Κι όμως, υπάρχουν Ελληνες -οι κάτω των 30 ετών- που δεν τον θυμούνται. Επειδή δεν πρόλαβαν να τον δουν να περπατά στον αέρα, να πηδά αψηφώντας τον νόμο της βαρύτητας, να τα βάζει με ομάδες ολόκληρες και να τις νικά, να αγγίζει την τελειότητα σε κάθε του ματς. Δεν τον θυμούνται, επειδή πέρασαν -κιόλας- 38 χρόνια από τότε που πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα, 30 από τον κορυφαίο άθλο του (στο Ευρωμπάσκετ του ’87), 25 από την τελευταία του παράσταση με τη φανέλα του Αρη, και 23 από την αποφράδα μέρα που -τόσο άδοξα- εγκατέλειψε το μπάσκετ. Από την άλλη, όσοι τον είδαν στις Ειδήσεις ή στα φωτορεπορτάζ της εποχής να καταφθάνει στο Ελληνικό -τον Οκτώβριο του 1979- δεν μπορούν να πιστέψουν ότι εκείνο το 22χρονο παιδί με το μαλλί – αφάνα, που έμελλε να γράψει την ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, κλείνει (την Κυριακή) τα 60.
Ούτε πώς γράφεται το επώνυμό του δεν γνωρίζαμε, τότε. «Ηρθε από την Αμερική ο μεγαλύτερος Ελληνας μπασκετμπωλίστας Νικ Γκάλλης, συνοδευόμενος από τον Εφορο μπάσκετ του Αρεως κ. Τσιλιγκαρίδη», ανέφερε (20/10/1979) η εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ. Λίγες μέρες νωρίτερα (30 Σεπτεμβρίου), το ρεπορτάζ για την υπογραφή του συμβολαίου του (στις ΗΠΑ) είχε τίτλο: «Ο περίφημος Γκάλις υπέγραψε στον Αρη». Γκάλης με «η» και ένα «λ» έγινε αμέσως μετά τον πρώτο του αγώνα στην Ελλάδα (Αρης – Ηρακλής στο «Αλεξάνδρειο», στις 2 Δεκεμβρίου 1979), στο οποίο «ο Γκάλης έπαιξε πολύ ατομικά και έκανε άφθονα άστοχα σουτ». Αυτή ήταν η πρώτη εντύπωση για ‘κείνον, κι ας πέτυχε 30 πόντους στην παρθενική του εμφάνιση.
Στις παρααθλητικές στήλες της εποχής, κυριαρχούσε το… κουτσομπολιό για το ύψος του. Οι άνθρωποι του Αρη που είχαν πάει στο αεροδρόμιο για να τον υποδεχθούν -μεταξύ των οποίων και ο Βαγγέλης Αλεξανδρής, ως αρχηγός της ομάδας- έλεγαν στον Τύπο ότι περίμεναν να αντικρύσουν ένα «θηρίο» κοντά στο 1,95. Οταν τους πλησίασε ο ύψους 1,83 ντροπαλός και λιγομίλητος απόφοιτος του Seton Hall, έπαθαν «σοκ». Αλλά, δεν τον είχαν «μετρήσει» σωστά. Το ίδιο είχε πάθει και ο Ρεντ Αουερμπαχ, ο κόουτς των Μπόστον Σέλτικς που τον είχε επιλέξει ως νούμερο 68 στο draft του ΝΒΑ το 1979, αλλά τον «έκοψε» εξαιτίας ενός τραυματισμού του στο summer camp. «Ηταν το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας μου», παραδέχτηκε μερικά χρόνια αργότερα.
Για το πρώτο παιδί του Γιώργου και της Στέλλας Γεωργαλή, φτωχών μεταναστών από τη Ρόδο και τη Νίσυρο, που γεννήθηκε στο Νιού Τζέρσι (23 Ιουλίου 1957), είχαν μάθει τα καλύτερα και ο Ολυμπιακός με τον Παναθηναϊκό. Λογικό, αφού -εκτός των άλλων- ο Γκάλης είχε παίξει με τον τρανό Λάρι Μπερντ στο All Star Game του κολεγιακού πρωταθλήματος, και είχε… οργιάσει ενώπιον του «μεγάλου λευκού» του αμερικανικού μπάσκετ. Τον διεκδίκησαν, ιδίως ο Παναθηναϊκός, όμως ο ίδιος ο Νικ διάλεξε τον Αρη. «Ποιος είναι ο πρωταθλητής; Σε αυτόν θα πάω». Και πήγε, με 35.000 δολάρια το χρόνο, επιπλωμένο σπίτι, αυτοκίνητο και… ένα γεύμα την ημέρα, σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής. Για δύο χρόνια, αλλά έμεινε 13.
Ο άνθρωπος που δεν έγινε πυγμάχος επειδή η μητέρα του δεν άντεχε να τον βλέπει να επιστρέφει στο σπίτι ματωμένος και με μελανιές, οδήγησε τους «κίτρινους» της Θεσσαλονίκης στην κατάκτηση οκτώ Πρωταθλημάτων και έξι Κυπέλλων Ελλάδος. Στην αρχή με το νούμερο 7 στη φανέλα κι έπειτα, όταν αποχώρησε ο Μιχάλης Γιαννουζάκος, με το αγαπημένο του «6». Αλλά το μεγάλο του όνειρο, η κατάκτηση ενός Ευρωπαϊκού, δεν πραγματοποιήθηκε, έστω κι αν ο Αρης έφτασε στο Φάιναλ Φορ τρεις φορές. Η Ιστορία αδίκησε τον Γκάλη του Αρη, όμως τον Γκάλη της Εθνικής τον τίμησε όπως του έπρεπε.
Βρέθηκε να παίζει στην Εθνική, επειδή -όπως λένε οι Αμερικανοί- ποτέ δεν αφήνεις μία ασήμαντη λεπτομέρεια να σου χαλάσει μία ωραία ιστορία. Ο -τότε- αντιπροέδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης, Αγης Κυνηγόπουλος, κατάφερε (το 1980) να εξασφαλίσει στον Γκάλη μία ελληνική ταυτότητα, με την πολύτιμη βοήθεια του κοινοτάρχη Τριλόφου Θεσσαλονίκης. Ο Νικ ήταν, πλέον, ο Νικόλαος Γεωργαλής, σπουδαστής, που γεννήθηκε στο Τρίλοφο και κατοικούσε στην οδό Δημητρίου Γούναρη, στον αριθμό 36. Χάρη στην παραποίηση μιας «λεπτομέρειας», ο Γκάλης κατόρθωσε να τηρήσει την υπόσχεσή του. Οπως αποκάλυψε τον Μάρτιο του 2013 σε ραδιοφωνική του συνέντευξη (ΣΚΑΪ), «μόλις πάτησα το πόδι μου στην Ελλάδα είπα ότι αυτή τη χώρα θα την κατακτήσω».
Στις 6 Μαΐου 1980 πραγματοποίησε το ντεμπούτο του με την Εθνική ομάδα, στο Προολυμπιακό τουρνουά του Βεβέ στην Ελβετία. Χάσαμε από τους Σουηδούς (79-71), όμως εκείνος είχε σημειώσει 25 πόντους. Επτά χρόνια αργότερα έβαζε 40, στον μεγάλο τελικό του Ευρωμπάσκετ απέναντι στην πανίσχυρη Σοβιετική Ενωση, και ανέβαζε την Ελλάδα στην κορυφή του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Το καλάθι που πετυχαίνει ανάμεσα σε τρεις σοβιετικούς παίκτες (Ταρακάνοφ, Πανκράσκιν, Τιχονένκο), με τριπλό σπάσιμο μέσης στον αέρα, είναι το απόλυτο highlight της γεμάτης απίθανες ενέργειες καριέρας του.
Αναδείχθηκε 11 φορές πρώτος σκόρερ του ελληνικού πρωταθλήματος, δύο φορές πρώτος σκόρερ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, τέσσερις φορές πρώτος σκόρερ σε Ευρωμπάσκετ και μία σε Μουντομπάσκετ, έχει πετύχει 62 πόντους σε αγώνα Πρωταθλήματος, και 57 σε ευρωπαϊκό – τα φοβερά ρεκόρ του θα στέκουν ακατάρριπτα για πολύ καιρό ακόμη.
Ο Γκάλης, όμως, δεν είναι οι νίκες του, ούτε τα τρόπαιά του. Ολα μαζί τα δεκάδες «θαύματά» του δεν αρκούν για να περιγράψουν το τεράστιο του μέγεθος. Ο Γκάλης, εκτός από υπεραθλητής, είναι ένα φαινόμενο εντελώς ξένο προς την Ελλάδα των ’80s. Εντελώς ξένο προς την Ελλάδα, γενικώς.
Οι επιτυχίες του δεν είχαν καμία σχέση με τις αρετές της μπασκετικής μας φυλής: την άμυνα, την αντοχή, την πονηριά, τα τρικ, τον πατριωτισμό, τον ηρωισμό, την ικανότητα της προσαρμογής. Ο Γκάλης ήταν αυτό που κανένας άλλος Ελληνας δεν υπήρξε: ένας στυγνός επαγγελματίας, ο οποίος προσπαθούσε διαρκώς να βελτιώνει το τέλειο παιχνίδι του, δουλεύοντας όλο και πιο σκληρά καθώς ανέβαινε την κλίμακα της αναγνώρισης. Ηταν ένας σούπερ σταρ που δεν έδινε οδηγίες, συμβουλές ή εντολές -στην ομάδα ή στους συμπαίκτες του- αλλά τους ανάγκαζε όλους, με τον τρόπο του, να ακολουθούν τους δικούς του ρυθμούς. Ενας ψυχρός, αγέλαστος και αμίλητος άνθρωπος που δεν έκανε δημόσιες σχέσεις, δεν είχε την ανάγκη να τον αγαπούν, δεν άφηνε κανέναν να δει τι έκρυβε στην ψυχή του. Για ‘κείνον, τίποτα δεν είχε σημασία πέρα από την Τέχνη του. Είναι απίστευτο, το ότι μια ολόκληρη χώρα υποκλίθηκε σε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που η ίδια -και ο καθένας μας ξεχωριστά- ποτέ δεν επέλεξε ως δικές της αρετές.
Το ελληνικό μπάσκετ υπήρχε και πριν από τον Νικ. Αλλά, εκείνος μας έκανε να το λατρέψουμε. Τόσο πολύ, ώστε επί τριάντα χρόνια να το διατηρούμε στις διεθνείς κορυφές – αν και με έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό από τον δικό του, τον μοναδικό. Η «χρυσή» δεκαπενταετία του Γκάλη έκανε το μπάσκετ θρησκεία, το έβαλε στη ζωή όλων μας. Τα παιδιά της εποχής του έγιναν δικά του τέκνα, έστω κι αν ήταν αδύνατο να μοιάσουν στον «εξωγήινο» αθλητικό τους πατέρα.
Το άδοξο τέλος του συνδέθηκε με τρία πρόσωπα: Γιώργος Βασιλακόπουλος, Θεόφιλος Μητρούδης, Κώστας Πολίτης. Τον Νοέμβριο του 1991 ο Νικ επικαλέστηκε προσωπικούς λόγους και δεν πήγε με την Εθνική στα προκριματικά του Ευρωμπάσκετ της Γερμανίας. Στο επόμενο προσκλητήριο, τον Μάιο του 1992, οι σχέσεις του με τον πρόεδρο της ΕΟΚ είχαν ψυχρανθεί. Με μία λιτή ανακοίνωση αποχαιρέτησε την Εθνική. Εκείνες τις ημέρες έδωσε και το τελευταίο του παιχνίδι με τη φανέλα του Αρη (στον τελικό Κυπέλλου με την ΑΕΚ στο ΣΕΦ), αρνούμενος τη μείωση των αποδοχών του που του είχε ζητήσει ο (νέος) πρόεδρος Μητρούδης.
Τον Ιούλιο του ’92 κατηφόρισε στον Παναθηναϊκό, που εκείνη την περίοδο προσπαθούσε να ξαναβρεί τη χαμένη του αίγλη στα χέρια των Γιαννακόπουλων. Στο ελληνικό μπάσκετ κυριαρχούσε, πλέον, ο Ολυμπιακός του Σωκράτη Κόκκαλη. Ο Γκάλης έπαιξε στους «πράσινους» δύο ολόκληρες σεζόν, πήγε και σε Φάιναλ Φορ, αλλά δεν πήρε το Ευρωπαϊκό ούτε αυτή τη φορά. Δεν το πήρε ποτέ. Στις 18 Οκτωβρίου 1994, στον αγώνα Αμπελοκήπων-Παναθηναϊκού στο κλειστό του Μετς, το όνομα του Γκάλη αναφέρθηκε για τελευταία φορά σε φύλλο αγώνα. Ο Κώστας Πολίτης δεν τον είχε συμπεριλάβει στην αρχική πεντάδα και ο «γκάνγκστερ» αποχώρησε από το γήπεδο, κλείνοντας άδοξα μια μυθική καριέρα.
Του έχουν κάνει δεκάδες κομπλιμέντα, κατά καιρούς. Τα δύο πιο επιτυχημένα προήλθαν από δύο ξένους προπονητές. Το ένα, από τον Ολλανδό Pουντ Xάρεβαϊν: «Ξέρω έναν τρόπο να σταματήσουμε τον Γκάλη: να τον κλειδώσουμε στο ξενοδοχείο». Το άλλο, από τον Πολωνό Βόιτσεκ Κραϊκόφσκι: «Είπα στους παίκτες μου πώς θα μαρκάρουμε τους τέσσερις παίκτες του Αρη και κάναμε τα σχέδιά μας. Για τον Γκάλη, κάναμε… την προσευχή μας».
Ο Νικ σβήνει, σήμερα, 60 κεράκια. Και το ελληνικό μπάσκετ του ανάβει μια λαμπάδα: 1,83, ίσα με το μπόι του.