Εκανε το ντεμπούτο της στα 18 της και παρέμεινε πάνω στη σκηνή για περισσότερα από 60 χρόνια. Πέρα από αισθαντική τραγουδοποιός, υπήρξε επίσης μαχητικότατη πολιτική ακτιβίστρια ενώ η φιλία της με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ σημάδεψε τη ζωή της. Για την Τζόαν Μπαέζ το προσωπικό ήταν ανέκαθεν πολιτικό, ωστόσο στο ντοκιμαντέρ «Joan Baez I Am a Noise», η 82χρονη πλέον ιέρεια της φολκ και του πασιφισμού προβαίνει σε έναν ιδιότυπο απολογισμό της ζωής της, αντιμετωπίζοντας ενίοτε οδυνηρές αναμνήσεις.
Θυμάται, φυσικά, τις επιτυχίες της και τις εξαιρετικές στιγμές της πολυκύμαντης ζωής της, αλλά μιλάει επίσης ανοιχτά για μακροχρόνια ψυχολογικά προβλήματα και θεραπείες, για σκοτεινές οικογενειακές υποθέσεις, για τα ναρκωτικά και τη γήρανση, για την ενοχή και τη συγχώρεση. Χάρη στη μακροχρόνια φιλία της με μία από τις τρεις σκηνοθέτριες της ταινίας (Κάρεν Ο’Κόνορ, Μίρι Ναβάσκι, Μέιβ Ο’Μπόιλ), η Τζόαν Μπαέζ δεν δίστασε να φέρει στο φως τους εσωτερικούς δαίμονές της, με τους οποίους άρχισε να παλεύει σε νεαρή ηλικία.
«Θα γινόταν ή τώρα ή ποτέ. Πρόκειται για το τρίτο απομνημόνευμά μου. Εκανα ένα στα 20, ένα άλλο στα 40 και από τότε συνέβησαν πολλά γεγονότα. Δεν έχω αφηγηθεί ξανά ό,τι υπάρχει σε αυτή την ταινία. Επρεπε να περιμένω έως ότου οι γονείς μου, ολόκληρη η οικογένειά μου, να μην υπάρχουν πια» εξήγησε η ίδια συνομιλώντας με την Αριάνα Φίνος, την απεσταλμένη της La Repubblica στην 73η Μπερλινάλε (Berlinale), όπου πραγματοποιήθηκε η πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ, παρουσία, μάλιστα, της Τζόαν Μπαέζ.
Αφού η ιταλίδα δημοσιογράφος σημείωσε ότι κάποιες από τις αναμνήσεις που μοιράζεται στο ντοκιμαντέρ είναι μάλλον οδυνηρές, η Μπαέζ είπε πως «πίσω από το ήρεμο χαμόγελό μου –μεγάλωσα στο προσκήνιο– έκρυβα πολύ πόνο. Στα 15 μου οι γιατροί σκέφτονταν να με νοσηλεύσουν για ψυχικά προβλήματα. Επασχα από κατάθλιψη, ήμουν αγχώδης, υπέφερα. Πολλοί έχουν αγχώδεις διαταραχές, δυσκολεύονται να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, αντιμετωπίζουν ψυχικά ή συναισθηματικά προβλήματα. Το να μιλάει κάποιος διάσημος για αυτά είναι λυτρωτικό, κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν πως μπορούν και εκείνοι να τα αντιμετωπίσουν. Θέλω να αφηγηθώ με ειλικρίνεια ποια υπήρξα. Μπορώ να το κάνω επειδή δεν έχω τίποτα να χάσω».
Στην αναφορά της Αριάνα Φίνος στο γεγονός πως ο πατέρας της, ένας λαμπρός πασιφιστής φυσικός (είχε αρνηθεί να συμμετάσχει στο Manhattan Project, το πρόγραμμα κατασκευής της πρώτης ατομικής βόμβας), φέρεται να παρενόχλησε σεξουαλικά την ίδια, καθώς και μια ακόμη από τις αδελφές της, η Μπαέζ απάντησε: «Δούλεψα πολύ με τον εαυτό μου, σήμερα δεν νιώθω πια πικρία. Ξέρω ότι ο πατέρας μου βίωσε κάτι παρόμοιο, ότι μεταδόθηκε στην οικογένεια και ότι υπέφερε και εκείνος […] Ο πατέρας μου ήταν καλός άνθρωπος, αλλά η αδερφή μου και εγώ το αντιμετωπίσαμε μαζί και το συζητήσαμε, και δεν παρανοήσαμε ούτε μπερδευτήκαμε. Περίμενα μέχρι να φύγει για να το αντιμετωπίσω και να το μοιραστώ».
Σχετικά με την κληρονομιά του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ –«πρώτη φορά τον άκουσα όταν ήμουν 16 χρόνων, στο Γυμνάσιο. Μας μιλούσε για το μποϊκοτάζ των λεωφορείων στο Μοντγκόμερι και έκλαιγα. Από τότε άρχισα να τον ακολουθώ»– η Τζόαν Μπαέζ είπε πως «τα οφέλη που αποκομίσαμε από εκείνους τους αγώνες δεν πρέπει να χαθούν. Αλλά τα πράγματα εξελίχθηκαν άσχημα από τότε, στις ΗΠΑ υπάρχει ένα νέο κύμα Κακού. Τότε ήμασταν ενωμένοι για να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε μη βίαιη ενέργεια. Τώρα επικρατεί χάος. Δεν ξέρουμε τι θα κάνει τελικά τη διαφορά. Ο σκοτωμός κάθε νέου μαύρου παιδιού προκαλεί αφόρητο πόνο».
Μιλώντας για τον κόσμο όπως τον οραματιζόταν τότε που μοιραζόταν τη σκηνή με τον Μπομπ Ντίλαν («ο Ντίλαν με άλλαξε, εκείνος και η μουσική του», παραδέχεται), σημείωσε: «Ημουν αρκετά έξυπνη ώστε να μη σκέφτομαι ότι ο κόσμος θα γινόταν ονειρικός, πως θα κάναμε ένα βήμα τη φορά. Αλλά δεν πιστεύω ότι κανένας από εμάς σκεφτόταν τότε ότι θα εξελισσόταν τόσο άσχημα».
Οσον αφορά το «τόσο άσχημα», η Τζόαν Μπαέζ αποκάλυψε πως «με συγκλονίζουν η υπερθέρμανση του πλανήτη, η εξαφάνιση των ζώων, της άγριας ζωής. Στην ταινία υπάρχει εκείνο το πουλάκι που κελαηδάει, το ακούω πάντα, περιμένει την ανταπόκριση των άλλων. Πριν ήταν εκατοντάδες. Τώρα κανένα δεν θα απαντήσει».