Ο Βασίλης Σπανούλης με κοστούμι, σαν ψέματα... | ΙΝΤΙΜΕ/ ΒΗΧΟΣ ΝΙΚΟΣ/ CreativeProtagon
Επικαιρότητα

Ο Σπανούλης με κοστούμι – τι κρίμα για το μπάσκετ!

Με μια τελετή α λα ΝΒΑ, αντάξια του σπουδαιότερου μπασκετμπολίστα που φόρεσε, ποτέ, την ερυθρόλευκη φανέλα, ο Βασίλης Σπανούλης πέρασε στην Ιστορία πλήρης τροπαίων και προσωπικών ρεκόρ. Αλλά όποιος θέλει να τον περιγράψει σε ένα παιδί που δεν τον είδε να παίζει, ας μην αρχίσει να του αραδιάζει αριθμούς. Θα τον αδικήσει. Ας του μιλήσει για όσα τον έκαναν να ξεχωρίζει ακόμη και από τα υπόλοιπα «ιερά τέρατα» της εποχής του
Sportscaster

Τον έβλεπες με το κοστούμι του -τελευταία λέξη της μόδας- και ήθελες να του φωνάξεις: «Βασίλη, μας ξεγέλασες. Μας είχες κάνει να πιστέψουμε πως θα έπαιζες μπάσκετ για πάντα, όμως έφυγες τόσο ξαφνικά…».

Από την άλλη, ήταν ολοφάνερο ότι κι εκείνος ένιωθε άβολα. Θα προτιμούσε να φοράει τη φόρμα του, όπως οι (πρώην) συμπαίκτες του που κάθονταν απέναντί του, και να ετοιμάζεται για την προπόνηση εν όψει της πρεμιέρας του Ολυμπιακού στην Ευρωλίγκα 2021-2022, την Παρασκευή με αντίπαλο την Μπασκόνια. Αλλά τον «πρόδωσε» κι αυτόν το σώμα του. Οι τραυματισμοί, που τελευταία εμφανίζονταν όλο και πιο συχνά, τον υποχρέωσαν να γράψει έναν βιαστικό επίλογο στη μυθική του καριέρα.

Η τελετή του αποχαιρετισμού ήταν σαν αυτές που βλέπουμε στο ΝΒΑ. Αντάξια του σπουδαιότερου μπασκετμπολίστα που φόρεσε, ποτέ, την ερυθρόλευκη φανέλα. Λαμπρή και συγκινητική. Μια μικρή αναδρομή της τεράστιας πορείας του. Ο ίδιος «θυμήθηκε» (από καρδιάς, χωρίς τη βοήθεια σημειώσεων) ανθρώπους και στιγμές, ενώ τα βίντεο – άλμπουμ που είχε ετοιμάσει η ΚΑΕ Ολυμπιακός έκαναν πολλά μάτια να δακρύσουν. Ιδίως το πρώτο, «ντυμένο» με το τραγούδι «Ψέματα» του Νίκου Πορτοκάλογλου.

Ηταν εκεί, δίπλα του, η σύζυγός του, Ολυμπία Χοψονίδου, τα έξι «Σπανουλάκια» τους, η μητέρα και ο αδερφός του, σύσσωμος ο μπασκετικός Ολυμπιακός (από τους ιδιοκτήτες μέχρι τον τελευταίο υπάλληλο) και όλα του τα τρόπαια σε παράταξη. Ακουσε λόγια αποθεωτικά από προσωπικότητες του σπορ, με μεγαλύτερο «παράσημο» το μήνυμα του Γιάννη Αντετοκούνμπο: «χωρίς τον Νίκο (Γκάλη) δεν θα υπήρχε ο Βασίλης (Σπανούλης), και χωρίς τον Βασίλη δεν θα υπήρχε ο Γιάννης (Αντετοκούνμπο)». Αποχωρεί δοξασμένος, με αμέτρητες διακρίσεις, και πλούσιος.

Θα ‘πρεπε να είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του Κόσμου. Αλλά όσοι γνωρίζουν καλά τον 39χρονο Λαρισαίο, ξέρουν πως η ζωή που άφησε πίσω του, ήδη, του λείπει αφάνταστα: ο ανταγωνισμός, η αδρεναλίνη, οι προκλήσεις, οι υπερβάσεις, οι «μάχες» που κερδήθηκαν ή χάθηκαν, αλλά δόθηκαν μέχρι τέλους. Και, πάνω απ’ όλα, τα νικητήρια σουτ της τελευταίας στιγμής. Αυτά που σήκωναν το γήπεδο στο πόδι, και του έδωσαν το προσωνύμιο «Kill-Bill».

Οι τίτλοι του, αμέτρητοι. Το ίδιο και οι ατομικά του ρεκόρ: πρώτος σκόρερ και πασέρ της Ευρωλίγκας, και δεκάδες ακόμη. Αλλά, όποιος θέλει να εξηγήσει σε ένα παιδί που δεν τον πρόλαβε, ποιος ήταν ο Σπανούλης, ας μην αρχίσει να του αραδιάζει αριθμούς. Θα τον αδικήσει. Ας του μιλήσει για τη δύναμη της ψυχής του, την προσωπικότητα, την επιδραστικότητα και τα ηγετικά του χαρακτηριστικά. Για όλα αυτά που τον έκαναν να ξεχωρίζει ακόμη και από τα υπόλοιπα «ιερά τέρατα» της εποχής του.

Για τον παίκτη που διέβη τον Ρουβίκωνα, μόνο και μόνο για να γίνει πρωταγωνιστής. Εγκατέλειψε το ασφαλές περιβάλλον του Παναθηναϊκού (του Ζέλικο Ομπράντοβιτς), για να πάει στον Ολυμπιακό που είχε να κερδίσει το πρωτάθλημα από το 1997. Με μια μεταγραφή που είχε ανακοινωθεί στο ημίχρονο ενός τελικού Παγκοσμίου Κυπέλλου (2010).

Για τον 28χρονο -τότε- αθλητή, ο οποίος πήρε τον Ολυμπιακό από το χέρι και τον οδήγησε σε θριάμβους που δεν είχε, καν, ονειρευτεί, μεταβάλλοντας την ισορροπία δυνάμεων στο ελληνικό, αλλά και το ευρωπαϊκό μπάσκετ.

Για τον άνθρωπο που, όπου κι αν αγωνίστηκε (Λάρισα, Μαρούσι, Παναθηναϊκό, ΝΒΑ, πάλι Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό), το έκανε καταθέτοντας σε κάθε ματς την τελευταία του ανάσα.

Για τον «V-Span» που δεν «λύγισε» μπροστά στην πιο εχθρική εξέδρα. Οχι μόνο στο ΟΑΚΑ, όπου όλοι πίστευαν πως «έφυγε για τα λεφτά», αλλά και στο ΣΕΦ, όπου για πολλά χρόνια είχαν την εντύπωση ότι «ήρθε για τα λεφτά». Εκείνος έκλεινε τ’ αυτιά του και… πυροβολούσε τρίποντα.

Είτε τον χειροκροτούσαν είτε τον αποδοκίμαζαν, ο Σπανούλης έπαιρνε ενέργεια από τον κόσμο. Ηταν πολύ άδικο για ‘κείνον, που η πανδημία τον υποχρέωσε σε ένα άδοξο και βουβό φινάλε. Εκείνος ο πόντος που σκόραρε στις 9 Απριλίου, 33″ πριν από το τέλος του (αδιάφορου) αγώνα Ολυμπιακού – Χίμκι στο έρημο ΣΕΦ, ήταν ο τελευταίος του — τότε δεν το γνώριζε ούτε ο ίδιος. Αλλά, όπως υποσχέθηκαν οι αδελφοί Αγγελόπουλοι, θα δοθεί η ευκαιρία να τον αποχαιρετήσουμε όπως του πρέπει, και να τον ευχαριστήσουμε: για όσα πρόσφερε στο ελληνικό μπάσκετ, για τις συγκινήσεις που μας χάρισε, για τα χιλιάδες παιδιά που έπαιξαν με την πορτοκαλί μπάλα, θέλοντας να του μοιάσουν.

Στο φιλικό ματς του Ολυμπιακού με μια μεγάλη ευρωπαϊκή ομάδα, που θα διεξαχθεί προς τιμήν του τον επόμενο Σεπτέμβριο στο ΣΕΦ, οι οπαδοί των «ερυθρόλευκων» οφείλουν να του ζητήσουν «συγγνώμη», που άργησαν τόσο πολύ να τον πιστέψουν. Την ομάδα τους την αγάπησε, όσο καμία άλλη. Γι’ αυτό, άλλωστε, παρέμεινε σε αυτή μέχρι το τέλος, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη με τους υπόλοιπους λαοπρόβλητους αρχηγούς της: τον Στιβ Γιατζόγλου, τον Αργύρη Καμπούρη, τον Γιώργο Σιγάλα, τον Μίλαν Τόμιτς, τον Θοδωρή Παπαλουκά…

Από τη γειτονιά του μπάσκετ, ευτυχώς, δεν θα τον χάσουμε. Δεν μπορεί να ζήσει μακριά της. Θα τον συναντήσουμε σε κάποιο άλλο ρόλο, είτε με τα «ερυθρόλευκα», είτε με τα «γαλανόλευκα». Ολοι λένε ότι θα μπορούσε να γίνει και καλός κόουτς. Αρκεί να καταφέρει να… σκοτώσει τον παίκτη μέσα του. Να μην κρίνει τους αθλητές που θα πέσουν στα χέρια του, με μέτρο τον εαυτό του.