Σε συναντήσεις τους οι ευρωπαίοι και αμερικανοί αξιωματούχοι συζητούν στοιχεία και πίνακες που δείχνουν τη «μεσοπρόθεσμη ανθεκτικότητα» της ρωσικής οικονομίας, και εμείς έχουμε λάβει γνώση, έγραψε η Corriere della Sera. Μέσα σε έναν χρόνο (Ιανουάριος 2022-Ιανουάριος 2023) οι εξαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου έχουν μειωθεί περίπου στο μισό (ποσοστό -46%). Το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε ότι στις αρχές του 2023 τα έσοδα από την πώληση πετρελαίου είχαν μειωθεί κατά 60% σε σχέση με τον Μάρτιο του 2022.
Ο πόλεμος διαβρώνει τους Ρώσους, σχολίασαν οι Ιταλοί, παρά την προσπάθεια του Κρεμλίνου να αντικαταστήσει τις ευρωπαϊκές αγορές με ασιατικές, την κινεζική και την ινδική. Στις 5 Δεκεμβρίου 2022 η Ευρωπαϊκή Ενωση απαγόρευσε την εισαγωγή ρωσικού αργού πετρελαίου με πλοία και στις 5 Φεβρουαρίου 2023 την αγορά ρωσικών προϊόντων πετρελαίου. Ηταν δύο μέτρα που προφανώς αρχίζουν να παράγουν αποτελέσματα, όπως αναγνώρισε και ο ίδιος ο Βλαντίμιρ Πούτιν την περασμένη Τετάρτη.
Τον Φεβρουάριο, η τιμή του ρωσικού αργού ήταν 52,5 δολάρια το βαρέλι, 30 δολάρια λιγότερο από τον μέσο όρο της παγκόσμιας αγοράς. Αντικειμενικά, οι 27 χώρες της ΕΕ δεν μπορούσαν να ακυρώσουν αμέσως τις προμήθειες φυσικού αερίου, ωστόσο συμφώνησαν σε ένα ανώτατο όριο στην τιμή, κάτι που επηρέασε το εισόδημα των Ρώσων.
Ετσι, ο Πούτιν παραδέχθηκε ότι το όπλο των Δυτικών κυρώσεων έχει σοβαρές συνέπειες για τη χώρα του. Αφού επανέλαβε πολλές φορές τους τελευταίους μήνες ότι η ρωσική οικονομία κατάφερε και αντιστάθηκε, και μάλιστα αναπτύχθηκε παρά το διεθνές εμπάργκο, τελικά δήλωσε δημοσίως ότι, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, οι κυρώσεις πέτυχαν τον στόχο τους και επέφεραν αρνητικές συνέπειες στη ρωσική οικονομία.
Παραδοχή για την πώρωση
Η Corriere σχολίασε ότι το νόημα των δηλώσεων Πούτιν δεν ήταν, πάντως, οι ειρηνευτικές συνομιλίες με στόχο τη μείωση των οικονομικών επιπτώσεων του πολέμου στον ρωσικό λαό, αλλά, αντιθέτως, η προειδοποίηση προς τους Ρώσους ότι πρέπει να σφίξουν και άλλο το ζωνάρι τους, να προετοιμαστούν για δυσκολότερες στιγμές, αφού η επίθεση στην Ουκρανία πρέπει να συνεχιστεί έως ότου εκπληρωθούν οι στόχοι της. Το δύσπεπτο χάπι χρυσώθηκε με την εξήγηση ότι η Δύση διεξάγει κατά της Ρωσίας υβριδικό πόλεμο μακράς διαρκείας και με το επαναλαμβανόμενο επιχείρημα ότι οι ευθύνες δεν βαρύνουν τη Μόσχα, αλλά το ΝΑΤΟ.
Χωρίς προμήθειες τσιπ
Να και κάποιοι άλλοι αριθμοί που συμπληρώνουν την εικόνα, έγραψε η Corriere. Τους τελευταίους μήνες έχει γίνει πολλή συζήτηση για τα τσιπ, για αυτό το κρίσιμο για τη λειτουργία μυριάδων ηλεκτρονικών προϊόντων υλικό, είτε στρατιωτικής είτε καθημερινής εφαρμογής και χρήσης. Πριν από τον πόλεμο, το 90% των ρωσικών αναγκών καλύπτονταν από Δυτικές προμήθειες. Οι κυρώσεις ανάγκασαν την κυβέρνηση της Μόσχας να κοιτάξει προς την Κίνα. Ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία που κυκλοφορούν στην Ουάσινγκτον και στις Βρυξέλλες, οι εισαγωγές τσιπ μειώθηκαν κατά 74% μέσα σε έναν χρόνο.
Τα συναλλαγματικά αποθέματα
Τελευταίο στοιχείο: οι διαθέσιμοι για την αντιμετώπιση οικονομικών ή χρηματοπιστωτικών κρίσεων πόροι. Πριν από τις 24 Φεβρουαρίου ανέρχονταν σε 640 δισ. δολάρια και σήμερα έχουν πέσει στα 580 δισ., όμως τα 300 από αυτά έχουν «παγώσει» από ξένες αρχές. Επομένως, απομένουν 280 δισ.: το 1/3 είναι σε χρυσό, το άλλο 1/3 σε κινεζικό νόμισμα και μόνο το τελευταίο μέρος, περίπου 100 δισ., μπορεί να χρησιμοποιηθεί στις παγκόσμιες αγορές.
Ζοφερές οι προοπτικές
Συνοψίζοντας, συνέχισε το ιταλικό μέσο, προκύπτει το προφίλ μιας χώρας με μάλλον ζοφερές οικονομικές προοπτικές. Μέχρι στιγμής, ο Πούτιν είχε καταφέρει να κρύψει τις δυσκολίες, αλλά πλέον είναι ορατές. Οι εμπορικές σχέσεις με την Κίνα, την Ινδία και άλλα κράτη πλην Δύσης περιόρισαν την πτώση του ΑΕΠ στο 2,1% το 2022. Η Wall Street Journal έγραψε ότι η ρωσική πολεμική βιομηχανία στήριξε το ΑΕΠ της χώρας, όμως οι δημόσιες δαπάνες για όπλα προκάλεσαν έλλειμμα 34 δισ. δολαρίων (ποσοστό 1,5% του ΑΕΠ) μόνο τους πρώτους δύο μήνες του 2023.
Τα δευτερεύοντα κανάλια
Προσοχή, όμως, κατέληξε η Corriere: η Δύση δεν έχει κερδίσει ακόμη τον πόλεμο των κυρώσεων. Τις τελευταίες εβδομάδες οι κατηγορίες εναντίον χωρών που συμφωνούν να αγοράζουν αγαθά από εταιρείες των ΗΠΑ και της ΕΕ και στη συνέχεια να τα παραδίδουν στη Ρωσία έχουν πολλαπλασιαστεί. Στη λίστα περιλαμβάνονται οι «συνήθεις ύποπτοι»: φυσικά η Κίνα, ακολουθούμενη από την Τουρκία, την Αρμενία, το Καζακστάν, το Κιργιστάν, τα Εμιράτα κ.ά.
Οι κυβερνήσεις αυτών των κρατών αρνούνται τους ισχυρισμούς. Ωστόσο, ο ειδικός απεσταλμένος της ΕΕ για τις κυρώσεις, Ντέιβιντ Ο’ Σάλιβαν, επισημαίνει ότι οι Ουκρανοί έχουν ανακτήσει 770 εξαρτήματα ευρωπαϊκής κατασκευής σε ρωσικά στρατιωτικά οχήματα. Ετσι, το Κίεβο ζητά σκληρότερους ελέγχους στις Δυτικές εταιρείες, που κάνουν τα πάντα ώστε να μην εγκαταλείψουν τους ρώσους πελάτες τους.