Ηταν πολύ παράξενος αυτός ο τελικός… Μια μαύρη τρύπα στο χρόνο. Στην ουσία, δεν ανήκε στην περασμένη σεζόν – αρκετοί παίκτες και από τις δύο φιναλίστ έχουν, ήδη, αποχωρήσει, ή ετοιμάζουν βαλίτσες. Αλλά, ούτε στη νέα (που άρχισε μερικές ώρες πριν από την έναρξή του!), αφού οι ομάδες δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα μεταγραφικά τους αποκτήματα. Εμοιαζε με ένα… επίσημο φιλικό ματς, και το έπαθλο για τον προπονητή που θα κατόρθωνε να διαχειριστεί καλύτερα αυτόν τον παραλογισμό ήταν το Κύπελλο Ελλάδας.
Το κέρδισε εκείνος που (θεωρητικά) είχε το μεγαλύτερο πρόβλημα. Από τον Ολυμπιακό του Πέδρο Μαρτίνς απουσίαζαν, ο Ελαμπντελαουί, ο Τσιμίκας, ο Γκιγιέρμε, ο Σεμέδο (ταλαιπωρήθηκε από τον κορονοϊό) και ο τραυματίας Σα. Πέντε βασικότατα στελέχη της μεσοαμυντικής του γραμμής, τη σεζόν που ολοκληρώθηκε. Για μια ακόμη φορά, ο Πορτογάλος… έβγαλε λαγούς από το καπέλο.
Κατέκτησε τη νίκη -και το τρόπαιο- με τον Τζολάκη κάτω από τα δοκάρια (έναν 18χρονο, εντελώς άπειρο τερματοφύλακα, τον οποίο κράτησε στου Ρέντη, επιμένοντας να μη δοθεί δανεικός σε άλλη ομάδα), με τον Τοροσίδη στο τελευταίο ματς της καριέρας του, με τον Μπα που υπήρχε για να συμπληρώνεται ο αριθμός των στόπερ, με τον «τελειωμένο» Μπρούνο ως… δεξί μπακ, και με τον Φορτούνη στον πάγκο, επειδή προτίμησε να παρατάξει δύο «καθαρόαιμους» εξτρέμ. Και δικαιώθηκε. Ο ένας (Ραντζέλοβιτς) σκόραρε το «χρυσό» γκολ, ενώ ο άλλος (Μασούρας) πρωταγωνίστησε στη φάση του πέναλτι (που έχασε ο Ελ Αραμπί). Εχει αυτήν την καταπληκτική ικανότητα, ο Μαρτίνς, να εμφανίζει κατά καιρούς ποδοσφαιριστές παροπλισμένους, σχεδόν ξεχασμένους, κι εκείνοι να γίνονται «ήρωες» της βραδιάς, μέχρι να χαθούν στον πάγκο και πάλι.
Ο Ολυμπιακός νίκησε, επειδή οι παίκτες του -ο κάθε ένας χωριστά και όλοι μαζί- ήταν πιο έτοιμοι, σωματικά και πνευματικά, από εκείνους της ΑΕΚ. Γιατί ήξεραν, ακριβώς, τι έπρεπε να κάνουν στο γήπεδο, και με ποιο τρόπο. Με μια πειραματική ενδεκάδα που δεν έχουμε ξαναδεί -ούτε πρόκειται να ξαναδούμε στο μέλλον- οι «ερυθρόλευκοι» δεν σαγήνευσαν με το παιχνίδι τους, όμως ολοκλήρωσαν τη δουλειά με επιτυχία. Με οργάνωση, πειθαρχία, σοβαρότητα και αυτοπεποίθηση: στοιχεία που τους χαρακτήριζαν σε όλη τη διάρκεια της σεζόν, ακόμη και στα ματς που η ομάδα δεν «τραβούσε».
Απέναντι στον Ολυμπιακό, που έπαιξε όσο καλά χρειαζόταν για να νικήσει, η ΑΕΚ ήταν χειρότερη απ’ ό,τι την περίμενε και ο πιο απαισιόδοξος οπαδός της. Με εξαίρεση τον Μάνταλο, που έτρεχε ασταμάτητα, και τον Σιμόες, που προσπάθησε να περάσει μπαλιές στην επίθεση, οι παίκτες της δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Πρώτοι απ’ όλους απογοήτευσαν οι δύο «αστέρες» της, ο Λιβάγια και ο Ολιβέϊρα, που τούτες τις μέρες διαπραγματεύονται τις ανανεώσεις των συμβολαίων τους, αξιώνοντας τον διπλασιασμό των αποδοχών τους. Ο Κροάτης εξουδετερώθηκε από τον Μπρούνο, που ήταν ο προσωπικός του αντίπαλος λόγω της λειψανδρίας στην άμυνα του Ολυμπιακού, ενώ ο Πορτογάλος… εξαφανίστηκε από μόνος του.
Εξαιρετικοί ποδοσφαιριστές, και οι δύο. Ουδείς αμφιβάλλει για τις τεχνικές τους αρετές. Ο Λιβάγια, μάλιστα, ήταν ο «παίκτης της χρονιάς». Αλλά η απόδοσή τους μοιάζει με ζαριά σε τυχερό παιχνίδι. Ή του ύψους, ή του βάθους. Καμία σχέση με τους ηγέτες, τις έντονες προσωπικότητες που χρειάζονται οι ομάδες οι οποίες διεκδικούν τρόπαια και σπουδαίες προκρίσεις. Δεν έχει τέτοιους αθλητές η ΑΕΚ, και ίσως αυτό να είναι το μεγάλο της πρόβλημα – πιο σοβαρό και από το έλλειμμα ποιότητας που φαίνεται να υπάρχει (σε σχέση με τον Ολυμπιακό).
Η ΑΕΚ του 2018, που κατέκτησε το πρωτάθλημα, είχε τρεις τέσσερις παίκτες προσωπικότητες: τον Λάζαρο Χριστοδουλόπουλο, τον Τάσο Μπακασέτα, τον Σέρχιο Αραούχο, τον Βασίλη Λαμπρόπουλο. Αλλά τώρα, δεν υπάρχει κανείς για να παρασύρει τους υπόλοιπους. Επιπλέον, οι «κιτρινόμαυροι» έχουν χάσει τη φλόγα τους: αυτή που τους είχε οδηγήσει σε υπερβάσεις αξιοθαύμαστες. Μετά την κατάκτηση ενός Κυπέλλου και ενός Πρωταθλήματος, η «ιερή οργή» που τους ωθούσε στα πρώτα χρόνια μετά την επιστροφή στη Σούπερ Λιγκ, ξεθύμανε. Η ΑΕΚ δεν επένδυσε στο «πικ» της, που ήταν η πρόκρισή της στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ, και άρχισε να κάνει βήματα προς τα πίσω. Το χειρότερο είναι, οτι αυτό δεν φαίνεται να ενοχλεί την ηγεσία του συλλόγου, που έχει στρέψει την προσοχή της στην αποπεράτωση της «Αγιά Σοφιάς». Σπουδαίο έργο -πιο σημαντικό από κάθε τίτλο-, όμως το νέο γήπεδο δεν θα γεμίσει, αν οι οπαδοί είναι απογοητευμένοι από την ομάδα.
Η ΑΕΚ ηττήθηκε από τον Ολυμπιακό για τέταρτη φορά σε πέντε αγώνες, εφέτος, με συνολικό σκορ 1-8, και έγινε η πρώτη ομάδα στα χρονικά του Κυπέλλου Ελλάδας που απέτυχε σε τέσσερις διαδοχικούς τελικούς. Επειτα από μια μετριότατη σεζόν θα έπρεπε, λογικά, να έχει τεράστιο κίνητρο για να «αρπάξει» το Κύπελλο από τον… μισό Ολυμπιακό, όμως τέτοια αποφασιστικότητα δεν έδειξε στο «Πανθεσσαλικό», πράγμα που βάζει στο στόχαστρο της κριτικής και τον Καρέρα. Η ομάδα που κέρδιζε τα ντέρμπι με πολύ πιο φτωχό ρόστερ, έχει ξεμάθει να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τα μεγάλα, καθοριστικά παιχνίδια.
Ο Βασίλης Τοροσίδης, που αγωνίστηκε ως αριστερός μπακ, ήταν «το πρόσωπο του τελικού». Δυστυχώς, το «αντίο» του ήταν βουβό, χωρίς το χειροκρότημα που άξιζε η ένδοξη καριέρα του στην Ελλάδα και την Ιταλία (Ρόμα, Μπολόνια). Αποχωρεί, στα 35 του, έχοντας κατακτήσει (με τη φανέλα του Ολυμπιακού) επτά τίτλους πρωταθλήματος, τέσσερα Κύπελλα και ένα Σούπερ Καπ Ελλάδας, κι έχοντας συμπληρώσει 101 συμμετοχές στην Εθνική Ανδρών. Τα πρώτα του βήματα στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο τα έκανε στην Ξάνθη, το 2002. Τις μέρες που γεννιόταν ο Κώστας Τζολάκης, συμπαίκτης του στον τελευταίο του θρίαμβο.