Από αριστερά, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκος Καζαντζάκης | Intimenews / APE / CreativeProtagon
Επικαιρότητα

Ο Σεφέρης στην Αμοργό, ο Καμύ στη Δήλο

Εκτός από πηγές έμπνευσης για σπουδαίους ποιητές και πεζογράφους, τα ελληνικά νησιά υπήρξαν και «καταφύγιο» για πολλούς από αυτούς, σύμφωνα με δικές τους περιγραφές σε ημερολόγια και επιστολές
Protagon Team
Ο Σεφέρης στην Αμοργό: «Ωραία θάλασσα για μπάνιο»

Εκτός από τον αγαπημένο Πόρο («αυτή την εξοχή την περίμενα μήνες και μήνες» έγραφε τη Μεγάλη Παρασκευή του 1940), το Αιγαίο προσφέρει στον Γιώργο Σεφέρη ένα ολόκληρο πεδίο για βιώματα, συγκινήσεις και παρατηρήσεις. Στις 24 Αυγούστου 1961 φθάνουν με τη Μαρώ στην Αιγιάλη της Αμοργού, για να καταλύσουν στο ξενοδοχείο «Μικέ», όπως διαβάζουμε στις «Μέρες Η’» (εκδ. Ικαρος, 2018): «Ηρθαμε Δευτέρα βράδυ με το “Μαριλένα”, 10-11 ώρες ταξίδι. Η μηχανή για ηλεκτρικό έχει καεί. Κεριά και λάμπες πετρελαίου – άλλοι ρυθμοί ζωής, συντονισμένοι με το φως της μέρας. Το μέρος όπου ήρθαμε ολωσδιόλου άγονη γραμμή και ωραία βράχια. Δωμάτιο πάνω στη θάλασσα. Τη νύχτα ακούς ρόγχο κυμάτων όπως αν ταξίδευες. Κάτοικοι ξενοδοχείου ένας Αμερικάνος απ’ τα Θολάρια, ένας πατέρας με [το] παιδάκι του –συγκινητικό ζευγάρι– και άσκημες γυναίκες. Ωραία θάλασσα για μπάνιο – φεγγάρι προς πανσέληνο και μυρωδιές βουνίσιες».

Ο Ελύτης στην Κέρκυρα: Εξοδος στην Παλαιοκαστρίτσα

Από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 1937 ο Οδυσσέας Ελύτης υπηρετεί στην Κέρκυρα ως έφεδρος αξιωματικός. Είναι η αρχή μιας σχέσης με το νησί που θα κρατήσει πολλά χρόνια, καθώς ο νομπελίστας ποιητής θα επιστρέψει εκεί αρκετές φορές. Μία από αυτές είναι το 1974, όταν τον τιμά με εκδήλωση στο Μουσείο Σολωμού η Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών. Μαζί του ταξιδεύει και ο φίλος του κερκυραίος δημοσιογράφος Κώστας Δαφνής, με τον οποίο κάνουν βόλτες και θαλάσσιους περιπάτους, όπως φαίνεται στο «Επιστροφή από την παρ’ ολίγον Ελλάδα», που υπάρχει στο «Εν λευκώ»:

«Πολύ μου αρέσει αυτός ο περίπλους, που μπορεί να είναι ταυτόχρονα στο μέλλον και στο παρελθόν […] Ηδη, ανέμου βοηθούντος και κώδωνος ηχούντος, τραβώ στον ανήφορο της Αδριατικής και φτάνω εύκολα στων Αγίων Σαράντα το ύψος». Και στα «Ανοιχτά χαρτιά» συμπληρώνει για την πρώτη περίοδο της Κέρκυρας: «Και περίμενα πώς και πώς τις λιγοστές εξόδους για να πάω στην Παλιοκαστρίτσα, όπου βρισκόταν εγκατεστημένος με την πρώτη του γυναίκα, τη Νάνσυ, ο φίλος μας Lawrence Durrell, άγνωστος τότε και ταπεινός, ή να συναντήσω τον Θεόδωρο Στεφανίδη, έναν ιδιόρρυθμο φίλο του Κατσίμπαλη, με κοκκινόξανθη γενειάδα, γιατρό, βοτανολόγο και μεταφραστή του Παλαμά στα εγγλέζικα, που δεχόταν πάντοτε εμένα και τους φίλους μου με άπειρη ευγένεια».

Ο Νίκος Καζαντζάκης στον ναό της Αφαίας στην Αίγινα το 1927 (ΑΡΧΕΙΟ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ)
Η Αίγινα του Καζαντζάκη: «Θάλασσα, ήλιος, ησυχία…»

Αποτελεί πλέον κοινό τόπο για την έρευνα στη ζωή του Νίκου Καζαντζάκη ότι η Αίγινα υπήρξε από το 1933, οπότε επιστρέφει από την Ευρώπη, το ησυχαστήριό του. Το 1936 ξεκινά να χτίζει το δικό του σπίτι στην περιοχή Πλακάκια και έναν χρόνο αργότερα εγκαθίσταται με την Ελένη, πριν ακόμη τελειώσουν οι εργασίες. Από την Αίγινα φεύγει σπάνια, για να ταξιδέψει (Ιαπωνία-Κίνα, Ισπανία, Αγγλία) ή να επιβλέψει την έκδοση της «Οδύσσειας» (1938).

Οπως το περιγράφει ο ίδιος: «Θάλασσα, ήλιος, ησυχία… ξυπνώ ξημερώματα, αρχίζει ο ιερός μόχτος, συλλογούμαι την “Οδύσσεια”, μαγειρεύω, δεν μιλώ, δεν βλέπω κανέναν, ο χρόνος είναι γεμάτος ουσία…». Και στον φίλο του, τον δικηγόρο Γιάννη Αγγελάκη, γράφει στις 2 Ιουλίου 1939: «Συλλογίζομαι την Αίγινα. Και λέω, τι τέρας πρέπει να είναι ο άνθρωπος, τι άπληστο θηρίο η ψυχή, για να αφήσει τέτοια ανεκτίμητα αγαθά και να περιπλανιέται μακριά, μέσα στη βροχή και στην ομίχλη».

Τον Ιούλιο του 1935 ο Καζαντζάκης και ο Τάκης Καλμούχος αγοράζουν ένα χωράφι στη θέση Λιβάδι, έξω από τη Χώρα. Τον Μάιο του 1936 θεμελιώνεται το σπίτι, το Κουκούλι, όπως το έλεγε ο Καζαντζάκης – σήμερα ανήκει σε ιδιώτη, κάτοικο Παρισιού. Εκεί θα φιλοξενήσει τον Σικελιανό, τον Πρεβελάκη, τον Κακριδή
Η Ανδρος του Εμπειρίκου: «Το πέλαγος φρικιά»

Μέχρι το τέλος της ζωής του η Ανδρος παραμένει για τον Ανδρέα Εμπειρίκο ο απόλυτος προορισμός, αλλά και υπενθύμιση της καταγωγής του, καθώς ο πατέρας του, ο εφοπλιστής Λεωνίδας Ανδρ. Εμπειρίκος, ήταν γόνος παλαιάς οικογένειας ναυτικών με καταγωγή από το νησί. Εκεί ο μεγάλος ποιητής θα ενταφιάσει τον πατέρα του, και το 1958 θα βρεθεί μαζί με τον γιο του Λεωνίδα, όπως διαβάζουμε στον τόμο «Η Ανδρος του Ανδρέα Εμπειρίκου» (εκδ. Αγρα, 2009): «Φέρνω στην Ανδρο το παιδί μου. Το όνομά του είναι Λεωνίδας. Είναι γερό και πράο. Η ημέρα είναι πανηγυρική. Ο ήλιος λάμπει. Ο αήρ μυρίζει από ανθούς πορτοκαλιάς και λεμονιάς. Το πέλαγος φρικιά. Κορυδαλλοί διασχίζουν τον αιθέρα. Η νήσος αγάλλεται. Η καρδιά μου σκιρτά. Εις την ψυχήν μου τρίζουν και ηχούν βοερά πτερά μεγάλων αρχαγγέλων. Αίφνης από τα σπλάχνα μου ανέρχεται μία φωνή και μέσα σε φως απόλυτον κραυγάζω: “Ανδρος-Υδρούσα, Χαίρε!”».

Καμύ: Δήλος, η καρδιά του κόσμου

Ο Γάλλος Αλμπέρ Καμύ φτάνει πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1955 ως προσκεκλημένος του Γαλλικού Ινστιτούτου για να λάβει μέρος σε μια σειρά διαλόγων για το μέλλον της Ευρώπης, μαζί με τους Κωνσταντίνο Τσάτσο, Ευάγγελο Παπανούτσο, Φαίδωνα Βεγλερή, Γιώργο Θεοτοκά και Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Ανεβαίνει στην Ακρόπολη, επισκέπτεται το υπόγειο του Αρχαιολογικού Μουσείου, περνάει από το Σούνιο.

Στη Δήλο ανακαλύπτει το φως της ελληνικής λιτότητας, που έχει κεντρική θέση στη δική του μεσογειακή ανθρωπογεωγραφία: «Ολος ο κόσμος των Κυκλάδων περιστρέφεται αργά γύρω από τη Δήλο, πάνω στην εκτυφλωτική θάλασσα, με μια αδιόρατη κίνηση, ένα είδος ακίνητου χορού. Αυτός ο νησιωτικός κόσμος, τόσο στενός και τόσο απέραντος, μου φαίνεται σαν να είναι η καρδιά του κόσμου. Και στο κέντρο αυτής της καρδιάς βρίσκεται η Δήλος και τούτη η κορφή όπου ανέβηκα, απ’ όπου μπορώ να κοιτάζω κάτω από το κάθετο και καθάριο φως του κόσμου τον τέλειο κύκλο που ορίζει το βασίλειό μου». («Σημειωματάρια, Μάρτιος 1951-Δεκέμβριος 1959», εκδ. Πατάκη, 2022, μετάφραση Νίκη Καρακίτσου-Douge, Μαρία Ρομπλέν Κασαμπαλόγλου)

Οι φανταστικές Κυκλάδες του Ντον Ντελίλο

Τα «Ονόματα» (εκδ. Εστία, 1996, μετάφραση Νινίλα Παπαγιάννη) είναι το μυθιστόρημα του Ντον Ντελίλο που διαδραματίζεται στην Αθήνα, όπου ο αμερικανός συγγραφέας είχε ζήσει τη δεκαετία του 1970, και στις Κυκλάδες. Γι’ αυτό και είναι διάσπαρτες οι αναφορές και οι περιγραφές από τα νησιά που επισκέφθηκε ο αμερικανός συγγραφέας – χωρίς να τα κατονομάζει. Αντιθέτως, επινοεί τον «Κούρο», όπου τοποθετεί μέρος της δράσης:

«Πήρα ένα καράβι που ύστερα από δυο σκάλες έπιασε στον Κούρο. Ενα άσημο κυκλαδίτικο νησί… Το σπίτι ήταν άδειο. Τίποτα δεν σάλευε στο δρόμο. Η ζέστη είχε πιάσει τους τριάντα πέντε βαθμούς, τέσσερις το απόγευμα, ανελέητο φως… Το χωριό ήταν ένα υπόδειγμα ακανόνιστης γεωμετρίας. Στριμωγμένα στην ανωφεριά, ασβεστωμένα κουτιά τα σπίτια, λαβύρινθος οι δρόμοι, καμάρες, μικρές εκκλησιές σε γαλάζιους χρισμένους τρούλους… Ηταν ένα δωμάτιο πάνω στη θάλασσα παραδομένο στη μέρα, στο διαπεραστικό φως, μια χρωματιστή κουκκίδα στους λόφους… Το μελτέμι άρχισε να φυσομανά, τούτος ο βασανιστικός άνεμος του καλοκαιριού… Ασπρο το νερό, άστραφτε στο πέλαγος… Οι ξύλινες κάσες των παραθύρων να τρίζουν κι η σκόνη απ’ τους σοβάδες στα ενδιάμεσα των τοίχων να κυλά ψιθυριστά κι ανήσυχα. Ανθρωποι ψάρευαν με δυναμίτη. Σκιές απ’ αδειανές καρέκλες στην κεντρική πλατεία. Μια μοτοσικλέτα σφύριζε μονότονα στους λόφους πέρα. Το φως ξεχυνόταν αδρό, δεσμευτικό, καθήλωνε τη σκηνή στα μάτια μου σαν μια στιγμή μέσα σ’ όνειρο. Ολα διαδραματίζονται σε ένα προσκήνιο άφωνο, αστραφτερό».