Ενας – ένας οι πυλώνες της αμερικανικής Δημοκρατίας καταρρέουν και μάλιστα με τρομακτική ταχύτητα. Ενας από αυτούς ήταν οι λεγόμενες «ασφαλιστικές δικλείδες» στη διοίκηση για τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας και των υπερεξουσιών του προέδρου. Αλλά με τον Ντόναλντ Τραμπ τα πράγματα αλλάζουν. Αποφασίζει. Διατάσσει. Και όποιος δεν συμμορφώνεται, απολύεται με συνοπτικές διαδικασίες. Και διαπομπεύεται.
Η στάση της υπηρεσιακής υπουργού Δικαιοσύνης των ΗΠΑ Σάλι Γέιτς, η οποία αμφισβήτησε την πολιτική του Τραμπ και τις αποφάσεις του να σφραγίσει τα σύνορα σε μετανάστες από μουσουλμανικές χώρες, απαντήθηκε με την ασυνήθιστη, ως τώρα για τα αμερικανικά πολιτικά ήθη, κίνηση της άμεσης απόλυσης. Αργά το βράδυ της Δευτέρας ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι ο πρόεδρος Τραμπ αποφάσισε «να απαλλάξει από τα καθήκοντά της την υπουργό Δικαιοσύνης Σάλι Γέιτς».
Αιτία ήταν η άρνηση της Γέιτς –την οποία εξέφρασε σε επιστολή της– να υπερασπιστεί τους περιορισμούς που εισήγαγε ο Τραμπ για την είσοδο ταξιδιωτών και μεταναστών από επτά μουσουλμανικές χώρες. Η απαγόρευση, κατά την Γέιτς, «δεν συνάδει με την αποστολή αυτού του θεσμού (ενν. του υπουργείου) να αναζητά πάντα τη Δικαιοσύνη και να υπερασπίζεται αυτό που είναι σωστό».
Η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου είναι, ίσως, ενδεικτική του πώς αντιλαμβάνεται η νέα διακυβέρνηση κάποια κομβικής σημασίας θέματα. Η υπουργός, αναφέρεται σχετικά, «πρόδωσε το υπουργείο Δικαιοσύνης αρνούμενη να εφαρμόσει μια νόμιμη διαταγή που σχεδιάστηκε για να προστατεύσει τους αμερικανούς πολίτες».
Ακόμη περισσότερο, χαρακτηρίζει την Γέιτς «πολύ αδύναμη στο θέμα των συνόρων και πάρα πολύ αδύναμη στο θέμα της παράνομης μετανάστευσης».
Διορισμένη από τον Μπαράκ Ομπάμα το 2015, η Γέιτς παρέμενε στο υπουργικό συμβούλιο περιμένοντας την έγκριση του διορισμού του αντικαταστάτη της Τζεφ Σέσιονς. Μια έγκριση την καθυστέρηση της οποίας ο Τραμπ αποδίδει στην κωλυσιεργία των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο.
Ως τότε καθήκοντα υπουργού θα ασκεί o Ντέινα Μπένται, ο οποίος δηλώνει ότι θα εφαρμόσει τις νέες εντολές του προέδρου.
Αυτού του είδους η ανοιχτή διαφωνία υπουργού και προέδρου είναι σπάνια στην αμερικανική πολιτική ιστορία, γράφει το Reuters.
Το τελευταίο σημαντικό παράδειγμα ήταν το 1973, σχεδόν πριν από μισό αιώνα, όταν ο τότε υπουργός Ελιοτ Ρίτσαρντσον και ο υφυπουργός παραιτήθηκαν για να μην εκτελέσουν την εντολή να απολύσουν έναν ειδικό εισαγγελέα ο οποίος ερευνούσε το σκάνδαλο του Γουοτεργκέιτ. Για τον Νίξον η κίνηση αποδείχτηκε καταστροφική.