O Γιούργκεν Κλοπ ανταποδίδει το χειροκρότημα προς τους οπαδούς της Λίβερπουλ μετά την εμφατική νίκη στην πρεμιέρα με τη Νόριτς | REUTERS/Phil Noble
Επικαιρότητα

O Κλοπ βλέπει ήδη το φάντασμα του Γκουαρντιόλα…

Ο Γερμανός έχει, ήδη, γράψει ιστορία στο «Ανφιλντ». Είδε τη μορφή του στο διάσημο πανό του Kop, δίπλα στους υπόλοιπους προπονητές-θρύλους της Λίβερπουλ. Το «στοίχημα» του τίτλου στην Αγγλία, όμως, δύσκολα θα το κερδίσει (και) εφέτος. Το γιατί, το εξηγούν οι New York Times
Sportscaster

Στην πρεμιέρα του νέου αγγλικού πρωταθλήματος η Λίβερπουλ ήταν εκθαμβωτική. Με τέσσερα γκολ στο πρώτο ημίχρονο νίκησε (4-1) τη νεοφώτιστη Νόριτς, είχε και δύο δοκάρια, κι αν δεν έσβηνε τις μηχανές στο δεύτερο 45λεπτο (την Τετάρτη παίζει με την Τσέλσι για το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ), η αντίπαλός της θα έφευγε από το «Ανφιλντ» με ήττα ιστορικών διαστάσεων. Οι «Κόκκινοι» δεν ήθελαν, απλώς, να νικήσουν. Σκόπευαν να στείλουν το «μήνυμα» ότι, εφέτος, ο τίτλος που κυνηγούν εδώ και 30 χρόνια, δεν θα τους ξεφύγει.

Τους «απάντησε», την επόμενη μέρα, η Μάντσεστερ Σίτι με ένα επιβλητικό παιχνίδι απέναντι στη Γουέστ Χαμ στο Ολυμπιακό Στάδιο του Λονδίνου. Πέτυχε πέντε γκολ -στην ουσία έξι, γιατί στο πρώτο τέρμα που ακυρώθηκε μέσω VAR στην Πρέμιερ Λιγκ ο Στέρλινγκ ήταν οφσάιντ κατά ένα χιλιοστό!- και δεν άφησε καμία αμφιβολία: για να τη ρίξει κάποιος από τον θρόνο, θα χρειαστεί να υπερβεί την τελειότητα.

Για την ποιότητα της ομάδας που έχει δημιουργήσει ο Πεπ Γκουαρντιόλα στο Μάντσεστερ, μιλούν οι αριθμοί. Στις δύο τελευταίες σεζόν η Σίτι συγκέντρωσε 198 από τους 228 βαθμούς που διεκδίκησε. Μέτρησε μόλις έξι ήττες σε 76 ματς. Και -ακόμη πιο εντυπωσιακό- μόνον έξι ισοπαλίες. Σκόραρε 201 γκολ και δέχτηκε 50. Η Λίβερπουλ των ’80s, η Γιουνάιτεντ του Φέργκιουσον, η Αρσεναλ του Βενγκέρ, η Τσέλσι του Μουρίνιο, κέρδισαν τίτλους με εντυπωσιακές επιδόσεις, όμως κανένας αγγλικός σύλλογος, ποτέ, δεν πλησίασε το «άριστα» σε δύο διαδοχικές χρονιές.

Η συζήτηση για το αν -και ποιος- μπορεί να χαλάσει τα σχέδια του Γκουαρντιόλα για το τρίτο του Πρωτάθλημα στη σειρά είχε αρχίσει πολύ πριν από τη σέντρα της νέας Πρέμιερ Λιγκ. Ισως, επειδή ο κόσμος διψά για ένα νέο ποδοσφαιρικό θρίλερ, σαν αυτό που τελείωσε πριν από τρεις μήνες. Ανυπομονεί για το σίκουελ της ταινίας, τη συνέχεια του μπεστ σέλερ που τον άφησε με το στόμα ανοιχτό. Οι προβλέψεις ότι και ο εφετινός τίτλος θα κριθεί «στον πόντο», δεν είναι παρά η έκφραση της επιθυμίας να ξανασυμβεί.

Ο τελειομανής Γκουαρντιόλα σε ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο στην πρεμιέρα της Σίτι με τη Γουέστ Χαμ (Reuters)

Δεν ήταν η πρώτη φορά στην Ευρώπη, που δύο ομάδες μονομάχησαν για το τρόπαιο ώς την τελευταία αγωνιστική. Τέτοιες επικές μάχες έχουμε δει πολλές: Μπαρτσελόνα – Ρεάλ Μαδρίτης στην Ισπανία, Μπενφίκα – Πόρτο στην Πορτογαλία, Μπάγερν Μονάχου – Μπορούσια Ντόρτμουντ στη Γερμανία, Αγιαξ – Αϊντχόφεν (μόλις πέρυσι) στην Ολλανδία, ή Μίλαν – Ιντερ στην Ιταλία, μέχρι η Γιουβέντους να επιβάλει την οκταετή κυριαρχία της. Αυτό που βρήκαμε συναρπαστικό στην περίπτωση του περσινού αγγλικού πρωταθλήματος, ήταν ότι το παιχνίδι κρίθηκε στην ανώτερη πίστα. Η Λίβερπουλ έχασε τον τίτλο, έχοντας πραγματοποιήσει μια (σχεδόν) άψογη σεζόν, με μόλις μια ήττα: στο ντέρμπι με τη Σίτι στο «Ετιχαντ», τον περασμένο Ιανουάριο, όπου δεν κατάφερε να προηγηθεί στο σκορ για 113 χιλιοστά – τόσο ήθελε η μπάλα για να περάσει τη γραμμή τέρματος.

Για να επαναληφθεί η μάχη που όλοι θα ήθελαν να ξαναδούν, θα πρέπει η Λίβερπουλ να υπερβεί την καλύτερή της σεζόν ever. Ή, να εμφανιστεί η Σίτι χειρότερη από πέρυσι και πρόπερσι. Ούτε το ένα, ούτε το άλλο είναι πιθανό να συμβεί. Ακόμη πιο απίθανο είναι, μια τρίτη ομάδα να φτάσει σε τόσο υψηλό επίπεδο ανταγωνισμού. Η Τότεναμ ενισχύθηκε σημαντικά, έχει προοδεύσει εντυπωσιακά μετά το 2014 που την ανέλαβε ο Ποτσετίνο, το νέο της γήπεδο θα της δώσει ώθηση, όμως η απόστασή της από τη Σίτι (και τη Λίβερπουλ) παραμένει τεράστια – πέρυσι τερμάτισε 27 βαθμούς μακριά από την κορυφή. Η Τσέλσι θα στηριχθεί κυρίως σε νεαρούς παίκτες, λόγω απαγόρευσης μεταγραφών, και έχει άπειρο προπονητή. Η Γιουνάιτεντ έχασε τα γκολ του Λουκάκου, ενώ της λείπει κι ένας αξιόπιστος χαφ. Και η Αρσεναλ, παρά την εξαιρετική επίθεση που έφτιαξε, έχει πολύ δρόμο να διανύσει μέχρι να θεωρηθεί φαβορί για τον τίτλο.

Στη συζήτηση για το αν υπάρχει ομάδα που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την κυριαρχία της Σίτι, μπήκαν και οι New York Times. Ζήτησαν τη γνώμη του Ράφα Μπενίτεθ, αφού η δική του Νιούκαστλ ήταν η τελευταία ομάδα που μάτωσε τη μύτη των «Πολιτών» στις εγχώριες διοργανώσεις. «Πώς μπορείς να νικήσεις τον Γκουαρντιόλα;», τον ρώτησαν. «Πηγαίνοντας στην εκκλησία και ανάβοντας ένα κερί», αποκρίθηκε εκείνος, μεταξύ σοβαρού κι αστείου. «Στη δική μου περίπτωση, λειτούργησε». Και πρόσθεσε: «Πρέπει να παίξεις τέλεια, για να τους κερδίσεις. Αλλά, και πάλι, δεν είναι βέβαιο ότι θα τα καταφέρεις».

Η «άτρωτη» Σίτι έγινε ακόμη πιο δυνατή, προσθέτοντας στο ρόστερ της τον Ρόδρι, τον Ανχελίνιο, τον Πέδρο Πόρο και τον Ζοάο Κανσέλο: τον πιο ακριβό πλάγιο μπακ όλων των εποχών, που μπορεί να μην παίζει, καν, βασικός. Διόλου παράξενο. Το περασμένο καλοκαίρι δαπάνησε 70 εκατομμύρια ευρώ για να αποκτήσει τον Μαχρέζ, ο οποίος είδε το όνομά του στην αρχική ενδεκάδα μόλις 14 φορές σε 38 ματς πρωταθλήματος. Ο Γκουαρντιόλα έχει την πολυτέλεια να αφήνει στον πάγκο, παίκτες που σε οποιαδήποτε άλλη ομάδα θα ήταν αναντικατάστατοι.

Ο Κλοπ, αντιθέτως, αρνήθηκε τις μεταγραφές. Αγόρασε μόνον έναν αναπληρωματικό γκολκίπερ και δύο τινέιτζερς – ταλέντα. Αποφάσισε να εμπιστευθεί αυτούς που κατέκτησαν το Τσάμπιονς Λιγκ, «ποντάροντας» στην πρόβλεψη ότι η Σίτι δεν θα φτάσει, πάλι, τόσο ψηλά. Δύσκολο, για τον τελειομανή Πεπ. Οι ομάδες του εμφανίζονται κάθε χρόνο όλο και πιο δυνατές.

O Κλοπ στο πανό που ανήρτησαν οι οπαδοί της Λίβερπουλ. Ο Γερμανός στο πάνθεον των μεγάλων προπονητών της ομάδας (YouTube)

Ο Γερμανός έχει, ήδη, γράψει ιστορία στο «Ανφιλντ». Στο ματς με τη Νόριτς είδε τη μορφή του στο διάσημο πανό του Kop, δίπλα στους υπόλοιπους προπονητές – θρύλους των «Κόκκινων»: τον Μπιλ Σάνκλι, τον Μπομπ Πέισλι, τον Τζο Φάγκαν, τον Κένι Νταλγκλίς και τον Ράφα Μπενίτεθ. Το «στοίχημα» του τίτλου στην Αγγλία, όμως, πολύ δύσκολα θα το κερδίσει (και) εφέτος.