και παραπτώματα (other high crimes and misdemeanors)». Ο ασαφής κατάλογος είναι αντικείμενο νομικής διαμάχης εδώ και δεκαετίες.
Η δικαστική επιτροπή, στη συνέχεια και βάσει των ευρημάτων, θα διατυπώσει το παραπεμπτικό για την καθαίρεση του Τραμπ, το οποίο θα κληθεί να εγκρίνει η Βουλή των Αντιπροσώπων.
Αν περάσει και αυτό το στάδιο, η δίκη θα γίνει στη Γερουσία, η οποία πρέπει να αποφασίσει για την καθαίρεση με πλειοψηφία δύο τρίτων. Αυτό σημαίνει, όπως τονίζει ο Guardian, ότι θα πρέπει να υπάρξουν περί τους 20 ρεπουμπλικανούς γερουσιαστές που θα αποστατήσουν και θα ψηφίσουν κατά του ρεπουμπλικανού προέδρου.
Δεν υπάρχει χρονικό όριο μέσα στο οποίο μπορούμε να περιμένουν την ολοκλήρωση της διαδικασίας, οπωσδήποτε όμως θα χρειαστούν πολλοί μήνες με έρευνες, καταθέσεις και μαρτυρίες.
Φυσικά, υπάρχει και το πολιτικό κόστος (αλλά και τα κέρδη) από την παραπομπή, το οποίο πρέπει να υπολογίζουν και οι δύο πλευρές. Ο Τραμπ θα βλέπει το κύρος του να φθείρεται, αλλά αυτό δεν τον έχει απασχολήσει εδώ και τρία χρόνια. Τουναντίον θα μπορεί να φωνάζει για «κυνήγι μαγισσών» και να κατηγορεί τα ΜΜΕ και τις ελίτ, γοητεύοντας εκείνους τους ψηφοφόρους που τον έστειλαν στον Λευκό Οίκο και το 2016 –χαρακτηριστικό το άρθρο άποψης στους Νew York Times: «Μήπως ο Τραμπ θέλει να παραπεμφθεί;»
Σε κάθε περίπτωση το παιχνίδι στην κεντρική πολιτική σκηνή των ΗΠΑ, 14 μήνες πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου 2020, αλλάζει δραματικά. Ο Τραμπ βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμονος και βλέπει εκείνους που προέβλεπαν ότι δεν θα προλάβει καν να ολοκληρώσει τη θητεία του στον Λευκό Οίκο να αναθαρρούν. Από την άλλη ο Μπάιντεν αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή και σύμβολο του στρατοπέδου του Δημοκρατικού Κόμματος λίγες εβδομάδες προτού ξεκινήσουν οι προκριματικές εκλογές για το προεδρικό χρίσμα.