Εξι εκατομμύρια παιδιά υποσιτίζονται ήδη ενώ αλλά δεκαέξι εκατομμύρια είναι αντιμέτωπα με το φάσμα της πείνας σε αστικές, κυρίως, περιοχές σε κράτη της υποσαχάριας Αφρικής, από τη Σενεγάλη έως την Ερυθραία, που εξαρτώνται σε ποσοστό άνω του 50% από τις εισαγωγές σιταριού από τη Ρωσία και την Ουκρανία.
Ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) μετράει 26 χώρες συνολικά που εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από το σιτάρι των δύο εμπόλεμων χωρών. Η Unicef καταγγέλλει πως στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική υπάρχουν κράτη που εισάγουν έως και το 90% των τροφίμων που καταναλώνονται από τους πολίτες τους και η πλειονότητα των παιδιών υποφέρουν από τις συνέπειες του υποσιτισμού.
Πλέον, ωστόσο, υπάρχουν πολλές πιθανότητες η κατάσταση να επιδεινωθεί περαιτέρω – η ιταλική La Repubblica κάνει λόγο για κίνδυνο λιμού σε δημοσίευμά της – εξαιτίας του συνδυασμού των συνεπειών του πολέμου, περιλαμβανομένων και των κυρώσεων κατά της Ρωσίας και της Λευκορωσίας, και της αντίδρασης στις κυρώσεις, του μπλόκου των μεταφορών και της αύξησης των τιμών.
Κατά τον Μάρτιο ο δείκτης τιμών τροφίμων του FAO αυξήθηκε κατά 12,6% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και περισσότερα από τριάντα χρόνια. Την ίδια ώρα το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (CSIS), μια εγνωσμένου κύρους δεξαμενή σκέψης που εδρεύει στην Ουάσιγκτον, προειδοποιεί ότι το γεωργικό/διατροφικό παγκόσμιο σύστημα ποτέ ξανά δεν έχει βρεθεί αντιμέτωπο με τέτοια απειλή.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι στη Ρωσία αντιστοιχεί το 20% των παγκόσμιων εξαγωγών σταριού και στην Ουκρανία το 10% αλλά και την παγκοσμιοποιημένη αγορά, ο πόλεμος μεταξύ δύο «αγροτικών υπερδυνάμεων» δύναται να έχει πρωτοφανή αντίκτυπο στην παγκόσμια γεωργία και στην επισιτιστική ασφάλεια. Μάλιστα κάποιες από τις άκρως αρνητικές συνέπειες καταγράφονται ήδη με τις εξαγωγές από την Ουκρανία να έχουν μπλοκαριστεί εν μέρει, τις μελλοντικές σοδειές στη χώρα να απειλούνται και τις τιμές των γεωργικών πρώτων υλών να εκτινάσσονται στα ύψη.
Οι χώρες που κινδυνεύουν περισσότερο είναι αυτές που εξαρτώνται όχι μόνον από τις εισαγωγές διατροφικών πρώτων υλών από τη Ρωσία και την Ουκρανία αλλά και από τα λιπάσματα της Ρωσίας η οποία έχει σχεδόν το μονοπώλιο παραγωγής λιπασμάτων.
Η κατάσταση που έχει ήδη διαταράξει τις διατροφικές ισορροπίες στη μισή υφήλιο επιβαρύνεται σημαντικά από την ξεκάθαρη πρόθεση της Ρωσίας «να πλήξει τις ουκρανικές γεωργικές υποδομές», καταγγέλλει το CSIS: «στοχεύοντας χωράφια, γεωργικά μηχανήματα, αποθήκες, αγορές, δρόμους και λιμάνια, η Ρωσία σκοπεύει να ακρωτηριάσει την αγροτική οικονομία της Ουκρανίας, περικόπτοντας έτσι μια από τις κυριότερες πηγές εσόδων της χώρας». Σημειώνεται ενδεικτικά ότι το 2021, η συνεισφορά της γεωργίας στο ουκρανικό ΑΕΠ ξεπέρασε το 10,6%.
Τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι παραγωγοί της Ουκρανίας τις ανέδειξε και ο υπουργός Γεωργίας της χώρας Μικόλα Σόλσκι, σημειώνοντας πως φέτος η Ουκρανία θα έπρεπε να εξάγει στις διεθνείς αγορές 20 εκατομμύρια τόνους σιτάρι της περσινής χρονιάς, αλλά πλέον είναι αδύνατο να γίνει αυτό, καθώς τα λιμάνια της χώρας είναι αποκλεισμένα. Εως σήμερα από την Ουκρανία έχουν εξαχθεί μόλις πέντε εκατομμύρια τόνοι, μόλις 200.000 κατά τον προηγούμενο μήνα.
Ζήτημα, όμως, δεν αποτελεί μόνον η διατάραξη των μεταφορών αλλά και το ενδεχόμενο την επόμενη χρονιά να μην υπάρχει ουκρανικό σιτάρι να εξαχθεί. Ο πόλεμος συνεχίζεται και οι ζημιές αυξάνονται καθημερινά ενώ η σπορά, φέτος, εκτιμάται πως θα περιοριστεί από 20 έως 30% σε σχέση με πέρυσι.
Ο ουκρανός υπουργός Γεωργίας εκτιμά επίσης πως λόγω των ελλείψεων οι τιμές θα συνεχίσουν να είναι υψηλές κατά τα επόμενα τρία έως πέντε χρόνια και αυτό θα έχει τρομακτικές συνέπειες στις πιο φτωχές χώρες που δύσκολα θα καταφέρουν να καταστούν περισσότερο αυτάρκεις από επισιτιστική άποψη, κυρίως επειδή δεν έχουν λιπάσματα και το κόστος της ενέργειας έχει επίσης αυξηθεί δραματικά.
Ταυτόχρονα εξακολουθούν να υφίστανται, φυσικά, οι κίνδυνοι που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή. Τις προηγούμενες ημέρες η Εθνική Συνομοσπονδία Αγροτών της Ιταλίας σήμανε συναγερμό για το ρύζι. Στην Ιταλία αντιστοιχεί το 50% της συνολικής ευρωπαϊκής παραγωγής. Ωστόσο οι ιταλικοί ορυζώνες, ειδικά στη Βόρεια Ιταλία, απειλούνται λόγω της ξηρασίας που επικρατεί εδώ και αρκετούς μήνες. Εξαιτίας της λειψυδρίας αλλά και του υψηλότατου κόστους της ενέργειας η σπορά ενδέχεται να μειωθεί κατά 30.000 στρέμματα φέτος.