Η βουβή αποχώρηση των 32.000 θεατών από το «King Power Stadium» θύμιζε κηδεία. Η Λέστερ είχε μόλις ηττηθεί από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (3-0, με τρία γκολ μέσα σε δέκα λεπτά), έπειτα από ακόμα μια απογοητευτική εμφάνιση. Απέχει μόνον ένα βαθμό από τη ζώνη του υποβιβασμού, και θα χρειαστεί τουλάχιστον πέντε νίκες -έως το τέλος της σεζόν- για να παραμείνει στην Premier League. Αυτό είναι που προβληματίζει τους οπαδούς της, περισσότερο από κάθε τι: με τα χάλια που παρουσιάζει, δεν «βλέπουν» ποιες μπορεί να είναι οι πέντε ομάδες που θα χάσουν από τη δική τους. Η τελευταία νίκη της Λέστερ στο Πρωτάθλημα ήταν εκείνο το 1-0 επί της Γουέστ Χαμ, στις 31 Δεκεμβρίου 2016.
Καμία άλλη πρωταθλήτρια στα χρονικά της Premier League δεν είχε συγκεντρώσει μόνο 21 βαθμούς σε 23 ματς. Καμία άλλη δεν ολοκλήρωσε τον πρώτο γύρο χωρίς νίκη μακριά από το γήπεδό της. Η Λέστερ έχει πετύχει 24 γκολ και έχει δεχτεί 41. Η τελευταία του βαθμολογικού πίνακα, η Σάντερλαντ, έχει περίπου τον ίδιο συντελεστή τερμάτων (24-42). Αλλά, αγώνα με τον αγώνα, βελτιώνεται. Οπως και οι υπόλοιπες ομάδες που θα παλέψουν με τις «Αλεπούδες». Η Χαλ, με τον Μάρκο Σίλβα στον πάγκο της (τον προπονητή που ο Ολυμπιακός άφησε να του φύγει), μάζεψε σε τέσσερα ματς όσους βαθμούς είχε συγκεντρώσει στα 18 προηγούμενα. Η Σουόνσι νίκησε στο «Ανφιλντ», και παραλίγο να κάνει… ζημιά και στο «Ετιχαντ». Εχει τους ίδιους βαθμούς με τη Λέστερ, και την Κυριακή (12/2) την υποδέχεται στο «Λίμπερτι».
Αλλά, πώς γίνεται, μια ομάδα που σε ολόκληρη την περασμένη σεζόν (38 αγωνιστικές) έκανε μόλις τρεις ήττες, τώρα να μετράει δεκατρείς σε 23 αγωνιστικές; Αυτό είναι το… αγαπημένο μυστήριο των ποδοσφαιρικών αναλυτών, τούτη την εποχή. Μόνο που, όλοι δίνουν από μια διαφορετική εξήγηση.
Το ότι υπάρχει πρόβλημα στις σχέσεις του Κλάουντιο Ρανιέρι με τους παίκτες του, είναι ολοφάνερο. Οπως γράφει ο Guardian, οι ποδοσφαιριστές της Λέστερ έχουν πάψει να πιστεύουν στον ιταλό «μάγο». Ετσι συμβαίνει πάντοτε, όταν τα αποτελέσματα δεν δικαιώνουν τις επιλογές του προπονητή. Ο ίδιος, επιχειρώντας να το διαψεύσει, μάλλον το επιβεβαίωσε με τη δήλωσή του μετά το χθεσινό (Κυριακή) ματς με τη Γιουνάιτεντ: «Είμαστε όλοι ένα. Εχω πλήρη εμπιστοσύνη στους παίκτες μου, και εκείνοι σε μένα».
Ενας άλλος λόγος για τον οποίο η εφετινή Λέστερ παραπαίει, είναι η παρθενική της συμμετοχή στο Champions League. Οι παίκτες που πέρυσι έπαιρναν δυο ρεπό την εβδομάδα, ξαφνικά κλήθηκαν να ανταποκριθούν σε ένα πολύ απαιτητικό αγωνιστικό πρόγραμμα, γεμάτο κουραστικά ταξίδια. Για τους περισσότερους από αυτούς, η κορυφαία ευρωπαϊκή διοργάνωση είναι μια ανεπανάληπτη εμπειρία ζωής. Το ότι έστρεψαν όλη τους την προσοχή σε αυτήν, το αποδεικνύουν τα αποτελέσματα: η 16η στην Premier League Λέστερ, στην Ευρώπη τερμάτισε πρώτη στον όμιλό της και δέχτηκε γκολ μόλις στην πέμπτη αγωνιστική. Καθόλου τυχαία, στο αγγλικό πρωτάθλημα έχασε τέσσερα παιχνίδια της -τα τρία με βαρύ σκορ- πριν από κάποιον ευρωπαϊκό της αγώνα.
Στο «Ολντ Τράφορντ», ο Βάρντι και ο Μαχρέζ έγιναν αλλαγή στο ημίχρονο επειδή ακολουθούσε αγώνας στην Ευρώπη, όπως είχε παραδεχτεί ο Ρανιέρι. Εκτός από την ξεκούραση, χάθηκε και η (αυτο)συγκέντρωση. Πέρυσι, ο Ντρινκγουότερ δεν θα έκανε ποτέ μια απρόσεκτη πάσα προς τα πίσω, όπως συνέβη στο ματς κόντρα στη Γουέστ Μπρομ. Και η Λέστερ δεν θα δεχόταν τρία γκολ σε πέντε λεπτά, όπως στον πρώτο αγώνα με τη Γιουνάιτεντ.
Με τα ματς με τη Σεβίλλη να πλησιάζουν, όλοι έχουν το μυαλό τους σε αυτά. Αν η Λέστερ προκριθεί, οι παίκτες της θα προτιμήσουν -βεβαίως- να «τα δώσουν όλα» για την ευρωπαϊκή διάκριση. Αν, πάλι, δεν τα καταφέρει, η απογοήτευση θα τους… ξενερώσει. Είναι κάτι που συμβαίνει σε όλους τους φιλόδοξους συλλόγους, όταν το παίζουν σε διπλό ταμπλό. Με τη διαφορά, ότι η Λέστερ δύσκολα θα ξαναβγεί στο Champions League, στο ορατό μέλλον. Επιπλέον, το μικρό «βάθος» του ρόστερ της δεν τη βοηθά να διαχειριστεί, ταυτοχρόνως, δυο τόσο ανταγωνιστικές διοργανώσεις.
Σε αυτό φταίει και η διοίκηση του συλλόγου, η οποία δεν επένδυσε για την ενίσχυση της ομάδας παρά ελάχιστα από τα δεκάδες εκατομμύρια που μπήκαν εντελώς απρόσμενα στα ταμεία της μετά το «θαύμα» της κατάκτησης του τίτλου στην Αγγλία, τον περασμένο Μάιο. Τον Ιανουάριο σχεδόν απείχε από το… παζάρι. Την τελευταία μέρα των μετεγγραφών απέκτησε, ως δανεικό, τον 25χρονο στόπερ Μόλα Ουαγκέ από την Ουντινέζε, που ανήκει στη Γρανάδα. Το καλοκαίρι πλήρωσε ακριβά μόνο για δυο παίκτες, όμως δεν «της βγήκαν».
Ο Ισλάμ Σλιμανί, ο οποίος μπαινοβγαίνει στην ενδεκάδα με αλλεπάλληλους τραυματισμούς, έχει… μπερδέψει τον Βάρντι, έναν από τους πρωταγωνιστές της περυσινής Λέστερ. Ο αρχισκόρερ της ομάδας δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στο νέο σύστημα, με το οποίο ο Ρανιέρι, προσπάθησε να «χωρέσει» τον αλγερινό επιθετικό στην ομάδα. Πλέον, ο Βάρντι δεν είναι ο παίκτης που όλοι οι συμπαίκτες του αναζητούσαν με τις μπαλιές τους. Με μόλις πέντε γκολ μέχρι στιγμής, είναι η προσωποποίηση της εφετινής αποτυχίας της Λέστερ. Οσο για τον Σλιμανί, το γκολ του στο 1-0 με τη Γουέστ Χαμ ήταν -για την ώρα- το τελευταίο του στην Premier League.
Αλλά και ο Μεντί, ο οποίος αποκτήθηκε από τη Νις, δεν κατάφερε να καλύψει το κενό που άφησε ο Καντέ φεύγοντας, το περασμένο καλοκαίρι, για την Τσέλσι. Μπορεί να φταίνε και οι συχνοί τραυματισμοί του. Το αποτέλεσμα είναι, ο Ντρινκγουότερ να προσπαθεί να κάνει τη δουλειά που έκανε ο Καντέ, δίπλα σε συμπαίκτες χαμηλότερης αξίας, όπως ο Αμαρτέι και ο Κινγκ. Ο Γάλλος δεν ήταν, απλώς, ο καλύτερος παίκτης της περυσινής Λέστερ, αλλά ο ιδανικός αμυντικός χαφ πάνω στον οποίο ο Ρανιέρι είχε στηρίξει τη στρατηγική των αντεπιθέσεων.
Σωστά όλα αυτά, όμως η πιο πειστική εξήγηση για τη μετάλλαξη της πρωταθλήτριας σε μια «ομαδούλα» που κινδυνεύει με υποβιβασμό, είναι αυτή που έδωσε ο ίδιος ο Ρανιέρι: «Η προηγούμενη σεζόν ήταν εντελώς διαφορετική. Κάθε απόφαση του διαιτητή ήταν ευνοϊκή για μας, όλα μας τα σουτ πήγαιναν… δοκάρι και μέσα, σε κάθε πρώτη τελική ευκαιρία μας βάζαμε γκολ, ενώ οι αντίπαλοι έχαναν τις δικές τους ευκαιρίες. Φέτος όλα πάνε στραβά…». Είναι αυτό που στο ποδόσφαιρο ονομάζουμε «ρέντα». Πάνω από μισόν αιώνα στα γήπεδα, ο ιταλός τεχνικός γνωρίζει τη σημασία της καλύτερα από τον καθέναν. Αυτή η «ρέντα» του χάρισε πέρυσι την ποδοσφαιρική αθανασία – και πολλά εκατομμύρια. Τώρα, όμως, τον εγκατέλειψε.
Η Λέστερ κινδυνεύει να γίνει μόλις η δεύτερη ομάδα στα χρονικά του κορυφαίου αγγλικού πρωταθλήματος που κατακτά τον τίτλο και την αμέσως επόμενη σεζόν υποβιβάζεται. Εχει ξανασυμβεί, μια και μοναδική φορά, πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το καλοκαίρι του 1937 η Μάντσεστερ Σίτι σήκωσε το τρόπαιο, σκοράροντας πάνω από 100 γκολ σε ένα αήττητο σερί 22 αγώνων. Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι 12 μήνες αργότερα θα υποβιβαζόταν, με 20 ήττες, τερματίζοντας στην 21η θέση.
Η τελευταία φορά που πρωταθλήτρια Αγγλίας κινδύνευσε να «πέσει» την επόμενη χρονιά του θριάμβου της, ήταν το 1981-1982. Το 1981 η Αστον Βίλα είχε πάρει το Πρωτάθλημα, αλλά την επόμενη σεζόν έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στην ευρωπαϊκή της πορεία. Αυτό που ακολούθησε, ήταν εκπληκτικό. Η ομάδα σώθηκε την τελευταία στιγμή (30 βαθμούς πίσω από την πρωτοπόρο Λίβερπουλ), όμως κατάφερε να νικήσει 1-0 τη Μπάγερν στο Ρότερνταμ, στον τελικό του Πρωταθλητριών, και να σηκώσει την ευρωπαϊκή Κούπα.
Αυτό είναι το ποδόσφαιρο – και ο Ρανιέρι έχει… πικρή πείρα από τον τρόπο με τον οποίο τα αποτελέσματα καθορίζουν τις τύχες των προπονητών. Ο αρχιτέκτονας ενός από τα μεγαλύτερα ποδοσφαιρικά «θαύματα» όλων των εποχών, ο οποίος πριν από μερικές εβδομάδες παρέλαβε από τη Διεθνή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου (FIFA) το βραβείο του «Προπονητή της Χρονιάς για το 2016», κινδυνεύει να απολυθεί. Το γνωρίζει, και δεν διστάζει να το παραδεχτεί δημοσίως. Βλέπετε, οι εκπλήξεις -που ομορφαίνουν το σπορ- είναι ένα νόμισμα με δυο όψεις. Κι αν, τελικώς, η Λέστερ υποβιβαστεί, ο προηγούμενος θρίαμβός της θα φαντάζει ακόμη πιο αφύσικος.