Στο παρθενικό του ταξίδι, το 1912, κανείς δεν φανταζόταν ότι ο Τιτανικός θα κατέληγε ένα σιδερένιο κουφάρι στον βυθό του Ατλαντικού. Πόσο μάλλον ότι θα καταστρέφεται αργά αλλά σταθερά από βακτήρια που το μετατρέπουν σε μια άμορφη μάζα σκουριάς και ενδεχομένως, σε λιγότερο από είκοσι χρόνια, εξαφανίσουν κάθε ίχνος του.
Η Ενριέτα Μαν, μέλος της ομάδας των ερευνητών που πρώτοι μελέτησαν δείγματα του ναυαγίου το 1991 (79 χρόνια μετά τη βύθισή του) κατάφερε το 2010 να απομονώσει και να προσδιορίσει το είδος των βακτηρίων που καταστρέφουν το ιστορικό πλοίο. Ηταν ένα είδος άγνωστο ως τότε και ονομάστηκε Halomonas titanicae ή «αλομονάδα του Τιτανικού».
Σύμφωνα με το BBC, το παράδοξο με αυτό το βακτήριο είναι ότι συνήθως συναντάται σε βάλτους με εξαιρετικά αλμυρό νερό και είναι έτσι ανθεκτικό στις συνθήκες που επικρατούν στα μεγάλα βάθη των ωκεανών. Οι ερευνητές έχουν προσδιορίσει τη συμπεριφορά του Halomonas titanicae σε μοριακό επίπεδο και, με απλά λόγια, εντόπισαν ότι όσο πιο αλμυρό είναι το νερό, τόσο το βακτήριο ισχυροποιείται και επιταχύνει το «έργο» της διάβρωσης.
Και ενώ ο ρυθμός με τον οποίο τα βακτήρια κατατρώγουν το πλοίο δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια, οι παλαιότερες φωτογραφίες του βυθισμένου Τιτανικού σε σύγκριση με τις πρόσφατες δείχνουν ότι η διάβρωσή του προχωρά αργά αλλά σταθερά. Ενδεικτικά, προηγούμενη μελέτη εκτιμούσε ότι τα εν λόγω βακτήρια οξειδώνουν 180 κιλά σιδήρου την ημέρα!
Πώς όμως εξηγείται ότι υπάρχουν ακόμη ναυάγια του 14ου αιώνα, που διατηρούνται σε σχετικά καλή κατάσταση, ενώ το σχετικά πρόσφατο του Τιτανικού κοντεύει να αφανιστεί; Το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο κάθε πλοίο καθορίζει το είδος των βακτηρίων που θα προσελκύσει, απαντούν οι ερευνητές.
Τα βακτήρια που αναπτύσσονται στα ξύλινα βυθισμένα πλοία δημιουργούν ένα στρώμα προστασίας που καθυστερεί την αλλοίωση του υλικού. Τα βακτήρια που αναπτύσσονται σε μεταλλικές επιφάνειες είναι πιο επιθετικά, καθώς τρέφονται εξασφαλίζοντας ενέργεια από της χημικές αντιδράσεις του σιδήρου.
Υπάρχουν όμως και άλλοι παράγοντες που συντελούν στην κατάρρευση του Τιτανικού. Κατά το πρώτο διάστημα ενός ναυαγίου, το πλοίο συνήθως αρχίζει να διαβρώνεται από την επαφή του με το θαλασσινό νερό και τα βακτήρια σχηματίζουν ένα στρώμα γύρω του, που από τη μια αλλοιώνει το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο αλλά ταυτόχρονα σχηματίζει έναν προστατευτικό φλοιό που επιμηκύνει τη ζωή του στον βυθό. Ως εκ τούτου, οι ερευνητές γνωρίζουν ότι ένα σκουριασμένο πλοίο μαρτυρά ότι βρίσκεται στο πρώτο στάδιο της διάβρωσης, πριν αρχίζει να σχηματίζεται ο πολύτιμος αυτός φλοιός.
Οποιαδήποτε σύγκρουση με κάποιο σκληρό υλικό, όπως π.χ. μια άγκυρα που ίσως συρθεί κατά μήκος του βυθισμένου πλοίου, μπορεί να σπάσει την βακτηριδιακή «ασπίδα» εκθέτοντας εκ νέου το γυμνό μέταλλο στο θαλασσινό νερό.
Ενας ακόμα παράγοντας που επιταχύνει τη διάβρωση είναι τα καύσιμα που φτάνουν στον βυθό της θάλασσας από άλλα ναυάγια. Για παράδειγμα, η βύθιση του Deepwater Horizon της BP στον Κόλπο του Μεξικού του 2010 απελευθέρωσε εκατομμύρια γαλόνια πετρελαίου. Μεγάλο μέρος τους έφτασε σε πολύ βαθιά σημεία του ωκεανού με καταστροφικές επιπτώσεις στα γειτονικά ναυάγια.
Η αποστολή του 1991 στον βυθισμένο Τιτανικό αποκάλυψε μεγάλες στήλες σκουριάς, που στην όψη έμοιαζαν με σταλακτίτες. Μετά την ανάλυση των δειγμάτων, αποδείχθηκε ότι η σκουριά δεν είχε χημική προέλευση, όπως συνήθως, αλλά βιολογική, που σημαίνει ότι τα βακτήρια οξειδώνουν τις σιδερένιες επιφάνειες άτομο προς άτομο, μετατρέποντάς το σε σκουριά.
H εξαφάνιση του Τιτανικού θα είναι μια σημαντική ιστορική απώλεια, καθώς απαγορεύει την αναλυτική του μελέτη στο μέλλον. Ωστόσο οι αναλύσεις του ναυαγίου προσέφεραν και μια θετική αποκάλυψη: όλα τα παλιά πλοία που έχουν βυθιστεί στους ωκεανούς δεν θα σχηματίσουν αιώνιους σωρούς σκουπιδιών – τα βακτήρια, με τον τρόπο τους, έχουν τη λύση για ανακύκλωση.