O Μαρκ Γουόλμπεργκ είναι ένα φαινόμενο. Και όχι μόνο επειδή ξεκίνησε τη ζωή του ως ένας κοινός αλήτης, ένας παρίας που είναι να απορείς πώς γλίτωσε τη φυλακή ή μια σφαίρα στο κεφάλι. Είναι φαινόμενο διότι πλησιάζοντας τα 50 –και κάπως αθόρυβα είναι η αλήθεια– έχει φτάσει να είναι ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους ηθοποιούς στο Χόλιγουντ· και δικαίως, καθώς ως το 2017 που τα μέτρησε το Forbes, οι ταινίες του είχαν αποφέρει 5,3 δισ. δολάρια!
Είτε μας αρέσει είτε όχι, αν θέλεις να βρεις κάποιον στη βιομηχανία του θεάματος για να διηγηθείς μια ιστορία εξιλέωσης, στον Γουόλμπεργκ πρέπει να σταθείς: είναι μια new age ενσάρκωση του αμερικανικού ονείρου, χωρίς να έχει το σταριλίκι του Μπραντ Πιτ ή την κοσμοπολίτικη αύρα του Τζορτζ Κλούνεϊ. Και τώρα, τρόπον τινά, επιστρέφει εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν όλα.
Ο Γουόλμπεργκ είχε μια αγριεμένη εφηβεία: γέννημα θρέμμα Βοστωνέζος, στα 16 του χρόνια είχε παρατήσει το σχολείο, ήταν εθισμένος στην κοκαΐνη, μπλεγμένος στο εμπόριο ναρκωτικών και σύντομα θα είχε και ένα βεβαρυμένο ποινικό μητρώο – μια συνηθισμένη ιστορία χαμένων της πόλης.
Μία ανοιξιάτικη μέρα του 1988 σε κάποιον από τους «κακόφημους δρόμους» της Βοστώνης, επιτέθηκε στον βιετναμέζικης καταγωγής Θαν Λαμ και τον χτύπησε άγρια με ένα ξύλο.
Επειτα από λίγες ώρες συνελήφθη και οδηγήθηκε στα δικαστήρια κατηγορούμενος για απόπειρα ανθρωποκτονίας.
Δήλωσε ένοχος και η ποινή του μειώθηκε σε δύο χρόνια κάθειρξης, αλλά εξέτισε πολύ λιγότερο από την ποινή που του επιβλήθηκε.
Οταν βγήκε από εκεί, βρήκε δουλειά σε μια οικοδομή, αποφασισμένος να μη γυρίσει ποτέ ξανά στη φυλακή.
Και τα κατάφερε: έγινε αστέρας πρώτου μεγέθους, αρχικά ως ράπερ στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και κατόπιν ως ηθοποιός, φτάνοντας σήμερα, στα 49 του χρόνια πια, να τα έχει αφήσει όλα αυτά πίσω του.
Κυριολεκτικά, καθώς πλέον δεν μένει στην αγαπημένη του Βοστώνη, αλλά έχει μετακομίσει μόνιμα, μαζί με την οικογένειά του, στο Λος Αντζελες.
Και ετοιμάζεται για μια ακόμη κωμωδία δράσης, με τίτλο «Σπένσερ: Εμπιστευτικό» που θα κάνει πρεμιέρα στις 6 Μαρτίου στο Netflix.
Δίπλα του, στη σκηνοθεσία, ο μόνιμος τα τελευταία χρόνια συνοδοιπόρος του, Πίτερ Μπεργκ, με τον οποίο έχουν ήδη συνεργαστεί στις ταινίες «Ο μόνος επιζών», «Η μέρα των ηρώων», «Deepwater Horizon» και «Mile 22».
Η ταινία αφηγείται την ιστορία ενός σκληροτράχηλου αστυνομικού, του Σπένσερ, που βγαίνει από τη φυλακή και επιστρέφει στη Βοστώνη όταν μαθαίνει πως κάποιοι παλιοί του φίλοι βρίσκονται δολοφονημένοι.
Θα πάρει μαζί του έναν πυγμάχο (τον υποδύεται ο Γουίνστον Ντιουκ) και θα αποπειραθούν να βρουν τους δολοφόνους και να πάρουν εκδίκηση. Κλασική ιστορία, θα πει κάποιος, αλλά εδώ αξίζει η νέα επιστροφή του Γουόλμπεργκ στη γενέτειρά του –είχαν προηγηθεί αυτή στο οσκαρικό «Ο πληροφοριοδότης» του Μάρτιν Σκορσέζε το 2006 και αυτή στο «Patriots Day» του Μπεργκ το 2016.
Ο Γουόλμπεργκ μίλησε στην Corriere della Sera για τη νέα του αυτή κινηματογραφική απόπειρα, κυρίως όμως για την επιστροφή του στους κακόφημους δρόμους της πόλης του.
Oπως λέει, του αρέσει η Βοστώνη «αλλά σε μικρές δόσεις», καθώς του αρέσει να ζει στην Καλιφόρνια.
«Μεγάλωσα σε μια πολύ κακόφημη γειτονιά, όπου το μόνο που έμαθα ήταν να πίνω, να κλέβω και να πλακώνομαι στο ξύλο. Εκανα μερικές αμφιλεγόμενες επιλογές ζωής, αλλά ευτυχώς κατάφερα να αλλάξω την πορεία της ζωής μου. Το ότι βρέθηκα στη φυλακή με έκανε να ανακαλύψω εκ νέου την αξία της ζωής αλλά και της θρησκείας», τονίζει.
Οπως σημειώνει ο ηθοποιός, ο Σπένσερ γίνεται ήρωας άθελά του, καθώς είναι ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια του μπροστά σε μια αδικία.
Ωστόσο, η αίσθησή του αυτή περί ηρωισμού και η διάθεσή του ώρες ώρες να συμπεριφέρεται σαν εκδικητής-vigilante, τον οδηγούν στη φυλακή.
Μοιάζει λοιπόν και ο ίδιος με τον Σπένσερ, έστω λίγο;
«Δεν ξέρω, αλλά σίγουρα θα ήθελα να είμαι σαν αυτόν, ένας πραγματικός ήρωας που διαθέτει όλες τις ιδιότητες που όλοι μας θα θέλαμε να έχουμε. Μου αρέσει να πιστεύω ότι, βλέποντας να συμβαίνει μια αδικία, θα ήμουν αρκετά γενναίος ώστε να παρέμβω και να αποκαταστήσω την τάξη».
Φυσικά και έχει καλή γνώμη για το Netflix (αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, άλλωστε…) και τις άλλες πλατφόρμες συνεχούς ροής κινηματογραφικού περιεχομένου που εδώ και μια πενταετία έχουν αλλάξει τα δεδομένα στη βιομηχανία του θεάματος.
«Είναι καλό, με τη φρενήρη και αγχωτική ζωή που ζούμε σήμερα, να είμαστε σε θέση να αποφασίσουμε μόνοι μας τι να δούμε ανά πάσα στιγμή και μέσα στην ασφάλεια του σπιτιού μας. Φυσικά και θα ήθελα οι άνθρωποι να μη σταματούν να πηγαίνουν στον κινηματογράφο, αλλά η επιλογή από μόνη της είναι κάτι θετικό», επισημαίνει.
Τέλος, και όσον αφορά τι κάνει ο ίδιος στον ελεύθερο χρόνο του με τα τέσσερα παιδιά του, καταλήγει με νόημα ότι «τα παιδιά μου δεν παρακολουθούν πολλή τηλεόραση πλέον. Ισως να δούμε μια ταινία μαζί, αλλά πλέον είναι σε αυτή την ηλικία που κάνουν όλο και λιγότερα πράγματα με τους γονείς τους. Προσπαθώ απλώς να έχω αρκετές στιγμές παιχνιδιού και γέλιου μαζί τους. Νομίζω ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό».