Κινηματογραφιστές όπως ο Σαμ Πέκινπα, ο Ντον Σίγκελ, ο σχετικά άγνωστος Τζον Φλιν, αλλά και ο Σιλβέστερ Σταλόνε, έχουν την τιμητική τους στη συλλογή δοκιμίων για τον κινηματογράφο του Κουέντιν Ταραντίνο | CreativeProtagon
Επικαιρότητα

Ο παθιασμένος με το σινεμά Κουέντιν Ταραντίνο

Εχει δηλώσει ότι η επόμενη, δέκατη ταινία του, θα είναι η τελευταία... Ωστόσο, με αφορμή τη μετάφραση του βιβλίου του «Cinema Speculation» στα ιταλικά και την παρουσίασή του από τον ίδιο στο Μιλάνο, ο Ταραντίνο μίλησε με μεγάλο ενθουσιασμό για τους αγαπημένους του σκηνοθέτες, το Νetflix και την κριτική ταινιών
Protagon Team

Ο Κουέντιν Ταραντίνο λατρεύει το «Cinema Speculation», το νέο του βιβλίο, όσο και τις ταινίες του, και μιλάει για αυτό με τον ίδιο απίστευτο ενθουσιασμό. Τουλάχιστον αυτό διαπίστωσε ο Αντόνιο Μόντα της La Repubblica συνομιλώντας μαζί του με αφορμή τη μετάφραση του βιβλίου στα ιταλικά και την πρόσφατη παρουσίασή του από τον ίδιο τον σκηνοθέτη στο Μιλάνο.

Ο ιταλός συγγραφέας και κινηματογραφιστής, διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ρώμης και καθηγητής στην περίφημη Tisch School of the Arts του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, γράφει πως το βιβλίο του Ταραντίνο αποτελείται από μια σειρά δοκιμίων για τον κινηματογράφο που τον διαμόρφωσε. Για όσους γνωρίζουν τα σημεία αναφοράς αυτού του «λαμπρού», σύμφωνα με τον Μόντα, σκηνοθέτη, το ότι γράφει για τον Σαμ Πέκινπα και τον Ντον Σίγκελ σίγουρα δεν προκαλεί εντύπωση.

Ο Ταραντίνο αναφέρεται επίσης στον σχετικά άγνωστο Τζον Φλιν, αλλά και στον Σιλβέστερ Σταλόνε, για τον οποίο γράφει ότι υπήρξε ο καλύτερος σκηνοθέτης με τον οποίο… συνεργάστηκε ποτέ ο Σιλβέστερ Σταλόνε ως ηθοποιός. «Το να βλέπω μια ταινία με ενθουσιάζει με τον ίδιο τρόπο που με ενθουσίαζε όταν ήμουν επτά ετών», εξήγησε στον συνομιλητή του, «και δεν υπάρχει ταινία που να μη μου έχει αφήσει κάτι».

Μιλώντας για τους αγαπημένους του σκηνοθέτες, το πρώτο που θέλησε να κάνει ήταν να πλέξει το εγκώμιο του Σαμ Πέκινπα: «(Υπήρξε) ένας σπουδαίος ποιητής της οθόνης, που ήξερε να αφηγείται τη φιλία, την τιμή και τη βία όπως ελάχιστοι. Κατάφερνε να μετατρέπει τις πιο αιματηρές σκηνές σε ρευστά μπαλέτα με πρωταγωνιστή το αίμα. Το φινάλε της “Αγριας Συμμορίας” είναι μια από τις κορυφαίες στιγμές στην ιστορία του κινηματογράφου: σκεφτείτε την απλότητα της φράσης “πάμε” με την οποία αυτή η ομάδα ανδρών αποφασίζει να πεθάνει για να σώσει έναν σύντροφο που δεν αγαπάει ιδιαίτερα».

Θυμίζοντας ο ιταλός ειδικός ότι λίγο πριν από τη συγκεκριμένη σκηνή ο «Πάικ», τον οποίο υποδύεται στην ταινία ο Γουίλιαμ Χόλντεν, δολοφονεί μια γυναίκα που είχε προσπαθήσει να τον σκοτώσει ουρλιάζοντας «bitch», δηλαδή «σκύλα», ο Ταραντίνο σημείωσε πως ακόμη και σήμερα, στην εποχή της άκρατης πολιτικής ορθότητας, «εγώ θα το έκανα χωρίς κανένα πρόβλημα. Δεν μπορεί να λησμονηθεί ότι ο  Πέκινπα πλήρωσε για την πνευματική ελευθερία του: ήταν ένας μεγάλος, βασανισμένος καλλιτέχνης, που αντιστεκόταν στην πίεση και στη λογοκρισία, αντιδρώντας ολοένα πιο προκλητικά».

Οσον αφορά τον Ντον Σίγκελ, τον οποίο ο Ταραντίνο εκτιμά εξίσου, ανέφερε πως «κατάφερε να συνδυάσει τη μεγάλη παράδοση του Χόλιγουντ, μέσα στην οποία γεννήθηκε, με μερικά μοναδικά ταλέντα: στο μοντάζ […] και στην πάντα τέλεια επιλογή του καστ. Δεν είχε την ποιητική δύναμη του Πέκινπα, αλλά ήξερε και εκείνος πώς να αφηγείται τη βία που ενυπάρχει στον άνθρωπο. Κατηγορήθηκε για φασισμό: ήταν απολιτικός, ακόμη και αν είναι βέβαιο ότι μια εξαιρετική ταινία όπως τo “Dirty Harry” εμπεριέχει αντιδραστικά στοιχεία».

Στο βιβλίο του αναφέρεται εκτενώς και στον Τζον Φλιν. «Δεν βρίσκεται στο επίπεδο των άλλων δύο, αλλά το “Rolling Τhunder” είναι από τις ταινίες που με επηρέασαν περισσότερο: μια ιστορία ταπείνωσης και εκδίκησης την οποία διατρέχει ο πόνος. Ο Φλιν φιλοδοξούσε να γίνει Πέκινπα αλλά έμοιαζε περισσότερο με τον Σίγκελ και, όπως και εκείνος, ήταν εξαιρετικός στην επιλογή του καστ».

Σχετικά με το κεφάλαιο που αφιερώνει στον «Tαξιτζή» του Μάρτιν Σκορσέζε, σημείωσε ότι αρχικά το σενάριο προτάθηκε στον Μπράιαν ντε Πάλμα, ο οποίος αρνήθηκε να το σκηνοθετήσει, όντας πεπεισμένος πως δεν ήταν αρκετά εμπορικό. «Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα ολοκληρωνόταν στα χέρια του, χωρίς να ξεχνάω ότι στο σενάριο του Πολ Σρέιντερ ο μαστροπός που υποδύθηκε ο Χάρβεϊ Καϊτέλ ήταν ένας μαύρος, με όλα τα σχετικά υπονοούμενα» συμπλήρωσε.

Οσον αφορά ότι συγκρίνει την ταινία με το γουέστερν «The Searchers» («Η Αιχμάλωτος της Ερήμου») του Τζον Φορντ, εξήγησε ότι «ο Σρέιντερ το έγραψε έχοντας στο μυαλό του αυτή την ταινία και ο Σκορσέζε το γνώριζε: Ο “Ταξιτζής” είναι επίσης η ιστορία ενός άνδρα που σώζει ένα κοριτσάκι από μια μορφή σκλαβιάς».

Τον Στίβεν Σπίλμπεργκ τον επικαλείται για το «Jaws» («Τα Σαγόνια του Καρχαρία»), καθώς είναι η ταινία με την οποία «απέδειξε την ιδιοφυΐα του. Ο Σπίλμπεργκ αντιλήφθηκε την ευκαιρία που είχε στα χέρια του και δημιούργησε το πρώτο του αριστούργημα: κανείς με αυτό το υλικό δεν θα μπορούσε να φτάσει σε τόσο υψηλό επίπεδο», σύμφωνα, πάντα, με τον Ταραντίνο.

Για το γεγονός ότι στο βιβλίο του δεν μιλάει για το είδωλό του, τον Σέρτζο Λεόνε, εξήγησε ότι εστίασε αποκλειστικά σε χολιγουντιανούς σκηνοθέτες, «αλλά “Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος” παραμένει η αγαπημένη μου ταινία: την προτιμώ από άλλες, πιο διάσημες όπως το “Κάποτε στη Δύση”, για την ειρωνεία που τη διατρέχει».

Ο Ταραντίνο εξήγησε επίσης γιατί προτιμά το «Rocky 2» περισσότερο από το πρώτο «Rocky». «Εκτιμώ και την πρώτη ταινία, αλλά η δεύτερη, όπως και το “Βίαιοι δρόμοι”, έχουν κάποια αφηγηματικά στοιχεία που αντικατοπτρίζουν την ύπαρξη του Σταλόνε και αυτό με συγκινεί».

Ερωτηθείς αν η κριτική κινηματογράφου εξακολουθεί ακόμη να έχει κάποιο νόημα, υποστήριξε ότι «πλέον, τα Μέσα στα οποία δημοσιεύονται οι κριτικές είναι πιο σημαντικά από τα ονόματα των κριτικών: δεν υπάρχουν προσωπικότητες όπως η Πολίν Καέλ, ο Αντριου Σάρις ή ο Ρότζερ Εμπερτ. Ωστόσο, καμία κριτική δεν θα αλλάξει τη μοίρα ενός έργου όπως το “Transfomers 4”, αλλά θα μπορούσε να βλάψει μια ταινία δική μου ή του Πολ Τόμας Αντερσον».

Σχετικά με την επομένη, δέκατη και τελευταία ταινία του, ο Αντόνιο Μόντα ρώτησε αν πρωταγωνίστρια θα είναι όντως η Πολίν Καέλ, όπως ακούγεται και γράφεται εδώ και καιρό. Ο Ταραντίνο επιβεβαίωσε απλώς ότι «η Καέλ θα μπορούσε να εμφανίζεται, αλλά τίποτα παραπάνω».

Απέκλεισε, όμως, το ενδεχόμενο να αλλάξει τελικά γνώμη και να συνεχίσει να υπηρετεί την 7η Τέχνη. «Φοβάμαι πως δεν μπορεί να γίνει κάτι, θα ήθελα να ολοκληρώσω (την πορεία μου), ευελπιστώ όμορφα, με τη δέκατη ταινία. Στο μέλλον να ήθελα να αφοσιωθώ στο θέατρο και γράφω μια κωμωδία στην οποία εξελίσσεται ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Αλ Πατσίνο στο “Κάποτε… στο Χόλιγουντ”» αποκάλυψε ο Κουέντιν Ταραντίνο.

Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξή του, αναφέρθηκε στον αντίκτυπο της εμφάνισης του Netflix στον κινηματογράφο. «Θετικό είναι ότι η μοίρα μιας ταινίας δεν καθορίζεται από το αποτέλεσμα του πρώτου Σαββατοκύριακου. Το κοινό αντέδρασε πολύ διστακτικά στο “White Noise”, αλλά η ταινία είχε τη δική της ζωή στο Netflix. Ωστόσο, αυτός ο παράγοντας ασφαλείας περιορίζει επίσης την ανταγωνιστικότητα και την αντιπαράθεση του καθενός από εμάς με τον εαυτό του: για παράδειγμα, είμαι περήφανος που οι πρεμιέρες των ταινιών μου ήταν καλές και από εμπορικής απόψεως.

»Επειτα, υπάρχει το γλωσσικό στοιχείο: ας μην κοροϊδευόμαστε, οι ταινίες που μπορείς να παρακολουθήσεις στην τηλεόραση δεν είναι κινηματογράφος. (Ο κινηματογράφος) είναι μια εμπειρία που βιώνεται μέσα στο σκοτάδι μεταξύ αγνώστων, μπροστά σε μια φωτεινή οθόνη που προβάλλει εικόνες πολύ μεγαλύτερες από εμάς. Αν θέλουμε να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, όμως, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι και πολλές ταινίες που βλέπουμε στις κινηματογραφικές αίθουσες δεν είναι κινηματογράφος» σημείωσε.