Τη νύχτα της Τρίτης 15ης Νοεμβρίου ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου Τζέικ Σάλιβαν και ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Αντονι Μπλίνκεν δυσκολεύτηκαν να κατευνάσουν την έξαλλη αντίδραση του πολωνού προέδρου Αντρέι Ντούντα και τη βιασύνη του ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Ηταν μία δύσκολη νύχτα, που πέρασε με αλλεπάλληλες επικοινωνίες μεταξύ Μπαλί, Ουάσιγκτον, Βαρσοβίας και Κιέβου.
Ακόμη δεν υπήρχαν σαφείς πληροφορίες όσον αφορά την προέλευση του πυραύλου που είχε πέσει στην Πολωνία, όμως ο Ζελένσκι ήδη είχε ζητήσει την επέμβαση του ΝΑΤΟ. Και η Πολωνία είχε συγκαλέσει πολεμικό συμβούλιο, σπέρνοντας τον πανικό στον λαό.
Η ένταση εκτονώθηκε το πρωί της Τετάρτης 16 Νοεμβρίου, όταν ο Τζο Μπάιντεν, αποχωρώντας από τη σύνοδο του Μπαλί, προέβλεψε ποια θα είναι τα πρώτα συμπεράσματα της έρευνας: «Δεν είναι πιθανό ο πύραυλος να εκτοξεύτηκε από τους Ρώσους».
Οι Αμερικανοί, έγραψε ο ανταποκριτής της Corriere della Sera Τζουζέπε Σάρκινα, θέλουν να «περιορίσουν» τον Πούτιν, όχι να τον εξωθήσουν προς τον παγκόσμιο πόλεμο – αυτή είναι η τελευταία επιλογή. Μόνο που το ολονύκτιο θρίλερ δείχνει ότι το περασμένο βράδυ τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά απ’ ό,τι επιθυμούν οι ΗΠΑ.
Ο Μπάιντεν, ο Σάλιβαν και ο Μπλίνκεν κινούνται σε δύο επίπεδα εδώ και εβδομάδες: αφ’ ενός εξακολουθούν να προμηθεύουν με όπλα τους Ουκρανούς (η κυβέρνηση των ΗΠΑ ζήτησε από το Κογκρέσο να εγκρίνει νέο πακέτο βοηθείας, ύψους 37 δισ. δολαρίων), αφ’ ετέρου και με διπλωματικό τρόπο χτίζουν τις προϋποθέσεις ώστε να οδηγηθούν οι εξελίξεις στη διαπραγμάτευση με τη Ρωσία, και όχι ερήμην του Ζελένσκι.
Η πίεση, εννοείται, γίνεται με τα οικονομικά μέτρα και με διεθνούς αξίας αποφάσεις όπως αυτή που οι περισσόυτερες χώρες των G20 έλαβαν στο Μπαλί, να καταδικάσουν δηλαδή τον πόλεμο.