Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ως τώρα δεν έχει δείξει ότι ενδιαφέρεται ενεργά να προωθήσει τις αμυντικές σχέσεις του με τους ευρωπαίους συμμάχους του, αναγκάζει την Ευρωπαϊκή Ενωση να αναθεωρήσει την πολιτική της στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας.
«Ο απομονωτισμός του Τραμπ, και οι υποσχέσεις του για περικοπές δαπανών στο ΝΑΤΟ δεν δίνουν άλλη επιλογή στην Ευρώπη από το να ενισχύσει την κοινή της ασφάλεια και την αμυντική της υποδομή» τόνισε ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ την Παρασκευή. Μάλιστα ενώ στις πρώτες του δηλώσεις για την εκλογική νίκη του Τραμπ είχε ζητήσει σε χαμηλούς τόνους να διασαφηνίσει ο ίδιος τις θέσεις του σχετικά με ζητήματα πολιτικής, αυτή τη φορά μίλησε με πιο σκληρά λόγια.
«Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ θέτει σε κίνδυνο τις σχέσεις της ΕΕ με τις ΗΠΑ» δήλωσε. «Η εκλογή του Τραμπ ενέχει τον κίνδυνο να ανατραπούν διηπειρωτικές σχέσεις στα θεμέλια και στη δομή τους» υπογράμμισε, μιλώντας σε φοιτητές. «Νομίζω ότι θα χάσουμε δύο χρόνια μέχρι ο κ. Τραμπ να μάθει τον κόσμο που δεν γνωρίζει περιοδεύοντάς τον» πρόσθεσε σκωπτικά ο πολιτικός.
«Χρειάζεται να διδάξουμε στον Τραμπ τι σημαίνει Ευρώπη και πώς δουλεύει το ευρωπαϊκό σύστημα», σημείωσε επισημαίνοντας ότι «οι Αμερικανοί συνήθως δεν ενδιαφέρονται για την Ευρώπη».
Ο ίδιος είχε επισημάνει από την Πέμπτη ότι η σταδιακή αποδέσμευση των ΗΠΑ από την Ευρώπη σημαίνει ότι η EE δεν έχει άλλη επιλογή από το να οικοδομήσει την δική της άμυνα και τις δικές της αμυντικές δομές.
Οφείλουμε πολλά στους Αμερικανούς, είπε ο κ. Γιούνκερ σε ομιλία του, ωστόσο πρόσθεσε ότι «δεν θα διασφαλίσουν μακροπρόθεσμα την ασφάλεια της Ευρώπης». Τόνισε δε ότι «αυτό είναι κάτι που πρέπει να κάνουμε από μόνοι μας». Ο δρόμος για αυτό είναι «να κάνουμε μία καινούρια αρχή στον τομέα της ευρωπαϊκής άμυνας, μέχρι το σημείο της οργάνωσης ενός ευρωπαϊκού στρατού».
Την ίδια ώρα, σημειώνουν οι Times του Λονδίνου, μια παρόμοια -αν όχι σε υψηλότερους τόνους- έκκληση ακούστηκε και από την επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, την Φεντερίκα Μονγκερίνι, η οποία ζήτησε να γίνει η ΕΕ υπερδύναμη και ένας από τους βασικούς φορείς που θα παρέχει περισσότερη ασφάλεια σε όλο τον κόσμο.
«Υπάρχει και θα υπάρχει μια όλο και μεγαλύτερη ανάγκη για μια υπερδύναμη που πιστεύει στην πολυμέρεια και τη συνεργασία», υπογράμμισε σχετικά εννοώντας την ΕΕ. Και μάλιστα προέβλεψε ότι «είναι ώρα να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και απατήσουμε· ο μόνος τρόπος να το κάνουμε αυτό είναι σαν μια πραγματική ένωση».
Υπενθυμίζεται ότι το περασμένο καλοκαίρι, μετά το δημοψήφισμα με το οποίο η Βρετανία αποφάσισε την έξοδό της από την ΕΕ, η Μονγκερίνι είχε εκδώσει ένα κείμενο το οποίο συνόψιζε την ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας και ζητούσε μεγαλύτερη συνεργασία.
Η συγκυρία, λοιπόν, φαίνεται ιδανική για την ΕΕ να βάλει σε τροχιά και να προωθήσει μια στενότερη αμυντική συνεργασία.
Από τη μία πλευρά, είναι η Βρετανία που είναι στην πόρτα εξόδου από την ΕΕ, αν και ακόμα εξακολουθεί να έχει λόγο και να ανησυχεί για μια πιθανή μελλοντική περιθωριοποίησή της. Η Βρετανία ήταν εξαιρετικά σκεπτική για κάθε κίνηση στενότερης αμυντικής συνεργασίας εντός της ΕΕ. Το ΝΑΤΟ ήταν -και θα είναι, πάντως- ένας σημαντικός κρίκος που θα συνδέει το Λονδίνο με τις χώρες της ΕΕ ακόμα και μετά την αποχώρηση της Βρετανίας.
Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ οι οποίες μοιάζουν να απομακρύνονται από την αμυντική σχέση που έχουν με την Ευρώπη – στο βαθμό, βέβαια, που οι προεκλογικές αναφορές του Ντόναλντ Τραμπ υλοποιηθούν σε βάθος χρόνου. Σε περίπτωση που κάνουν πράξη όσα έχει πει, η Ευρώπη θα έχει να αντιμετωπίσει αν όχι ένα πλήρες κενό, τουλάχιστον την μερική αποχώρηση ενός σημαντικού παρόχου ασφάλειας.
Αυτό το κενό που ανοίγουν το Brexit και ο διαφαινόμενος αναπροσανατολισμός της πολιτικής των ΗΠΑ θέλουν να εκμεταλλευτούν χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία που ζητούν έναν ευρωπαϊκό στρατό.
Η Βρετανία ήταν μάλιστα αυτή που δεν επιθυμούσε άμεσα την στενότερη αμυντική συνεργασία. Και τώρα, γράφουν οι Times, είναι αυτή που θα ζητήσει από τους ευρωπαίους εταίρους της να κατευθύνουν τις προσπάθειες προς την πλευρά του ΝΑΤΟ και όχι ενός «ανταγωνιστικού» ευρωπαϊκού φορέα. Ενας τρόπος για αυτό είναι το να πείσουν τους εταίρους να ανεβάσουν το επίπεδο των δαπανών για το ΝΑΤΟ: μόλις τέσσερις χώρες δαπανούν το προβλεπόμενο τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ για την άμυνα (η Ελλάδα είναι μία από αυτές).
Σε κάθε περίπτωση αρχίζει μια μακρά περίοδος συζητήσεων με αβέβαιο αποτέλεσμα, αλλά με τις προκλήσεις ασφάλειας ανοιχτές.