Τζον Κέινς, ο οικονομολόγος που «ήθελε να σώσει τον καπιταλισμό από τον εαυτό του», γίνεται και πάλι επίκαιρος με την πανδημία | CreativeProtagon
Επικαιρότητα

Ερχεται η νέα μεγάλη ύφεση, διαβάστε ξανά τον Κέινς

Μία νέα έκδοση που κυκλοφορεί μέσα στην πανδημία ασχολείται με την παρακαταθήκη του μεγάλου βρετανού οικονομολόγου στις οικονομίες της Δύσης και με το αποτύπωμα του κεϊνσιανισμού στις κοινωνίες της. Επανέρχονται στο προσκήνιο οι ιδέες εκείνου που «ήθελε να σώσει τον καπιταλισμό από τον εαυτό του»
Protagon Team

Δεν γίνεται να εισερχόμαστε εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης σε άγνωστης διάρκειας περίοδο μεγάλης ύφεσης (ύφεσης που «πατάει» και στην προηγούμενη δωδεκαετή χρηματοπιστωτική κρίση, ή δεκαετή για την Ελλάδα που την εισέπραξε ως κρίση χρέους) και να μη σκεφτόμαστε τον Τζον Κέινς. Οικονομολογικά, θα ήταν περίεργο. Ο Κέινς, πάντως, ήρθε στο προσκήνιο με αφορμή ένα βιβλίο.

Οποιοσδήποτε βιογράφος του Κέινς είναι αναγκασμένος να δουλέψει πάνω στην εξαιρετική εργασία που έχει ήδη καταθέσει ο Ρόμπερτ Σκιντέλσκι και αφορά το έργο του κορυφαίου οικονομολόγου, λέει ο Economist. Το βρετανικό περιοδικό καταπιάνεται με τον κεϊνσιανισμό και το αποτύπωμά του στην ιστορία του περασμένου αιώνα επί τη ευκαιρία της κυκλοφορίας μίας νέας βιογραφίας η οποία κάνει ακριβώς το ίδιο.

Το καινούργιο πόνημα περί τη διαρκή παρακαταθήκη του Κέινς υπογράφει ο Ζάκαρι Κάρτερ, δημοσιογράφος του Huffington Post, στον οποίο ο Εconomist πιστώνει ευφυΐα για τον τρόπο που χειρίζεται το θέμα του επειδή εστιάζει στην ανάπτυξη των ιδεών του Κέινς έπειτα από τον θάνατό του, το 1946.

Το περιοδικό κρίνει ότι η εργασία του Κάρτερ «είναι μια διασκεδαστική περίληψη της οικονομικής ιστορίας του 20ού αιώνα» και, εν είδει ευχής για εμπορική επιτυχία της έκδοσης, δίνει κιόλας μια καθησυχαστική αράδα στο βιβλιόφιλο κοινό: «Το βιβλίο απευθύνεται στον γενικό αναγνώστη». Το βιβλίο τιτλοφορείται «The Price of Peace» («Η τιμή της ειρήνης») και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Random House στην τιμή των 35 δολαρίων. Ερχεται τώρα, με τη νέα, κορονοϊκή ύφεση επί θύραις.

Το κλειδί για την κατανόηση του Κέινς, σύμφωνα με τον Κάρτερ, είναι το πλαίσιο της εποχής του: αυτό καθορίζει τη σκέψη του για «επανάκτηση του χαμένου κόσμου», εκείνου «της ειρήνης και της σταθερότητας», που συνέτριψαν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι με ένα σχετικά μικρό διάλειμμα μεταξύ τους. Ετσι εξηγείται ο προβληματισμός του Κέινς για τις συνέπειες από τη σκληρή τιμωρία της ηττημένης στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο Γερμανίας.

Ο Κέινς υπήρξε ο ιδανικός συνομιλητής του Φράνκλιν Ρούζβελτ και ο εμπνευστής και σχεδιαστής του New Deal, προτού ο αμερικανός πρόεδρος αλλάξει την πολιτική του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, στον Μεσοπόλεμο, ο Κέινς κατέληξε στο συμπέρασμα –γράφει, πάντα, ο Κάρτερ– ότι «ο πραγματικός αγώνας διεξάγεται μεταξύ φιλελευθερισμού και εθνικισμού». Διότι «ο φιλελευθερισμός επιδιώκει την ειρήνη και το ελεύθερο εμπόριο», ενώ «ο  εθνικισμός επιδιώκει την εθνική επιβολή, και από πολιτισμική και από φυλετική άποψη».

Ο συγγραφέας γράφει ότι ο Κέινς «ήθελε να σώσει τον καπιταλισμό από τον εαυτό του» και ότι τα κατάφερε σε θεωρητικό επίπεδο «συνδυάζοντας τον συντηρητισμό με τις δημοκρατικές αρχές του Ζαν-Ζακ Ρουσό», δηλαδή με τον Διαφωτισμό.

O Κέινς προέβλεψε ότι οι ιδέες του θα αποδώσουν καρπούς με την πάροδο του χρόνου στις αστικές δημοκρατίες, όχι όμως και το «μπουμ» που ακολούθησε τον δικό του θάνατο, όσον αφορά την εξάπλωσή τους, τη χρήση τους και τις ευεργετικές συνέπειες που, τελικά, είχαν στις δυτικές κοινωνίες επί σχεδόν τρεις δεκαετίες.

Ο φιλελεύθερος Economist, πάντως, αν και τιτλοφορεί το κείμενό του «Η διαρκής κληρονομιά του Κέινς», γκρινιάζει με αυτές τις επισημάνσεις του Κάρτερ και αντιλέγει ότι έτσι και ο Κέινς ζούσε τη δεκαετία του ’70 και εισέπραττε τα επίχειρα των θεωριών του (ιδίως της «Γενικής Θεωρίας της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος», του 1936), αν δηλαδή έβλεπε το εισόδημα έρμαιο στις μεγάλες ορέξεις του πληθωρισμού, τότε θα καταλάβαινε ότι οι πολιτικές της Μάργκαρετ Θάτσερ και του Ρόναλντ Ρίγκαν της δεκαετίας του ’80 ήταν η λογική συνέπεια των ιδεών του.

Αυτό που δεν αμφισβητείται, όπως λέει ο άλλος βιογράφος του, ο  Σκιντέλσκι, είναι ότι η «Γενική θεωρία» του Κέινς εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τη μακροοικονομική πολιτική, αφού η μακροοικονομία είναι δική του εφεύρεση, όπως και η ιδέα ότι «οι κυβερνήσεις μπορεί να χρειαστεί να δημιουργούν ελλείμματα ώστε να διατηρήσουν την πλήρη απασχόληση».

Τώρα, με την κρίση του κορονοϊού και την παγκόσμια ύφεση μπροστά μας, ο Κέινς καθίσταται επίκαιρος καθώς ακόμα και δεδηλωμένοι αντικεϊνσιανιστές, όπως ο νομπελίστας Ρόμπερτ Λούκας, παραδέχονται ότι «στα χαρακώματα» (στα δύσκολα, δηλαδή) «ο καθένας είναι κεϊνσιανιστής». Κατά τον Σκιντέλσκι, «η βασική κληρονομιά του Κέινς είναι η ιδέα ότι οι κυβερνήσεις μπορούν και πρέπει να αποφεύγουν την ύφεση» – και ότι αυτό είναι μόνο ζήτημα παρέμβασης.

Λίγες φορές στην Ιστορία, λένε οι οπαδοί του Κέινς, ένας άνθρωπος επηρέασε με τη σκέψη του τη ζωή τόσο πολλών ανθρώπων, σε βάθος γενεών μάλιστα. Ο φιλελεύθερος ισχυρισμός για την «αγορά» η οποία «μακροπρόθεσμα διορθώνει τα πάντα με το αόρατο χέρι της» διαλύεται από την απόφανση του Κέινς ότι «μακροπρόθεσμα όλοι μας είμαστε νεκροί».

Οι φίλοι της σκέψης του μεγάλου βρετανού οικονομολόγου επιμένουν ότι οι συμβουλές του πρέπει να εισακουστούν από τις κυβερνήσεις για την ανάταξη της οικονομίας από την ύφεση της υγειονομικής κρίσης και κρίνουν ότι ο ίδιος ο Κέινς «μακροπρόθεσμα είναι ασυναγώνιστος».