Στη Γαλλία μετά τις βουλευτικές εκλογές ο Εμανουέλ Μακρόν είναι στην καλύτερη περίπτωση αποδυναμωμένος, εάν δεν βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, όπως υποστηρίζουν αρκετοί εντός και εκτός της Γαλλίας.
Στην Ιταλία ο Μάριο Ντράγκι καλείται να αντιμετωπίσει τον εμφύλιο πόλεμο που έχει ξεσπάσει στο Κίνημα Πέντε Αστέρων (και θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και στη διάλυσή του) με αφορμή την εσωτερική σύγκρουση του πρώην πρωθυπουργού Τζουζέπε Κόντε με τον ιταλό υπουργό Εξωτερικών Λουίτζι ντι Μάιο λόγω των επιφυλάξεων του πρώτου όσον αφορά τη συνέχιση της αποστολής όπλων στην Ουκρανία. Μόνιμο πρόβλημα για την κυβέρνηση Ντράγκι αποτελεί και ο Ματέο Σαλβίνι της ακροδεξιάς Λέγκα ο οποίος πρόσφατα μετέβη όχι στο Κίεβο αλλά στη Μόσχα.
Στη Γερμανία, σύμφωνα με την λιγότερη αρνητική άποψη, ο Ολαφ Σολτς εξακολουθεί να προσπαθεί να μιμηθεί την Ανγκελα Μέρκελ στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής, δίχως να αντιλαμβάνεται ότι οι καιροί απαιτούν μια εντελώς διαφορετική γερμανική ηγεσία και δίχως το Κίεβο να έχει παραλάβει ακόμα τα όπλα που δεσμεύτηκε να παράσχει το Βερολίνο στην εμπόλεμη χώρα.
Αλλά και στην Ισπανία η ιστορική νίκη που κατήγαγε η Δεξιά στις περιφερειακές εκλογές στην Ανδαλουσία αποδυναμώνει τον Σοσιαλιστή πρωθυπουργό, ενάμιση χρόνο πριν από τις βουλευτικές εκλογές.
Η Ευρώπη σε πόλεμο
«Στις κολώνες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος έχουν αρχίσει να εμφανίζονται κάποιες ρωγμές», υποστηρίζει σε άρθρο του ο Αντρέα Μπονάνι της La Repubblica. Πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα μπορούσε, ενδεχομένως, να υποστηριχθεί ότι συμβαίνουν αυτά στις δημοκρατίες, πως δεν έγινε δα η συντέλεια του κόσμου επειδή οι ηγέτες των πιο ισχυρών κρατών της ΕΕ αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες.
«Αλλά σήμερα η ευρωπαϊκή δημοκρατία είναι μια δημοκρατία σε πόλεμο, ακόμη και εάν δυσκολεύεται να το παραδεχτεί. Και υπάρχουν πολυτέλειες που δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά οι εμπόλεμες δημοκρατίες», υπογραμμίζει ο ιταλός αρθρογράφος, αναφέροντας ενδεικτικά πως την περασμένη Κυριακή ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ υποστήριξε (μέσω του Telegram) πως «η ΕΕ θα μπορούσε να διαλυθεί» πριν προλάβει να εισέλθει στους κόλπους της η Ουκρανία.
«Οι ανόητοι Ευρωπαίοι μες στον ζήλο τους απέδειξαν ακόμη μια φορά ότι θεωρούν τους πολίτες τους εχθρούς όχι λιγότερο από τους Ρώσους», είχε πει μετά την έγκριση του έκτου πακέτου κυρώσεων κατά της Μόσχας ο πρώην πρόεδρος της Ρωσίας, εκφράζοντας εμμέσως την άποψη ότι το οικονομικό κόστος του πολέμου θα μπορούσε κάλλιστα να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη των ευρωπαίων πολιτών στην άρχουσα τάξη της ΕΕ και στους θεσμούς της. «Πρόκειται για μια θεωρία που δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ελαφρά», υποστηρίζει ευλόγως ο Μπονάνι.
Το ότι η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν επιδιώκει να εμποδίσει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, να υπονομεύσει εκ των έσω το ευρωπαϊκό εγχείρημα, παρεμβαίνοντας στις πολιτικές εξελίξεις σε διάφορα κράτη-μέλη της ΕΕ, είναι γνωστό εδώ και καιρό. Για αυτόν τον σκοπό στήριξε, ποικιλοτρόπως, τους ευρωπαίους εχθρούς της Ευρώπης, την Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, τον Ματέο Σαλβίνι στην Ιταλία, την ακροδεξιά στη Γερμανία και στην Αυστρία, τον Βίκτορ Ορμπαν στην Ουγγαρία.
Μόνον έτσι εξηγείται το γεγονός πως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπάρχουν δύο ξεχωριστές ομάδες που εκπροσωπούν την ακροδεξιά: οι Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές είναι ξεκάθαρα φιλοδυτικοί ενώ η άλλη ομάδα (Ταυτότητα και Δημοκρατία), στην οποία ανήκουν η Λέγκα του Σαλβίνι, η Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν και η Εναλλακτική για τη Γερμανία, εκπροσωπεί την φιλοπουτινική ακροδεξιά στην Ευρώπη.
Το κόστος του πολέμου
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά τη εν λόγω κατάσταση. Απλά ώθησε τη Μόσχα να επανεξετάσει τους βραχυπρόθεσμους στόχους της όσον αφορά τις εξελίξεις στην ΕΕ. Εάν πριν από τον πόλεμο στόχος της ήταν να αποτρέψει τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης μέσω της όξυνσης των εθνικιστικών/κυριαρχικών παθών, τώρα επιδιώκει να αποδυναμώσει τις ξεκάθαρα φιλοδυτικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, εκμεταλλευόμενη την ολοένα αυξανόμενη δυσαρέσκεια για το κόστος της σύρραξης αλλά και τους φόβους που προκαλεί σε μεγάλα τμήματα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης η προοπτική επέκτασης του πολέμου.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως ενόψει της εισβολής των στρατευμάτων του στην Ουκρανία, ο Βλαντίμιρ Πούτιν έκανε δύο λάθος υπολογισμούς. Καταρχάς δεν φανταζόταν πως οι Ουκρανοί, ο ουκρανικός στρατός αλλά και ο ουκρανικός λαός, θα αντιδρούσαν όπως αντέδρασαν, προβάλλοντας ηρωική αντίσταση κατά των εισβολέων. Ούτε πως η Δύση και η ΕΕ θα παρέμεναν συμπαγείς και θα ένωναν τις δυνάμεις τους για να αναχαιτίσουν τη ρωσική επίθεση ανέμενε ο ρώσος πρόεδρος.
«Δεν είχε προβλέψει τις τόσο σκληρές κυρώσεις, ούτε την αδιάκριτη υποδοχή προσφύγων, ούτε τον μαζικό εφοδιασμό της (ουκρανικής) αντίστασης με όπλα, ούτε την αλληλεγγύη που έφερε μια σειρά ευρωπαίων ηγετών στην Ουκρανία. Πίστευε ότι θα κέρδιζε δύο πολέμους, έναν εναντίον του Κιέβου και έναν εναντίον των Βρυξελλών, χωρίς στην πραγματικότητα να χρειαστεί να πολεμήσει. Εκανε λάθος», γράφει ο Μπονάνι. «Ωστόσο το γεγονός πως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με τα σχέδια του Κρεμλίνου, δεν αποτελεί αυτό καθαυτό εγγύηση νίκης», τονίζει. Γιατί στην Ουκρανία οι ρωσικές δυνάμεις εξακολουθούν να επελαύνουν ενώ στην Ευρώπη διεξάγεται ένας «πόλεμος φθοράς» στο πλαίσιο του οποίου δοκιμάζεται σκληρά η συνοχή των δημοκρατικών κοινοβουλίων.
Ο στόχος είναι εκτός Ουκρανίας
«Το νέο στοίχημα του Πούτιν είναι ότι οι Ουκρανοί δεν θα μπορέσουν να σταματήσουν τους στρατιώτες του στο Ντονμπάς και πως οι Ευρωπαίοι θα κουραστούν να πληρώνουν το υψηλό τίμημα που επιβάλλει ο πόλεμος στους λαούς τους. Η δημοκρατική συνοχή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων έχει καταστεί ο διακηρυγμένος στόχος της ρωσικής απολυταρχίας», εξηγεί ο ιταλός δημοσιογράφος.
Η απόφαση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ να συνεχίσουν να εξοπλίζουν τους Ουκρανούς αποσκοπεί στο να χάσει το στοίχημα ο Πούτιν στα πεδία των μαχών. Αλλά για να μην ηττηθεί πολιτικά η Ευρώπη θα πρέπει καταστεί σαφές στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ότι «η εσωτερική διαλεκτική, φυσιολογική και παραγωγική σε άλλες περιόδους», θα μπορούσε στην προκειμένη περίπτωση να υπονομεύσει ακόμα την ίδια την επιβίωση των δημοκρατικών καθεστώτων.
«Οι δημοκρατίες σε πόλεμο μπορούν να επιβιώσουν μόνο εάν συνειδητοποιήσουν ότι βρίσκονται σε πόλεμο και, κατά συνέπεια, αρνηθούν να χρησιμοποιήσουν το κόστος της σύγκρουσης για να ωφεληθούν. Αυτό συνεπάγεται την αναγνώριση της ύπαρξης ενός κοινού εχθρού, όπως συνέβη στην Ουκρανία. Εάν αυτό δεν συμβεί στην Ευρώπη, ο κοινός εχθρός, η απολυταρχία του Πούτιν, θα έχει ήδη κερδίσει μια αποφασιστική μάχη», καταλήγει ο Μπονάνι.