Ο Τζόρνταν Χέντερσον, ο αρχηγός της Λίβερπουλ που το βράδυ της Τετάρτης σήκωσε στον ουρανό την πρώτη Κούπα πρωταθλήματος της ομάδας του μετά το 1990, κατέκτησε χθες (Παρασκευή) το βραβείο των άγγλων αθλητικών συντακτών για τον κορυφαίο παίκτη της χρονιάς: την αρχαιότερη ατομική διάκριση στο ποδόσφαιρο. Μάλιστα, με μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο (ντε Μπρόινε), αφού συγκέντρωσε το 1/4 των ψήφων.
Εγινε ο δωδέκατος παίκτης στα χρονικά του συλλόγου που απολαμβάνει αυτήν την τιμή, μετά τους Κάλαχαν, Κίγκαν, Χιούζ, Νταλγκλίς (δυο φορές), ΜακΝτέρμοτ, Ρας, Μπαρνς (δυο φορές), Νίκολ, Τζέραρντ, Σουάρες και Σαλάχ. Ο 30χρονος μέσος παρέλαβε το τρόπαιό του από τα χέρια του προπονητή του, Γιούργκεν Κλοπ, στη χθεσινή, τελευταία προπόνηση της ομάδας του για την τρέχουσα σεζόν, που ολοκληρώνεται το απόγευμα της Κυριακής.
«Ευχαριστώ για το βραβείο και το δέχομαι εκ μέρους των συμπαικτών μου, γιατί χωρίς αυτούς δεν θα κατάφερνα να φτάσω σε αυτή τη διάκριση. Τα παιδιά αυτά με έκαναν καλύτερο ποδοσφαιριστή, καλύτερο αρχηγό και καλύτερο άνθρωπο», δήλωσε με την ταπεινοφροσύνη που τον διακρίνει και στα γήπεδα ο άνθρωπος ο οποίος στους δύσκολους μήνες της καραντίνας παρακίνησε όλους τους συναδέλφους του στην εκστρατεία υπέρ του Εθνικού Συστήματος Υγείας της Βρετανίας.
Στις αρχές Μαΐου, στην αντίστοιχη ψηφοφορία του BBC, ο Χέντερσον είχε αναδειχθεί -και πάλι- σε πολυτιμότερο παίκτη του 2019-2020 στο αγγλικό πρωτάθλημα. Είναι ο θρίαμβος του ποδοσφαιριστή – «εργάτη» στην εποχή των σούπερ-σταρ. Επιπλέον, η προσωπική δικαίωση ενός φιλότιμου αθλητή που πάντα έδινε τον καλύτερό του εαυτό, αλλά ποτέ δεν ήταν αρκετό.
Ο Χέντερσον δεν γεννήθηκε στο Λίβερπουλ, δεν μεγάλωσε στο Kop, το πέταλο των φανατικών οπαδών της ομάδας, δεν έτυχε αποθεωτικής υποδοχής τον Ιούνιο του 2011, όταν ο (τότε μάνατζερ των Κόκκινων) Κένι Νταλγκλίς τον έφερε από τη Σάντερλαντ στο Ανφιλντ, σε ηλικία 21 ετών, δεν σκόρπισε ενθουσιασμό όταν εμφανίστηκε με το περιβραχιόνιο του αρχηγού, που του παρέδωσε ο Στίβεν Τζέραρντ το 2015. «Τζέραρντ, δεν θα γίνει ποτέ», προφήτευαν οι οπαδοί της ομάδας του, και μάλλον είχαν δίκιο. Στην εννιαετία που συμπλήρωσε στον σύλλογο, δεν ήταν, καν, ανάμεσα στους δέκα ή είκοσι πιο ταλαντούχους παίκτες του. Κατόρθωσε, όμως, να γίνει πολύτιμος -και ηγέτης- με τον δικό του τρόπο.
Με την εργατικότητα, την αστείρευτη ενέργεια και την αντοχή του. Με το πάθος και την αυτοθυσία του για την ομάδα. Πρωτίστως, με τη μοναδική του ικανότητα να παρακινεί τους συμπαίκτες του. Επειτα από έναν αγώνα της Λίβερπουλ με τη Γουλβς, ο Γιούργκεν Κλοπ είχε πει γι’ αυτόν: «Επαιξε τρομερά, για ακόμα μια φορά. Φώναζε σε όλους, τους κρατούσε σε εγρήγορση… Αλλά, το σημαντικό δεν είναι ότι φωνάζει ο αρχηγός. Είναι το τι λέει, πώς ωθεί τους άλλους να προσπαθήσουν περισσότερο. Αυτά που ζητά από τους συμπαίκτες του, τα κάνει πρώτος ο ίδιος. Δεν θα βρισκόμασταν στη θέση που είμαστε, αν δεν είχαμε χαρακτήρες όπως ο Τζόρνταν Χέντερσον».
Δεν είναι ο «φαντεζί» παίκτης, που με μια του περίτεχνη ενέργεια θα ξεσηκώσει την εξέδρα. Ποτέ δεν ήταν. Αυτό, όμως, δεν τον εμποδίζει να είναι ένας εξαιρετικός ποδοσφαιριστής. Ιδίως από τη στιγμή που ο Κλοπ κατάλαβε ότι έπαιζε σε λάθος θέση (εξάρι) και του ανέθεσε πιο δημιουργικά καθήκοντα, ο Χέντερσον (που έχει παίξει μέχρι και δεξί μπακ, όταν χρειάστηκε) μεταμορφώθηκε σε έναν από τους πιο ουσιαστικούς box-to-box μέσους. Εστω… παλαιάς κοπής, σαν αυτούς που συναντούσαμε συχνά στο αγγλικό ποδόσφαιρο των περασμένων δεκαετιών. Με ένα εντυπωσιακά υψηλό ποσοστό εύστοχων μεταβιβάσεων, αποτελεί τον κινητήριο μοχλό της Λίβερπουλ.
Ο ρόλος του στο γήπεδο είναι άχαρος και η δουλειά του, εν πολλοίς, αθέατη. Γι’ αυτό, όπως λένε οι «φαν» του (που όλο και πληθαίνουν), την αξία του την εκτιμάς περισσότερο… όταν απουσιάζει. Στα επτά ματς της εφετινής Πρέμιερ Λιγκ που ο «Χέντο» δεν ήταν σε θέση να αγωνιστεί, η Λίβερπουλ «πέταξε» οκτώ βαθμούς. Στα 30 που ήταν παρών, η ομάδα του έχασε, μόλις, επτά πόντους.
Για να φτάσει ως εδώ, στην καταξίωση και την αναγνώριση, ο Χέντερσον πέρασε πολλά. Από τα πρώτα του, δειλά βήματα στο «Ανφιλντ», όταν (στα 21 του) ακόμη προσπαθούσε να συνηθίσει τη βαριά φανέλα της Λίβερπουλ, κόσμος και media -ιδίως τα social media- δεν έχαναν ευκαιρία να τον κατακρίνουν. Ο «γιος του αστυνομικού από το Σάντερλαντ» ήταν, για χρόνια, το «μαύρο πρόβατο». Κι αν δεν ήταν ο ίδιος υπεύθυνος για κάθε αποτυχία, για κάθε όνειρο που δεν βγήκε αληθινό, ο «Χέντο» αντιπροσώπευε όλους τους παίκτες που θεωρούνταν «λίγοι» γι’ αυτόν τον τεράστιο σύλλογο. Μέχρι και «σακάτη» τον χαρακτήρισαν οι βάρβαροι των πληκτρολογίων, επειδή έπασχε από το σύνδρομο Osgood-Schlatter: μία χρόνια φλεγμονή στο γόνατο, που συνοδεύεται από αφόρητους πόνους. Αλλά, όπως έχει εξομολογηθεί σε συνεντεύξεις του, τίποτα δεν τον «πονούσε» περισσότερο από την άδικη κριτική.
Εμεινε στο Λίβερπουλ, και επέμεινε. Ακόμη κι όταν έμαθε, από τον Τύπο, ότι ο Μπρένταν Ρότζερς σκόπευε να τον παραχωρήσει, ως αντάλλαγμα για έναν παίκτη της Φούλαμ που ήθελε να αποκτήσει, εκείνος δεν το έβαλε κάτω. Εκείνη την εποχή, μάλιστα, έκανε τα καλύτερά του παιχνίδια με τους «Reds». Τουλάχιστον μέχρι να εμφανιστεί ο Κλοπ, ο προπονητής που πίστεψε σε αυτόν όσο κανείς άλλος. Από την πρώτη στιγμή του έκανε «κλικ», του Γερμανού, που δεν κουράζεται να διηγείται την ίδια ιστορία: «Μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018 ήθελε να επιστρέψει κατευθείαν στην προετοιμασία της ομάδας. Χρειάστηκε να δώσω μάχη για να τον πείσω, τον παλαβό, να πάει λίγες μέρες διακοπές…».
Σε συνέντευξή του στους Times ο Χέντερσον είχε παραδεχθεί οτι συνήθισε να ζει με την αμφιβολία: αν (και πόσο) αξίζει ως ποδοσφαιριστής. Και πως αυτή η μόνιμη αμφισβήτησή του τον ωθεί να ξεπερνά τα όριά του. «Καλύτερα να αμφισβητούν εμένα, παρά τους συμπαίκτες μου. Εγώ ξέρω, πια, πώς να το αντιμετωπίσω», είχε τονίσει. Τώρα, όμως, θα χρειαστεί να βρει κάποιο άλλο κίνητρο. Επειτα από τέσσερα μεγάλα τρόπαια και δύο βραβεία MVP την τελευταία διετία, ο «γιος του αστυνομικού από το Σάντερλαντ», έγινε «ο αρχηγός που όλοι θα θέλαμε να έχουμε στην ομάδα μας».