«Ο Ντέιβιντ ήταν καταπληκτικός. Είχε ένα χάρισμα και ήταν περισσότερο γητευτής παρά σέξι». Η φράση ανήκει σε μια από τις groupies του Ντέιβιντ Μπάουι και μάλλον συγκαταλέγεται στις «αθώες» στιγμές της νέας βιογραφίας η οποία κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Αγγλία. Ταυτόχρονα, αποτελεί και μια μεγάλη αλήθεια: ο καλλιτέχνης δεν σε μαγνήτιζε επειδή ήταν σέξι μόνο για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, αλλά για αυτό που εξέπεμπε – και μέσω των ρούχων του.
Τις λεπτομέρειες για τη ζωή ενός από τους πλέον επιδραστικούς καλλιτέχνες τής ποπ κουλτούρας ανασύρει ο Ντίλαν Τζόουνς, νυν αρχισυντάκτης του βρετανικού «GQ» – το οποίο ξέρει (και) από μόδα. Η βιογραφία τιτλοφορείται «David Bowie: A Life» και, όπως κάθε αντίστοιχος τίτλος που σέβεται τον εαυτό του, είναι μια καλοβαλμένη κλειδαρότρυπα για τη ζωή του μεγάλου σταρ.
Ο Τζόουνς έχει ειδίκευση στα μουσικά ρεύματα της ποπ και ροκ μουσικής και στην περίπτωση αυτή συνέλεξε υλικό παίρνοντας συνέντευξη από 180 πρόσωπα που γνώριζαν τον Ντέιβιντ Μπάουι: φίλοι, εραστές, ανταγωνιστές και συνεργάτες.
Ανά διαστήματα ο ίδιος, «πουλώντας» το βιβλίο του -όπως λέγεται στη γλώσσα της διαφήμισης- προτού κυκλοφορήσει αυτή η βιογραφία, είχε φροντίσει όχι απλώς να μας προϊδεάσει για τα όσα θα διαβάσουμε, αλλά να θέλουμε να την αγοράσουμε για να μάθουμε μυστικά τα οποία δεν ξέρουμε(;). Η λογική της κλειδαρότρυπας που γράφαμε πιο πάνω…
Και πώς να μην αγοράσεις ένα βιβλίο το οποίο περιέχει μια νέα ακτινογραφία τού Μπάουι, πασπαλισμένη -στην κυριολεξία- με κοκαΐνη και εν γένει ναρκωτικά (βλέπε LSD), σεξ-κι άλλο σεξ, βίτσια, ακόμη και τελετές νεκροφιλίας – στις οποίες, εντάξει, τον προσκάλεσαν, αλλά ο καλλιτέχνης αρνήθηκε. Σε αυτά, προσθέστε ή, καλύτερα, αφαιρέστε, τον ετεροθαλή αδελφό του, Τέρι, ο οποίος ήταν σχιζοφρενής, δυο θείες του που αυτοκτόνησαν και μια τρίτη η οποία είχε υποβληθεί σε λοβοτομή. Τι κρατάμε από την εξιστόρηση του βιογράφου το οποίο δεν ξέραμε; ότι η δίχως όρια κατανάλωση κοκαΐνης τού κατέστρεψε τη μύτη, με αποτέλεσμα να υποβληθεί σε επεμβάσεις ενίσχυσης του χόνδρου. Ας ήταν καλά η γυναίκα του, Ιμάν, η οποία τον έσωσε από όλα αυτά και τον βοήθησε να αποτοξινωθεί και από το αλκοόλ, αλλά και τα ναρκωτικά.
Τα παραπάνω, λοιπόν, και μέχρι να πάρουμε στα χέρια μας το βιβλίο για να το διαβάσουμε, αποτελούν εσκεμμένες διαρροές από τον ίδιο τον συγγραφέα της βιογραφίας του Μπάουι.
Τώρα, σε ένα πρόσφατο κείμενό του στο BBC o Ντίλαν Τζόουνς, o οποίος γνώριζε καλά και για πολλά χρόνια τον «Λευκό Λεπτό Δούκα» -ένα από τα προσωνύμιά του- αναφέρεται στην επιδραστικότητα του Ντέιβιντ στη μόδα και στο μοναδικό, αξεπέραστο στυλ που διατηρούσε μέσα στα χρόνια. Και δεν ήταν ένα και δύο, αφού ο Χαμαιλέοντας της Ροκ» -άλλο ένα παρατσούκλι του- ήξερε να προσαρμόζει την εμφάνισή του ανάλογα με αυτό που είχε γράψει σε νότες ή σε φιλμ κάποιας κινηματογραφικής ταινίας. Για την ακρίβεια, σύμφωνα με τον Ντίλαν, αυτό δεν συνέβαινε για να φτιάξει «σετάκι» με κάποιο πρότζεκτ που ήθελε να προωθήσει. Αυτό ένιωθε, έτσι ντυνόταν – «απλό».
Ετσι κι αλλιώς, ένα από τα αγαπημένα παιχνίδια τού εκλιπόντος ειδώλου, από την εποχή που ήταν έφηβος, ήταν να αλλάζει την εικόνα του συνεχώς – σχεδόν κάθε 18 μήνες. Ο Ντέιβιντ Ρόμπερτ Τζόουνς -όπως ήταν το πλήρες όνομά του- επιζητούσε διαρκώς την ιδανική περσόνα του, πάντα ψαχνόταν για το πώς θα φαίνεται πρώτα ο ίδιος στον εαυτό του και έπειτα το πώς θα τον έβλεπαν όλοι οι υπόλοιποι. Ενας από τους πρώτους πειραματισμούς του ήταν μέσω του μακιγιάζ, το οποίο απελευθέρωσε και τόνισε με eye liner την αμφισεξουαλική περσόνα που κουβαλούσε ο Μπάουι. Στην ουσία, ο ίδιος λειτούργησε ως δάσκαλος της μεταμφίεσης, ως στυλίστας και ως μετρ υψηλής και ιδιαίτερης ραπτικής για τον εαυτό του – αποκλειστικά. Το ότι διάσημοι ενδυματολογικοί οίκοι αντέγραψαν την ευφυία τού στυλ του αυτό αποτελεί μια άλλη ιστορία, αφού είναι πραγματικότητα το γεγονός το ότι επηρέασε πολλούς σχεδιαστές. Ισως, τους έλυσε τα χέρια και τους έβαλε (ροκ) ιδέες. Στην πραγματικότητα, ειδικά σε ό,τι αφορά το ξεχωριστό κάθε φορά (ανά χρονιά;) look του, μπορούμε να πούμε ότι το ακολούθησε σαν ροκ τάμα σε ολόκληρη την καριέρα του: μεταμφίεζε τον εαυτό του κάθε φορά σε κάτι διαφορετικό.
Πέραν της μουσικής του, λοιπόν, ο Μπάουι κατάφερε να καταγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο ως ο πιο στυλάτος καλλιτέχνης. Από το 1960 όπου συστήθηκε στο κοινό ως ένας έφηβος του κινήματος των Mod’s, μέχρι τα γκλίτερ σύνολα του Ziggy Stardust το 1970 ή τα προκλητικά ανδρόγυνα looks, ο Ντέιβιντ αναμφισβήτητα ήταν ο εκείνος ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν σκέφτηκε το να προβάρει, να πειραματιστεί με την εικόνα του.
Από Ντέιβιντ Τζόουνς -αρχές της δεκαετίας του ’60- άλλαξε σε Ντέιβιντ Μπάουι φορώντας χαρακτηριστικά κοστούμια της εποχής στα οποία πρόσθεσε στα σακάκια του φαρδιές ρίγες ζωγραφισμένες από τον ίδιο, ενώ έβαψε τα μαλλιά του. Και τότε δεν ήταν τόσο γνωστός, δεν ήταν το ίδιο διάσημος όσο τη δεκαετία του ’80, ενώ η κοινωνία σκεφτείτε ότι τρεφόταν με ολόκληρα κομμάτια πουριτανισμού. Σχεδόν δέκα χρόνια μετά, το 1971, φωτογραφήθηκε για το εξώφυλλο του δίσκου του «The man who sold the world» με ένα φόρεμα από τον σχεδιαστή Μάικλ Φις ο οποίος είχε στο Marylebone boutique αποκλειστικά ανδρικά φορέματα.
Το διάστημα 1972-1974 ο Μπάουι γίνεται γκλαμ με αστραπές, κόκκινα μαλλιά, ρούχα με λάμψη και παγιέτες και θυμίζει εξωγήινο έντομο. Ηταν τότε που γεννήθηκε ο «Ziggy Stardust», η περσόνα που χαρακτήρισε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη το στυλ του.
Επειτα, το 1974-1976, εμφανώς «λιωμένος» από την εκτεταμένη χρήση ναρκωτικών, ο Ντέιβιντ «σκοτώνει» τον Ziggy και στρέφει το ενδιαφέρον του στη μουσική Soul, ενώ παράλληλα υιοθετεί την εμφάνιση του δανδή, με μαύρο παντελόνι, μαύρο γιλέκο και λευκό πουκάμισο.
Το 1976 ήταν «ο άνθρωπος που έπεσε στη Γη», όταν η αλλόκοτα σαγηνευτική όψη του Μπάουι μετέτρεψε τη sci-fi αλληγορία του Νίκολας Ρεγκ σε ένα διαχρονικό καλτ δημιούργημα, με τον Μπάουι να υπογράφει ίσως τη χαρακτηριστικότερη εμφάνισή του στη μεγάλη οθόνη. Στη διετία 1977-1979 προσγειώθηκε στον πλανήτη μας ο δίσκος του «Heroes», όπως και η εμφάνισή του με μονόχρωμο look και δερμάτινο τζάκετ, ντεμακιγιάροντας τα γκλίτερ και τα στρας από το πρόσωπό του και άρχισε να κινείται σε πιο γήινους τόνους.
Στη δεκαετία των eighties, από το 1980 μέχρι και το 1989, αρχίζει εμφανίσεις σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη, ουσιαστικά ζει μεταξύ των δυο αυτών πόλεων και αναβιώνει την εποχή των «θεατράλε» εμφανίσεών του.
Συχνά, σύμφωνα με τον βιογράφο του, κατηγορήθηκε ότι χρησιμοποίησε ανθρώπους – είτε αυτοί ήταν σπουδαίοι μουσικοί, σπουδαίοι σχεδιαστές μόδας, στυλίστες, χορογράφοι, μακιγιέζ και γενικότερα καλλιτέχνες. Αλλά, πάντα σύμφωνα με τον Τζόουνς, ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες ήταν ένας μεγάλος ηγέτης, αφού βρήκε τους σωστούς επαγγελματίες για να υλοποιήσουν το καλλιτεχνικό όραμά του, ανακάλυψε τους κατάλληλους ανθρώπους για τις κατάλληλες θέσεις στην ομάδα του.
Σκεφτείτε τον, λέει ο ίδιος ο Ντίλαν Τζόουνς, ως έναν σπουδαίο ποδοσφαιριστή, ως έναν συντάκτη εφημερίδων ή έναν σκηνοθέτη, με λίγα λόγια με κάποιον που ήξερε τι ήθελε προτού το δει ολοκληρωμένο. Δεν τον συνάρπαζε κάτι περισσότερο από κάποια νέα τάση, κάποια νέα ιδιορρυθμία ή κάποια νέα απόκλιση από το κανονικό, με φόντο και γνώμονα πάντα τον πολιτισμό. Γενικά έδειχνε αδιάφορος για πολλά πράγματα, αλλά επεδείκνυε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο να βρει κάτι διαφορετικό από τα τετριμμένα, το οποίο θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει για να δημιουργήσει μια νέα περσόνα, μια νέα εμφάνιση. «Ακόμα κι αν, απλώς, είχε μόνο ένα καπέλο και μια ελληνική εφημερίδα στα χέρια του», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ντίλαν Τζόουνς.
Πέρα από μια χορταστική και εξαντλητική βιογραφία, το νέο βιβλίο «David Bowie: A Life», που κυκλοφορεί προς το παρόν μόνο στα Αγγλικά, είναι μια χαρτογράφηση του μεταπολεμικού κόσμου, μέσα στον οποίο γεννήθηκε και το φαινόμενο «Ντέιβιντ Μπάουι».
Σήμερα, ο «σμηναγός Τομ» του «Space Oddity» συνεχίζει να αφήνει πίσω του ανεξίτηλο το στίγμα του καθώς εξαφανίζεται στο αχανές Διάστημα, όπου ο χρόνος έτσι κι αλλιώς μετρά διαφορετικά. Αυτό που δεν αλλάζει με τίποτα είναι ότι ο Ντέιβιντ επηρέασε όσο κανένας άλλος καλλιτέχνης τη βιομηχανία μόδας, επί τέσσερις δεκαετίες.
Και σκεφτείτε ότι ίσως η μουσική του δεν θα ήταν ποτέ η ίδια, στην περίπτωση κατά την οποία ο Μπάουι δεν είχε τη συγκεκριμένη εμφάνιση…