Ο Εμανουέλ Μακρόν ψηφίστηκε για να κάνει μεγάλες αλλαγές στη χώρα του και να την ξαναφέρει στο παγκόσμιο προσκήνιο – αυτό ζήτησε εξάλλου από τους ψηφοφόρους. Ωστόσο, με τη δημοτικότητά του σε (ελεύθερη) πτώση, αντιλαμβάνεται την ανυπομονησία των πολιτών και θέλει να κριθεί μακροπρόθεσμα, όπως τονίζει σε μεγάλη συνέντευξη, με τη συμπλήρωση 100 ημερών.
Στις περισσότερες από 20 σελίδες της συνέντευξης στο περιοδικό Le Point, ο Μακρόν παρουσιάζει λεπτομερώς τη φιλοδοξία του για να ξαναγίνει η Γαλλία μεγάλη δύναμη διεθνώς, με την παράλληλη εφαρμογή ευρέων μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς: τα δημοσιονομικά, την ασφάλεια, τα κοινωνικά επιδόματα, την αγορά εργασίας και την παιδεία.
Μπορεί η διατύπωση να θυμίζει λιγάκι τον Τραμπ, ο Μακρόν όμως στοχεύει αλλού και φιλοδοξεί «να ξαναγίνει η Γαλλία μια περήφανη χώρα» και «να ξεπεράσει το αίσθημα της ήττας».
«Πιστεύω στην ανοικοδόμηση ενός πολιτικού ηρωισμού, μια πραγματική φιλοδοξία για να πετύχουμε ακόμη και αυτά που χαρακτηρίζονται αδύνατα», υπογραμμίζει, παρουσιάζοντας τη δική του επιτυχημένη πορεία ως ήττα «αυτού που χαρακτηρίζεται αδύνατο».
Δεν είναι δυνατό να κριθεί το έργο του μέσα σε 100 ημέρες, εκτιμά, διότι «δεν μπορούμε να κάνουμε πράγματα σε 100 ημέρες», σημειώνει ο Γάλλος πρόεδρος. Ωστόσο ο Μακρόν κατανοεί ότι πρέπει «να ζω επί μήνες με την ανυπομονησία του λαού».
Παρά ταύτα, ο Γάλλος πρόεδρος υπερασπίζεται όλες τις αποφάσεις που έλαβε μετά την ορκωμοσία του, ξεκινώντας από τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας που θα παρουσιαστεί σήμερα Πέμπτη και η οποία έχει στόχο να μειώσει το μεγάλο ποσοστό ανεργίας, αλλά και την αμφιλεγόμενη μείωση του επιδόματος στέγασης, ένα μέτρο το οποίο θέλει να προχωρήσει στο πλαίσιο μια πιο ευρείας μεταρρύθμισης.
Κατά κάποιο τρόπο αυτή είναι μία από τις πρώτες μεγάλες δοκιμασίες για την θητεία του Μακρόν. Τα εργασιακά είναι μια «καυτή πατάτα» στα χέρια των γαλλικών κυβερνήσεων και προοιωνίζονται διαμαρτυρίες στην κοινωνία. Οι επόμενοι μήνες θα δείξουν αν θα επαναληφθούν, όπως συνέβη και με την κυβέρνηση Ολάντ.
Τα βάσανα της διεθνούς πολιτικής
Στα εξωτερικά ζητήματα, ο Μακρόν επισημαίνει ότι επιθυμεί την επανίδρυση μιας Ευρώπης που προστατεύει τόσο στον εμπορικό όσο και στον αμυντικό τομέα, μιας Ευρώπης η οποία θα μπορεί να συγκρίνεται σε δύναμη με τις ΗΠΑ και την Κίνα και θα γίνει «ηγέτης του ελεύθερου κόσμου».
Στόχος του είναι να πείσει τις χώρες της ευρωζώνης να αποκτήσουν κοινό προϋπολογισμό ώστε να μπορούν να δανείζονται και να επενδύουν σε μεγάλη κλίμακα μεταξύ τους. Δεν διστάζει μάλιστα να καταγγείλει χώρες, όπως η Πολωνία, οι οποίες κατά τη γνώμη του «υπονομεύουν τις θεμελιώδεις αξίες» της ΕΕ.
Ο γάλλος πρόεδρος τάσσεται υπέρ ενός «διαλόγου αλήθειας και ρεαλισμού» με τους ξένους ομολόγους του, περιλαμβανομένου του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, επισημαίνοντας ότι συζητά όλα τα θέματα, «ακόμη και αυτά που ενοχλούν».
Όπως διαβεβαιώνει «μιλάω με όλους. Με πολύ ευθύ, ειλικρινή τρόπο, την ώρα που ήταν συνηθισμένο να μην μιλάμε για τα θέματα που ενοχλούν».
Αλλά και πάλι σχολιάζει ότι «η διεθνής σκηνή δεν είναι ιδιαίτερα κουλ» και φέρνει σαν παράδειγμα τις συνομιλίες του με τον Τούρκο ηγέτη. «Είμαι αυτός που είναι αναγκασμένος να μιλά με Ερντογάν κάθε εβδομάδα, ξέρετε» λέει σε μια αναφορά στις συζητήσεις για την άμεση απελευθέρωση του δημοσιογράφου Λου Μπιρό που κρατείται στην Τουρκία.
Αναφερόμενος στην «απόλυτη διαφωνία του» με τον Πούτιν για το θέμα της Ουκρανίας, ο Μακρόν τόνισε ότι «η Γαλλία δεν θα του χαριστεί», όμως πρόσθεσε ότι οι δύο χώρες «έχουν εγκαινίασαν ένα διάλογο σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών, τον διάλογο Τριανόν».
Ο Γάλλος πρόεδρος επανέλαβε τη θέση του ότι η αποχώρηση του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ δεν θα πρέπει «να αποτελεί προϋπόθεση για όλα».
Σημείωσε μάλιστα ότι μετά τη συνάντησή του με τον Ρώσο ομόλογό του στα τέλη Μαΐου στις Βερσαλλίες έχει «την αίσθηση πως η ρωσική άποψη έχει αλλάξει» αναφορικά με τα ζητήματα των χημικών όπλων και των ανθρωπιστικών συμφωνιών. «Αν ο Βλαντίμιρ Πούτιν με βοηθήσει να σημειώσω προόδους στα θέματα αυτά, θα μπορέσουμε να βρούμε σημεία σύγκλισης», επεσήμανε ο Μακρόν. Τόνισε μάλιστα ότι Ρωσία και Γαλλία συμφωνούν σε κάποια θέματα, «κυρίως σε ό,τι αφορά την κλιματική αλλαγή».