Αυτή τη φορά, ο ήπιος χειμώνας που περνάμε, και το γεγονός ότι οι Βορειοευρωπαίοι φοβούμενοι τις επιπτώσεις του πολέμου γέμισαν τις αποθήκες ενέργειας με φυσικό αέριο, πετρέλαιο και καύσιμα (σε ποσοστό 95%) και όπως τώρα εκτιμούν θα περισσέψει ποσοστό 20% των αποθεμάτων και για τον επόμενο χειμώνα, γκρέμισαν τις τιμές ρεκόρ του περασμένου καλοκαιριού.
Ομως τα νοικοκυριά και οι καταναλωτές εξακολουθούν να «πονάνε» από την αλυσίδα των ανατιμήσεων που έφτασε στα τελικά προϊόντα και κυρίως στα τρόφιμα, παρά το γεγονός ότι και αυτός ο δείκτης αρχίζει να «ξεφουσκώνει».
Αυτό όμως που ήρθε για να μείνει, το φαινόμενο που μέχρι σήμερα έχει περάσει κατά κάποιο τρόπο στα… ψιλά, ότι όλος αυτός ο συνδυασμός παραγόντων: ο πόλεμος που δεν λέει να τελειώσει, η έκρηξη των τιμών που επηρεάζει και τα διαρκή αγαθά, η αύξηση των επιτοκίων και η στροφή των επενδυτών σε σταθερές πηγές εισοδήματος με πρώτα τα ακίνητα, έχουν οδηγήσει στην αύξηση του κόστους στέγασης των νοικοκυριών στα ύψη.
Η δείκτης κόστους στέγασης της ΕΛΣΤΑΤ αυξήθηκε την περασμένη χρονιά κατά 25% και είναι πιο ψηλά κι από τα τρόφιμα που σύμφωνα με το δείκτη τιμών ειδών διατροφής και πρώτης ανάγκης αυξήθηκε κατά 19%.
Ειδικά για τα τρόφιμα η βασική αιτία ανόδου των τιμών είναι ο πόλεμος καθώς η Ρωσία και η Ουκρανία είναι από τους μεγαλύτερους παραγωγούς σιταριού σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οπως σημειώνει στην ανάλυση του φαινομένου του πληθωρισμού το τμήμα μελετών της Alpha Βank, πλέον «το σημείο κορύφωσης του πληθωρισμού έχει παρέλθει και έχει ξεκινήσει σταδιακά η καθοδική του πορεία».
Ωστόσο, ο βαθμός εξομάλυνσης του επιπέδου τιμών εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την έκταση της μετακύλισης της ανόδου των τιμών στις λοιπές κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών (pass through), μέσω του αυξημένου κόστους παραγωγής αλλά και των μισθών.
Σε αυτή τη διαδικασία όλες οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι μέσω των αγορών και της κάμψης της ζήτησης ενεργειακών προϊόντων θα συνεχιστεί η αποκλιμάκωση στις τιμές φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, οι τιμές των τροφίμων τουλάχιστον θα σταθεροποιηθούν αλλά το κόστος της στέγασης που επηρεάζεται κατά κύριο λόγο από τα ενοίκια και δευτερευόντως από τα κοινόχρηστα έξοδα και το κόστος επισκευών θα παραμείνει σε ένα υψηλότερο σκαλοπάτι από αυτό που βρισκόταν το φθινόπωρο του 2021 όταν ξεκίνησε η κούρσα του πληθωρισμού.
Από το 2% στο 12,1%
Για την ιστορία ο πληθωρισμός στην Ελλάδα, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (που προσφέρεται για συγκρίσεις με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις) βρισκόταν στο 2%, τον Οκτώβριο του 2021 και στη συνέχεια αυξήθηκε με επιταχυνόμενο ρυθμό. Κατέγραψε μάλιστα διψήφια ποσοστά μεταβολής από τον Μάιο του 2022 και μετά, φθάνοντας τον Σεπτέμβριο στο 12,1% .
Με αυτή την πορεία ο πληθωρισμός, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), διαμορφώθηκε σε 9,3% κατά μέσο όρο το 2022.
Η εξέλιξη αυτή μπορεί να συγκριθεί μόνο με την εξέλιξη του τιμαρίθμου κατά την περίοδο της δραχμής καθώς η ετήσια άνοδος των τιμών είναι η υψηλότερη που έχει καταγραφεί τα τελευταία 27 χρόνια στην Ελλάδα.
Πότε άρχισε η πτώση
Από τον Οκτώβριο όμως του 2022, ο ρυθμός ανόδου του πληθωρισμού αποκλιμακώθηκε σταδιακά, σε 9,5% σε ετήσια βάση τον Οκτώβριο, 8,8% τον Νοέμβριο και 7,6% τον Δεκέμβριο και συνεχίζει να πέφτει κυρίως λόγω της αποκλιμάκωσης των τιμών της ενέργειας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου έχουν μειωθεί τους τελευταίους πέντε μήνες (σύγκριση μεταξύ 25.8.2022 και 23.1.2023) κατά 80% και 12%, αντίστοιχα.
Η εξίσωση της επιβίωσης
Σύμφωνα με έρευνες της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπανούν το 20% του προϋπολογισμού τους κατά μέσο όρο για ενοίκιο.
Το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 58% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 29,0%.
Γι΄αυτό το λόγο έχει τεράστια σημασία πώς διαμορφώεται το κόστος στέγασης των νοικοκυριών σε συνδυασμό με τις δαπάνες για είδη διατροφής