H είδηση τον βρήκε την ώρα της πρόβας. Μπροστά σε μια ορχήστρα 90 μουσικών και άλλων 90 μελών της χορωδίας, το τελευταίο πράγμα που σκεφτόταν ο μαέστρος Ενιο Μορικόνε ήταν τα Οσκαρ. Κι όμως, η Επιτροπή τον σκέφτηκε. Ή, μάλλον, τον άκουσε για άλλη μια φορά. Ο 87χρονος συνθέτης προτάθηκε για τη μουσική της τελευταίας ταινίας του Κουέντιν Ταραντίνο «Μισητοί Οκτώ».
Ο ίδιος ανακαλεί τη στιγμή ως εξής: «Ημουν με τους μουσικούς και τη χορωδία και όλοι άρχισαν να χειροκροτούν και να επευφημούν. Ηταν μια ωραία αίσθηση, αλλά και μια ευχάριστη έκπληξη. Δεν το περίμενα να είμαι υποψήφιος».
Ταπεινοφροσύνη; Μάλλον ο ιταλός συνθέτης έχει πάψει να ελπίζει στην ηλικία του. Δεν είναι η πρώτη φορά που δέχεται ένα νεύμα από τα Οσκαρ. Αντιθέτως, αυτή είναι η έκτη υποψηφιότητά του, αλλά μέχρι τώρα δεν έχει καταφέρει να κερδίσει το αγαλματίδιο. Βέβαια, το 2007 η Επιτροπή του έδωσε ένα τιμητικό Οσκαρ για την «πολύπλευρη συνεισφορά του στο χώρο της κινηματογραφικής μουσικής», αλλά μάλλον ήταν για να του χρυσώσει το χάπι. Φευ, δεν του έδωσε καν το Οσκαρ καλύτερης μουσικής για την ταινία «Η Αποστολή» (1986), κάτι που σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα Guardian ήταν μια «κλοπή».
Η καριέρα του Μορικόνε είναι ταυτισμένη με τον κινηματογράφο: έχει συνθέσει πάνω από 500 αυθεντικές μουσικές για το πανί. Αρκετές από αυτές συγκαταλέγονται ανάμεσα στις καλύτερες μουσικές που ακούστηκαν ποτέ σε ταινία. Οι εμπνεύσεις του για τα «σπαγγέτι» γουέστερν της δεκαετίας του ’60 έχουν την πατίνα του κλασικού (βλ. «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» και «Κάποτε στη Δύση»).
Η δύναμη της μουσικής του, όμως, διαφαίνεται και από το εύρος της επιρροής του σε σημερινούς καλλιτέχνες της ποπ, της ροκ, της ραπ, της electronica, ακόμη και του χέβι μέταλ. Από τους Muse έως τους Massive Attack και από τους Ramones έως τους Metallica, τα μουσικά μοτίβα του ανανεώνονται και επανατοποθετούνται αδιαλείπτως.
Ενδεχόμενα, αυτό που «στοίχισε» στον Μορικόνε είναι ότι δεν έπαιξε με τους όρους του Χόλιγουντ. Αποφάσισε να ζήσει στη Ρώμη, αρνήθηκε να μάθει αγγλικά και απέρριψε κάθε σκέψη να πάει να μείνει στη Μέκκα του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ωστόσο, δεν το κρύβει: «Φυσικά και θα ήμουν ευτυχής να παραλάβω το βραβείο. Μόνο που δεν είναι ο βασικός μου στόχος. Αυτό που με κάνει νευρικό είναι ότι έχω να δώσω μια συναυλία και επιθυμώ να κάνω το καλύτερό μου. Αυτό με ανησυχεί περισσότερο από το Οσκαρ».
Τώρα, όμως, ήταν γραφτό να επιστρέψει στον… αφρό των ημερών μέσω του Κουέντιν Ταραντίνο, με τον οποίο συνεργάζεται για πρώτη φορά. Αν και ο δαιμόνιος σκηνοθέτης θεωρεί πως η «παρουσία» του Μορικόνε είναι ήδη έντονη στις μουσικές των ταινιών του «Kill Bill I», και «Inglorious Basterds». Οπως και να έχει, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια άμεση προσέγγιση-συνεργασίας των δύο. Ο Ταραντίνο έδωσε στον Μορικόνε το ελεύθερο να «δράσει» μουσικά όπως εκείνος ήθελε. Δεν του έδωσε οδηγίες, δεν έβαλε φραγμούς. Κάτι που ο ιταλός μουσικός το καταγράφει στα υπέρ της συνεργασίας.
Για έναν άνθρωπο που είχε καταφέρει να συνεργαστεί άψογα με τον Σέρτζιο Λεόνε στις κλασικές ταινίες γουέστερν, η ελευθερία της έκφρασης είναι αίτημα άνευ αντίρρησης.
Το άλλο παράδοξο της συνεργασίας τους, είναι ότι ο Μορικόνε, προφανώς έχοντας κουραστεί από τη φιλολογία των γουέστερν, είχε αποτραβηχτεί από τέτοιου είδους ταινίες. Κι όμως, τελικά υπέκυψε στον πειρασμό. Ισως διότι η οπτική του Ταραντίνο πόρρω απέχει από εκείνη του Λεόνε. Ο Μορικόνε κρίνει ως εξής: «Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με αληθινό γουέστερν. Η μουσική που έγραψα για τον Λεόνε ανήκει σε μια συγκεκριμένη εποχή και είδος ταινιών. Εδώ ήθελα να κάνω κάτι πιο συμφωνικό ή και να προσεγγίσω την αμερικανική ποπ μουσική. Το πιο σημαντικό που ήθελα να κάνω ήταν να σπάσω την παράδοση».
Θέλετε κι άλλα παράδοξα στη σχέση Μορικόνε-Ταραντίνο; Το 2013, θρυλείται ότι ο συνθέτης καταφέρθηκε εναντίον του σκηνοθέτη για τη χρήση του τραγουδιού «Ancora Qui» που ακούστηκε στην ταινία «Django Unchained». Ο Μορικόνε λέει πως οι δηλώσεις του παρερμηνεύτηκαν και ότι το μόνο που είχε καταμαρτυρήσει στον Ταραντίνο ήταν η υπερβολική χρήση της βίας και του αίματος. Μόνο που και σε αυτή την ταινία, όλα αυτά τα στοιχεία υπάρχουν σε πλησμονή.
Ο Μορικόνε λέει επ’ αυτού: «Ναι, υπάρχει τόση βία που στο τέλος παύει να είναι αληθινή». Πώς γράφει κανείς, όμως, για τέτοιου είδους σκληρές σκηνές; Ο ιταλός συνθέτης έχει το… γιατρικό: πίεσε τους μουσικούς του πέραν των ορίων τους. Πάνω από όλα, παρέμεινε σταθερός στην έννοια της απλότητας. Αλλωστε, έχει θητεύσει (από τη δεκαετία του ’60 και του ’70) στην αβάντ γκαρντ μουσική ομάδα «Il Gruppo». Ο ίδιος θεωρεί πως αυτή είναι μια εξήγηση που οι νέοι καλλιτέχνες αντλούν έμπνευση από τα έργα του. Μένει να φανεί αν τελικά θα σαγηνεύσει και τα αυτιά της Επιτροπής και θα λάβει το χρυσό αγαλματίδιο. Πάντως, στις Χρυσές Σφαίρες τα πήγε σπουδαία και έλαβε το βραβείο.