Τρίτος γύρος δεν πρόκειται να υπάρξει. Ο Μπέρνι Σάντερς πρέπει να αποδεχτεί πως δεν θα μπορέσει να εκπληρώσει τις προεδρικές του φιλοδοξίες με απώτερο σκοπό να αλλάξει συθέμελα την Αμερική. Το 2024 ο ριζοσπάστης γερουσιαστής του Βερμόντ θα είναι (όλα πάνε καλά) ένας πολιτικός ηλικίας 82 ετών και αυτό σημαίνει ότι δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας νέας προεκλογικής εκστρατείας. Επ’ ουδενί, ωστόσο, αυτό δεν συνεπάγεται πως μαζί με τον Σάντερς θα γεράσουν και θα ξεχαστούν και οι ιδέες του.
Ο άγνωστος έως το 2015 γερουσιαστής μιας αμερικανικής πολιτείας που είναι γνωστή κυρίως για την αγροτική παραγωγή χαμηλής κλίμακας και τους καταπράσινους λόφους της, έπειτα από πολλά χρόνια ενασχόλησης με την πολιτική κατάφερε δύο συναπτές φορές να πανικοβάλει αντιπάλους με τεράστιο πολιτικό και κοινωνικό εκτόπισμα, αρχικά την Χίλαρι Κλίντον και συνέχεια τον Τζο Μπάιντεν.
Τώρα, δεδομένης της αποχώρησής του (εδώ) από την κούρσα για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών, ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ γνωρίζει πως τον ερχόμενο Νοέμβριο, κορονοϊού επιτρέποντος, θα αναμετρηθεί με τον Ντόναλντ Τραμπ. Και το κρίσιμο ερώτημα, σημειώνει η Washington Post, είναι το εξής: θα καταφέρει το Δημοκρατικό Κόμμα και οι ψηφοφόροι του να συσπειρωθούν γύρω από τον Τζο Μπάιντεν εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ ή οι υποστηρικτές του Μπέρνι Σάντερς θα αποστασιοποιηθούν, περιορίζοντας σημαντικά τις πιθανότητες επιτυχίας του Μπάιντεν, όπως συνέβη το 2016 με την Χίλαρι Κλίντον;
Πάντως ο ίδιος ο Σάντερς δήλωσε πως θα στηρίξει τον Μπάιντεν, ευελπιστώντας, μάλιστα, πως θα τον πείσει να ακολουθήσει μια «πιο προοδευτική κατεύθυνση». Ομως, εν εξελίξει της πανδημίας του κορονοϊού, οι προβλέψεις για το μέλλον έχουν καταστεί άνευ ουσίας, οπότε κανένας δεν γνωρίζει τι μέλλει γενέσθαι έως τον Νοέμβριο.
Ολοι, ωστόσο, στις ΗΠΑ γνωρίζουν πως η προοδευτική Αμερική έχασε τον κατεξοχήν εκπρόσωπό της, έναν εξαιρετικό πολιτικό ο οποίος δεν δίσταζε να αυτοπροσδιορίζεται – παρά τους αρνητικούς συνειρμούς που εξακολουθεί να προκαλεί ο όρος σε πολλούς Αμερικανούς – ως σοσιαλιστής, όντας στην πρώτη γραμμή των αγώνων για τη θέσπιση κατώτατου μισθού, την προστασία του περιβάλλοντος και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Ο Σάντερς κατάφερε να πείσει πολλούς συμπολίτες του για την ορθότητα των θέσεών του αλλά όχι αρκετούς ώστε να επικρατήσει. Η επέλαση του κορονοϊού και στην Αμερική ήταν η χαριστική βολή στην εκστρατεία του μαχητικού γερουσιαστή, κυρίως γιατί έστρεψε την προσοχή όλων των ΜΜΕ και όλων των Αμερικανών στην ανήκουστη υγειονομική κρίση. Και είναι αυτό που πικραίνει περισσότερο τους υποστηρικτές του Σάντερς, υποστηρίζει η Ελίζαμπεθ Μπρούνιγκ στους New York Times: το ότι είχε δίκιο, όπως αποδεικνύει με δραματικό τρόπο ο κορονοϊός, ζητώντας, για παράδειγμα, ήδη από τη δεκαετία του 1970 τη ριζική μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας στις ΗΠΑ ούτως ώστε να είναι προσβάσιμο από όλους τους Αμερικανούς. Δυστυχώς, όμως, είναι γνωστό πως στην πολιτική το δίκιο δεν αρκεί πάντα.
Σύμφωνα με την αμερικανίδα αρθρογράφο ο Μπέρνι Σάντερς έπραξε ορθώς, αποφασίζοντας να εγκαταλείψει τη μάχη για το προεδρικό χρίσμα, «αρνούμενος να παραδοθεί στις δυνάμεις που τελικά τoν ξεπέρασαν». Ανακοινώνοντας, ωστόσο, την αποχώρησή του επικαλέστηκε τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, υπενθυμίζοντας πως «το τόξο του ηθικού σύµπαντος είναι µακρύ, αλλά κλείνει προς τη δικαιοσύνη». Θέλησε, έτσι, να επισημάνει πως οι «αγώνες για δικαιοσύνη αποτελούν τον λόγο που το κίνημά μας συνεχίζει να υπάρχει. Μαζί αλλάξαμε τη συνείδηση των Αμερικανών όσον αφορά το τι έθνος μπορούμε να γίνουμε. Λίγοι μπορούν να αρνηθούν ότι, κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών, το κίνημά μας κέρδισε τη μάχη των ιδεών. Πότε δεν επρόκειτο για μια προεκλογική εκστρατεία», σημείωσε ο Σάντερς, προτρέποντας ακούσια τους συνεργάτες του να λανσάρουν αμέσως το νέο σλόγκαν του ιδεολόγου πολιτικού: «The Campaign Ends, The Struggle Continues», «Η Εκστρατεία Τελειώνει, ο Αγώνας Συνεχίζεται».
Το ότι ο Σάντερς «δεν διεξήγαγε απλά μια προεκλογική εκστρατεία (αλλά) δημιούργησε ένα κίνημα», έσπευσε να αναγνωρίσει και ο αντίπαλος τού Ντόναλντ Τραμπ στις εξαιρετικά κρίσιμες εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου. «Και μην μπερδεύεστε, πιστεύω πως πρόκειται για ένα κίνημα το οποίο σήμερα είναι τόσο ισχυρό όσο ήταν και χθες», παραδέχτηκε ο Μπάιντεν.
Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη, ούτως ώστε να κερδίσει όσον το δυνατόν περισσότερους νεαρούς Δημοκρατικούς, τις ιδέες του Σάντερς περί καθολικής υγειονομικής κάλυψης, περί κατάργησης των διδάκτρων στα πανεπιστήμια, περί δικαίου και βιώσιμου εμπορίου, περί της δημιουργίας και της προστασίας ποιοτικών θέσεων εργασίας με αξιοπρεπείς μισθούς, περί ενός «πράσινου» New Deal που θα εστιάζει πρωτίστως στις ανάγκες των εργαζόμενων, ιδέες που πλέον ασπάζονται πάρα πολλοί Αμερικανοί.
Σύμφωνα με τον Μπάσκαρ Σανκάρα, αρθρογράφο του Guardian και εκδότη της τριμηνιαίας νεοϋορκέζικης σοσιαλιστικής επιθεώρησης Jacobin, ο Μπέρνι Σάντερς κατάφερε να δημιουργήσει ένα κίνημα, όχι βάλλοντας κατά ενός άδικου οικονομικού συστήματος ή αναδεικνύοντας την αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού, αλλά «συνθέτοντας ένα ξεκάθαρο αφήγημα» όσον αφορά τα λάθη του συστήματος, «αναδεικνύοντας μια σειρά από πολιτικές» με στόχο να βελτιωθούν τα πράγματα, και «εντοπίζοντας τους φορείς αλλαγής που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ευόδωση της απολύτως αναγκαίας “πολιτικής επανάστασης”».
Ο αμερικανός αναλυτής είναι βέβαιος πως ο πυρήνας της ατζέντας του Σάντερς έχει πλέον καταστεί κτήμα πολλών εκατομμυρίων ψηφοφόρων, και όχι μόνο Δημοκρατικών, δεδομένου ότι το 70% των Αμερικανών, συμπεριλαμβανομένου και του 54% των Ρεπουμπλικανών, τάσσεται υπέρ της αύξησης της φορολογίας όλων όσοι κερδίζουν περισσότερα από 10 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο. Ολα αυτά ο Τζο Μπάιντεν θα πρέπει να τα λάβει σοβαρά υπόψη.