Αήττητος μέσα στο 2020 (σε 36 αγώνες), Νο 1 στην παγκόσμια κατάταξη και σε δαιμονιώδη φόρμα -«παίζω το καλύτερο τένις της καριέρας μου», είχε τονίσει ο ίδιος- ο Νόβακ Τζόκοβιτς πήγε να αγωνιστεί στον τελικό του Ρολάν Γκαρός σαν σίγουρος νικητής. Την προηγούμενη μέρα ο προπονητής του, Γκόραν Ιβανίσεβιτς, εξηγούσε στους εκπροσώπους των media γιατί ο Σέρβος ήταν αδύνατον να χάσει αυτό το παιχνίδι.
Τζόκοβιτς και Ναδάλ μας έχουν χαρίσει τους μεγαλύτερους σε διάρκεια τελικούς στα Γκραν-Σλαμ τουρνουά, αλλά και τους πιο συναρπαστικούς. Κανένας άλλος παίκτης δεν έχει νικήσει τόσες πολλές φορές τον «Ράφα» όσες ο «Νόλε», ή τον «Νόλε» όσες ο «Ράφα» (με τον Ισπανό να έχει ένα ελαφρύ προβάδισμα). Ολοι περίμεναν μια «χιτσκοκική» αναμέτρηση. Υποτίμησαν, όμως, τη μαγική δύναμη που ο Ναδάλ αποκτά όταν πατά το χώμα του Γαλλικού Οπεν.
Στο κορτ στο οποίο είχε κατακτήσει τον πρώτο του major τίτλο, σε ηλικία 19 ετών και δυο ημερών, έχοντας αποκλείσει στον ημιτελικό τον απόλυτο κυρίαρχο εκείνης της εποχής, Ρότζερ Φέντερερ, ο Ισπανός εμφανίστηκε σαν το μυθικό τέρας του Ρολάν Γκαρός -με τέτοιο μοιάζει- και… κατασπάραξε τον μεγάλο του αντίπαλο με 3-0 σετ. Ηταν η 100η νίκη του σε 102 αγώνες στη διοργάνωση! Ολοι οι σπουδαίοι τενίστες έχουν τον αγαπημένο τους τόπο. Για τον Φέντερερ είναι το γρασίδι του Ουΐμπλεντον. Για τον Τζόκοβιτς, το ακρυλικό δάπεδο του Αυστραλιανού Οπεν. Αλλά μόνον ο Ναδάλ έχει να επιδείξει την απόλυτη επιτυχία (13 στα 13) στη δική του προνομιακή επιφάνεια.
Ο τενίστας από τη Μαγιόρκα έφτασε τα 20 Γκραν-Σλαμ, ισοφαρίζοντας το ρεκόρ όλων των εποχών που κατέχει ο Φέντερερ από τον τελευταίο του θρίαμβο (στο Αυστραλιανό Οπεν τον Ιανουάριο του 2018). Ο Τζόκοβιτς έμεινε στα 17 major τρόπαια. Και, όπως συμβαίνει πάντα έπειτα από μια εκκωφαντική νίκη, η συζήτηση για το ποιος είναι ο GOAT (Greatest Of All Time) του αθλήματος αναζωπυρώθηκε πάλι. Μόνο που, αυτή δεν οδηγεί σε κάποιο αντικειμενικό συμπέρασμα. Εστω κι αν το τένις είναι σπορ της στατιστικής.
Πρώτα απ’ όλα, αδικεί τους παλιούς. Την εποχή που μεσουράνησαν ο Μποργκ, ο Μάκενρο, ο Κόνορς, ο Μπέκερ, ο Λεντλ, ή ο Σάμπρας, το τένις δεν ήταν τόσο γρήγορο και τόσο θεαματικό όσο σήμερα. Εάν αυτοί αποκλειστούν, θα πρέπει να αναζητήσουμε τον καλύτερο ανάμεσα στους Big-3 του καιρού μας (που στη δεκαετία 2011-2020 έχουν μοιραστεί 31 από τα 39 Γκραν-Σλαμ τρόπαια!). Ναι, αλλά με ποια κριτήρια θα τον επιλέξουμε;
Οι κατακτήσεις major τίτλων «δείχνουν» Φέντερερ και Ναδάλ. Σήμερα. Γιατί «αύριο» ο Ναδάλ, ίσως και ο Τζόκοβιτς, θα προσπεράσουν τον Ελβετό, που το 2021 θα αποσυρθεί από τα κορτ. Ενώ εκείνοι, πέντε και έξι χρόνια νεώτεροι, θα συνεχίσουν να συλλέγουν ασημικά – ζωή να ‘χουν. Τα αποτελέσματα στα μεταξύ τους παιχνίδια «δείχνουν» Τζόκοβιτς, Ναδάλ και Φέντερερ. Με αυτή τη σειρά. Ο «Βασιλιάς» χάνει και από τους δυο. Κυρίως γιατί, από μια ηλικία κι έπειτα, δυσκολευόταν να αντιμετωπίσει την αθλητικότητά τους. Ο Τζόκοβιτς, για παράδειγμα, άρχισε να τον νικά με μεγάλη συχνότητα όταν ο Ελβετός μπήκε στα 35. Εάν είχε αποσυρθεί νωρίς, η εικόνα θα ήταν εντελώς διαφορετική.
Σε όρους ταλέντου, ο Ναδάλ υπήρξε το μεγαλύτερο. Κέρδισε το πρώτο του τουρνουά ΑΤP, το πρώτο του Γκραν-Σλαμ και την πρώτη τετράδα major τίτλων τρία χρόνια μικρότερος από ό,τι ο Φέντερερ.
Φτάνουμε, λοιπόν, στο παράδοξο: ενώ ο Φέντερερ χάνει σχεδόν σε όλες τις συγκρίσεις με τον Ναδάλ και τον Τζόκοβιτς, οι περισσότεροι αναλυτές του τένις τον θεωρούν ως τον καλύτερο παίκτη όλων των εποχών. Γιατί; Επειδή το ίδιο το παιχνίδι είναι πολύ πιο σημαντικό από οποιονδήποτε στατιστικό δείκτη. Ο Ελβετός, λοιπόν, είναι ένας αρτίστας των κορτ, ασυναγώνιστος σε τεχνική και εμπνεύσεις, θεαματικός, δεξιοτέχνης κάθε κίνησης που μπορεί κανείς να συναντήσει στο τένις, αλλά και «εφευρέτης» μερικών που δεν υπήρχαν πριν από αυτόν.
Μπορεί σε κάποιους να αρέσει ο Τζόκοβιτς, που κερδίζει τους πόντους του λες και τους έχει σκηνοθετήσει, ή ο Ναδάλ, που αρνείται να παραδοθεί σε οποιαδήποτε δυσκολία και διαρκώς ανασταίνεται από τους τραυματισμούς του, όμως κανείς δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος από τη διάρκεια του Φέντερερ. Που συμπλήρωσε 310 εβδομάδες στο νούμερο 1 της παγκόσμιας κατάταξης (237 διαδοχικές) και που στα 39 του, πλέον, παραμένει ανταγωνιστικός στο υψηλότερο επίπεδο.
Σε κάθε περίπτωση, όποιον από τους τρεις κι αν προτιμά κανείς, αυτή η αντιπαλότητα είναι, ίσως, το… μπεστ-σελερ στα ατομικά σπορ.
Αν είναι δύσκολο να συγκρίνεις αθλητές της ίδιας εποχής, που βρέθηκαν αντιμέτωποι στο μεσουράνημά τους, είναι αδύνατο να το κάνεις αντικειμενικά με εκείνους που ποτέ δεν συναντήθηκαν στην καριέρα τους, ή αναμετρήθηκαν για πολύ μικρό χρονικό διάστημα και κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες. Οπως ο Λιούις Χάμιλτον και ο Μίκαελ Σουμάχερ.
Την περασμένη Κυριακή ο βρετανός πιλότος τερμάτισε πρώτος στο γερμανικό Γκραν-Πρι του Αϊφελ, στο Νίρμπουργκρινγκ, κι έφτασε τις 91 νίκες, ισοφαρίζοντας το ρεκόρ του γερμανού θρύλου της Φόρμουλα 1. Πολύ σύντομα θα τον φτάσει και στις κατακτήσεις του παγκόσμιου τίτλου, αφού μετά την εγκατάλειψη του Μπότας απέχει ελάχιστα από τον έβδομό του θρίαμβο. Τον Αύγουστο του 2019 είχε ανέβει στο πόντιουμ για 156η φορά, αφήνοντας τον Σουμάχερ δεύτερο στη λίστα με τις περισσότερες παρουσίες στην πρώτη τριάδα ενός αγώνα. Γενικώς, ο 35χρονος Χάμιλτον γράφει ιστορία, καταρρίπτοντας ένα – ένα τα ρεκόρ του «Σούμι», και δεν θα αργήσει να γίνει ο κορυφαίος οδηγός στα χρονικά της F-1. Τουλάχιστον από στατιστικής απόψεως.
Θα είναι και στην ουσία ο καλύτερος όλων των εποχών; Η σχετική συζήτηση άνοιξε, ήδη, όμως η κρίση δεν μπορεί παρά να είναι υποκειμενική. Ο Χάμιλτον εμφανίστηκε στις πίστες το 2007. Ο Σουμάχερ είχε αποχωρήσει το 2006. Κι όταν, το 2010, επέστρεψε για δυο χρόνια το έκανε στα 41 του, με τη Μερτσέντες που τότε δεν διέθετε αξιόλογη δυναμική στα μονοθέσια. Οσο για τον Αϊρτον Σένα, που δεν μπορεί να μείνει απέξω στην κουβέντα για τον GOAT των σιρκουΐ, ο ήλιος του είχε δύσει ξαφνικά, μαζί με τη ζωή του, όταν το άστρο του Σουμάχερ είχε αρχίσει να ανατέλλει. Οταν σκοτώθηκε ο Βραζιλιάνος, ο Χάμιλτον ήταν εννέα ετών.
Ο Σένα υπήρξε η προσωποποίηση του πάθους για την ταχύτητα, ένας πιλότος που ακροβατούσε μεταξύ ζωής και θανάτου. Μεσουράνησε τον καιρό που η ικανότητα του οδηγού, το ένστικτό του, έπαιζε, ακόμη, τον πρώτο ρόλο. Ο Σουμάχερ πρωταγωνίστησε στην «ηλεκτρονική» εποχή – και ήταν ιδανικός γι’ αυτήν: ένα σχεδόν αλάνθαστο κομπιούτερ πίσω από το τιμόνι. Ο Χάμιλτον μοιάζει με τον Γερμανό, όπως έχει παρατηρήσει ο Αλέν Προστ με τις 51 νίκες στη F-1, όμως δεν είναι τόσο ριψοκίνδυνος. Εχει 30 ταχύτερους γύρους λιγότερους από τους 77 του Σουμάχερ. Πώς να τους συγκρίνεις;
Αμέσως μετά τον αγώνα στο Νίρμπουργκρινγκ ο 21χρονος γιος του «Σούμι», Μικ Σουμάχερ, πλησίασε τον Βρετανό και του δώρισε ένα κόκκινο κράνος της Mercedes, το οποίο ανήκε στον πατέρα του, για να τον συγχαρεί που ισοφάρισε το ρεκόρ του – χειρονομία που μαρτυρά το μεγαλείο του αθλητισμού. Τότε ο Χάμιλτον, προς τιμήν του, έβαλε τα πράγματα στη θέση τους: «Ουάου, δεν ξέρω τι να πω. Νιώθω μεγάλη τιμή. Ο Μίκαελ Σουμάχερ κυριάρχησε τόσο πολύ σε αυτό το άθλημα, ποτέ δεν φαντάστηκα πως θα μπορούσα να τον πλησιάσω. Είναι ένα είδωλο για μένα. Μικρός τον διάλεγα στο ηλεκτρονικό παιχνίδι Grand Prix II. Κανένας δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του, ό,τι κι αν δείχνουν οι αριθμοί».