Με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, άρχισε να εντείνεται και η μάχη μεταξύ των μυστικών υπηρεσιών των αντιπάλων στρατοπέδων. «Το βρώμικο μέρος της δουλειάς των μυστικών υπηρεσιών – δολιοφθορές, παραπληροφόρηση, δολοφονίες, απαγωγές – καθίσταται ολοένα πιο σημαντικό. Υφίσταται μεγαλύτερη πίεση, τα πάντα είναι πιο κρίσιμα, υπάρχει λιγότερος χρόνος και, επομένως, οι αναστολές όσον αφορά τη χρήση βίας περιορίζονται», ανέφερε καταρχάς στην La Repubblica ο Κρίστοφερ Νέρινγκ, επισκέπτης καθηγητής του Ιδρύματος Konrad Adenauer στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας με ειδίκευση στις μυστικές υπηρεσίες και πρώην επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Κατασκοπείας του Βερολίνου.
Αναφερθείς στην έρευνα που πραγματοποίησε η La Repubblica, σε συνεργασία με τη γερμανική επιθεώρηση Der Spiegel και τους ιστοτόπους δημοσιογραφικών ερευνών Bellingcat και The Insider για τη δράση μιας κατασκόπου της Μόσχας που είχε εισχωρήσει σε ανώτατα κλιμάκια του ΝΑΤΟ στη Νάπολη, σημείωσε πως «η αποκάλυψη αποδεικνύει πως οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες τις τελευταίες δεκαετίες χρησιμοποιούν τις ίδιες μεθόδους. Η “Μαρία Αντέλα” αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα εκείνων που αποκαλούνται “παράνομοι πράκτορες”, άνθρωποι για τους οποίους δαπανώνται τεράστιοι πόροι και καταβάλλονται τεράστιες προσπάθειες με στόχο να αποκτήσουν μια ψεύτικη ταυτότητα και να αποσταλούν στη Δύση. Ετσι λειτουργούσε η Κομμουνιστική Διεθνής στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 και αυτές οι τεχνικές υιοθετήθηκαν από τη Σοβιετική Ενωση. Τις γνωρίζουμε εδώ και καιρό: έχουν μιλήσει για αυτές οι λιποτάκτες ενώ οι δυτικές υπηρεσίες έχουν αποκαλύψει πολλές ψευδείς ταυτότητες».
Η αποστολή τους
Δεδομένου ότι επί του παρόντος δεν υπάρχουν λεπτομέρειες όσον αφορά το είδος των πληροφοριών που κατάφερε να συλλέξει όλα αυτά τα χρόνια η πράκτορας της Μόσχας, ο Κρίστοφερ Νέρινγκ εξήγησε πως «η ιστορία αυτού του τύπου “παρανόμων” πρακτόρων δείχνει ότι σπάνια χρησιμοποιούνται για την ανάκτηση εξαιρετικά ευαίσθητων πληροφοριών. Η μεθοδολογία των “παρανόμων” είναι εξαιρετικά πολύπλοκη: η σύνθεση της ψεύτικης ταυτότητας, η εγκατάσταση σε μια συγκεκριμένη περιοχή και η παροχή κάλυψης, πέρα από τη δημιουργία διαύλου επικοινωνίας (με τη Ρωσία) είναι όλες περίπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες. Για όλους αυτούς τους λόγους, ισχύει ο κανόνας “safety first”, ο οποίος υποδηλώνει ότι αυτοί οι πράκτορες δεν έχουν άμεση επαφή με άκρως απόρρητες πληροφορίες. Αντίθετα, είναι πράκτορες που συστήνουν τη υλικοτεχνική βάση των μυστικών υπηρεσιών: υποδεικνύουν τα άτομα που μπορούν να στρατολογηθούν, μεταφέρουν μηνύματα, ενεργούν ως αγγελιαφόροι και διαβιβάζουν κάθε είδους γενικές πληροφορίες σχετικά με τη χώρα όπου αποστέλλονται».
Οσον αφορά τη δράση των μυστικών υπηρεσιών στο πλαίσιο του πολέμου που μαίνεται στην Ουκρανία, «δεν πιστεύω πως η κατασκοπεία αυτή καθαυτή έχει επαναπροσδιοριστεί από την 24η Φεβρουαρίου έως σήμερα», είπε. «Ούτε η ρωσική κατασκοπεία. Σε καιρό πολέμου αλλάζει μόνο η επικέντρωση. Προφανώς τώρα όλοι εστιάζουν σε πληροφορίες που είναι σημαντικές για τις πολεμικές επιχειρήσεις. Συγχρόνως, όμως, η “βρώμικη δουλειά” των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών – δολιοφθορές, παραπληροφόρηση, δολοφονίες, απαγωγές – καθίσταται ολοένα πιο σημαντική», επανέλαβε.
Η GRU κινεί τα νήματα
Σχετικά με την απόφαση του Βλαντίμιρ Πούτιν να θέσει επικεφαλής των όλων επιχειρήσεων των μυστικών υπηρεσιών της Ρωσίας την GRU (υπηρεσία πληροφοριών εξωτερικού του ρωσικού στρατού) ο Νέρινγκ σημείωσε πως «ο κύριος λόγος της απόφασης ήταν ο καλύτερος συντονισμός της κατασκοπείας με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Επρόκειτο επίσης για μια “τιμωρία” και έναν υποβιβασμό της FSB (της υπηρεσίας εσωτερικής ασφαλείας, της πρώην KGB) υπέρ της GRU. Προφανώς δεν ήταν ικανοποιημένος με τη δουλειά της FSB και τώρα προσφέρει στην GRU την ευκαιρία να αναδειχθεί. Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη το γεγονός ότι η υπηρεσία πληροφοριών του στρατού, η οποία διαθέτει επίσης ειδικές δυνάμεις ( Spetsnaz) σε περίπτωση σύρραξης, έχει νέες εξουσίες και καθήκοντα στο πλαίσιο του πολέμου».
Στην παρούσα φάση στο στόχαστρο της GRU βρίσκονται, πέρα, φυσικά, από την Ουκρανία, όλα τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, κυρίως οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία και οι Βρυξέλλες αλλά και οι χώρες της Βαλτικής, η Πολωνία και η Σκανδιναβία. Για να αντεπεξέλθουν σε αυτές τις νέες προκλήσεις, οι μυστικές υπηρεσίες της Δύσης βασίζονται στην «κλασική αντικατασκοπεία».
«Από το 2018 και την υπόθεση του Σεργκέι Σκριπάλ, παρατηρούμε ότι όλες οι δυτικές χώρες δημοσιοποιούν αμέσως ακόμη και ήσσονος σημασίας περιπτώσεις ρωσικής κατασκοπείας για να επιστήσουν την προσοχή στη δράση της και να στείλουν μήνυμα στη Μόσχα. Ωστόσο, πιστεύω ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον άλλα δύο χρόνια για να διατεθούν περισσότεροι πόροι σε αυτόν τον τομέα. Τα τελευταία 30 χρόνια η δράση μας σε αυτόν τον τομέα στην Ευρώπη ήταν σχετικά ισχνή ενώ το εύρος του έργου των υπηρεσιών πληροφοριών και των κινδύνων που συνεπάγεται υποτιμήθηκε τόσο από τις κυβερνήσεις όσο και από την κοινωνία», ανέφερε ο Κρίστοφερ Νέρινγκ.