Δυστοπική άποψη του κέντρου της Σαγκάης, βυθισμένου σε ένα μολυσμένο νέφος - καρέ από τον Οκτώβριο του 2014 | Shutterstock
Επικαιρότητα

Ο καταστροφικός «εθισμός» της Κίνας στο μπετόν

Ο οικοδομικός οργασμός στην ασιατική χώρα γίνεται πλέον ιδιαίτερα ανησυχητικός. Οχι μόνο επειδή οι κινεζικές μητροπόλεις υποχωρούν κατά περισσότερο από 3 χιλιοστά τον χρόνο, αλλά και για ευρύτερους περιβαλλοντικούς λόγους: ο εγχώριος κατασκευαστικός κλάδος εξακολουθεί να καταναλώνει τεράστιες ποσότητες μπετόν, υλικό που συμβάλλει σε ολέθριες για τον πλανήτη εκπομπές ρύπων
Protagon Team

Οι πόλεις της Κίνας βυθίζονται, και αυτό οφείλεται κυρίως στην ίδια τους την επιτυχία, δηλαδή στη ραγδαία και ταχεία υπερανάπτυξη και επέκτασή τους τις προηγούμενες δεκαετίες. Πλέον, όμως, η κατάσταση χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα ανησυχητική, καθώς μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της χώρας ζουν πλέον σε μητροπόλεις που υποχωρούν κατά περισσότερο από 3 χιλιοστά τον χρόνο, όπως αποκάλυψε πρόσφατη μελέτη.

Ορισμένες περιοχές βυθίζονται κατά περισσότερο από 45 χιλιοστά ετησίως, περιλαμβανομένων και τμημάτων του Πεκίνου, ενώ σύμφωνα με τις προβλέψεις των ειδικών, έως το 2120, περίπου το ένα τέταρτο των παράκτιων εδαφών της Κίνας θα βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Οσον αφορά τα αίτια του φαινομένου, παρότι περισσότερα από ένα, ο κύριος ένοχος είναι ακριβώς η ταχεία αστικοποίηση της Κίνας. Συνέβαλαν επίσης η άντληση τεράστιων ποσοτήτων υπόγειων υδάτων (που απαιτούνται για την κάλυψη των αναγκών τεράστιων αστικών πληθυσμών), καθώς και το βάρος των κτιρίων και των αστικών υποδομών.

Οπως αναφέρει το BBC σε εκτενές δημοσίευμά του, παρόμοια έρευνα που εκπονήθηκε στη Νέα Υόρκη κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι το συνολικό βάρος του σκυροδέματος, του χάλυβα και του γυαλιού –περίπου 760 εκατ. τόνοι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις– συνέβαλε όντως στην καθίζηση των εδαφών πάνω στα οποία ορθώνεται η κατεξοχήν αμερικανική μητρόπολη.

Θηριώδη υπο κατασκευή κτίρια σε προάστιο της Βόρειας Κίνας (Shutterstock)

Το ιδιαίτερο όσον αφορά την αστική υπερανάπτυξη στην Κίνα είναι η ταχύτητα με την οποία σημειώθηκε, αλλά και η κλίμακά της, ενώ ένα συγκεκριμένο οικοδομικό υλικό συνέβαλε σε αυτήν: το σκυρόδεμα, δηλαδή η ουσία που χρησιμοποιείται παγκοσμίως περισσότερο μετά το νερό, όπως αναφέρεται στο βρετανικό δημοσίευμα.

Επιστρέφοντας στο παρελθόν, το BBC σημειώνει ότι στην πρώτη δεκαπενταετία του 21ου αιώνα καταγράφηκε στην Κίνα ένας πρωτοφανής οικοδομικός οργασμός: κατοικίες, αεροδρόμια, αυτοκινητόδρομοι, πάσης φύσεως υποδομές, εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής, νοσοκομεία κ.ά. κατασκευάστηκαν σε όλη τη χώρα με καταπληκτική ταχύτητα, ενώ σήμερα «η Κίνα προσθέτει σχεδόν δύο δισ. τετραγωνικά μέτρα επιφάνειας στις πόλεις της κάθε χρόνο – αριθμός που ισοδυναμεί με τη δημιουργία μιας αστικής περιοχής στο μέγεθος του Λονδίνου».

Ομως για τη διατήρηση αυτού του φρενήρους ρυθμού αστικής ανάπτυξης απαιτήθηκαν και εξακολουθούν να απαιτούνται τεράστιες ποσότητες των βασικών συστατικών του σκυροδέματος, δηλαδή άμμου, χαλικιού, νερού και τσιμέντου. Σήμερα στην Κίνα εξακολουθεί να αντιστοιχεί το 52% της παγκόσμιας ετήσιας παραγωγής τσιμέντου (4,1 δισ. τόνοι), με την Ινδία (6,2%), την ΕΕ (5,3%) και τις ΗΠΑ (1,9%) να ακολουθούν. Ωστόσο από αυτά τα δισεκατομμύρια τόνων τσιμέντου που παράγονται στη Χώρα του Δράκου λίγα εξάγονται. Το 2020, για παράδειγμα, στην Κίνα χρησιμοποιήθηκαν περίπου 2,4 δισ. τόνοι τσιμέντου, ποσότητα 23 φορές μεγαλύτερη από εκείνη που χρησιμοποιήθηκε στις ΗΠΑ την ίδια χρονιά.

Αν και είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μια σχετική μείωση της χρήσης και της παραγωγής σκυροδέματος στην Κίνα (λόγω και της μείωσης των σχετικών επενδύσεων), ο κατασκευαστικός κλάδος εξακολουθεί να καταναλώνει τεράστιες ποσότητες μπετόν, δεκαπλάσιες, για παράδειγμα, από την Ινδία – των περισσότερων κατοίκων.

«Ποια θα είναι, λοιπόν, η κληρονομιά αυτού του οικοδομικού οργασμού της Κίνας;» διερωτάται το BBC, σημειώνοντας ότι πέρα από τα γραφεία, τις κατοικίες και τα εργοστάσια στα οποία βασίζεται η αναπτυσσόμενη κινεζική οικονομία, υφίσταται και ένα περιβαλλοντικό κόστος.

Κατασκευαστικός πυρετός στο Λουανάν της Κίνας. Το 2020 χρησιμοποιήθηκαν στην ασιατική χώρα περίπου 2,4 δισ. τόνοι τσιμέντου, 23 φορές περισσότεροι από ό,τι στις ΗΠΑ την ίδια χρονιά (Shutterstock)

Οπως εξήγησε ο Τσεν Γιτσουάν, ερευνητής στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου (UCL) με ειδίκευση στην ιστορία του σκυροδέματος, ο «εθισμός» της Κίνας στο μπετόν είναι ένα σχετικά πρόσφατο φαινόμενο, καθώς επί χιλιετίες το βασικό δομικό υλικό ήταν η ξυλεία. Μέχρι τον 19ο αιώνα, όμως, αυτός ο πόρος είχε εξαντληθεί, ειδικά στην Ανατολική Κίνα, όπου η κατασκευαστική δραστηριότητα υπήρξε πιο έντονη.

Αρχικά το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με εισαγωγές ξυλείας και χάλυβα, οι οποίες ωστόσο διακόπηκαν το 1949, με την άνοδο των κομμουνιστών στην εξουσία. Τότε οι κινέζοι μηχανικοί κλήθηκαν να βρουν τρόπους κατασκευής κτιρίων δίχως αυτά τα δύο υλικά. Αυτό «οδήγησε στην προτίμηση για το σκυρόδεμα που παρατηρείται σήμερα» εξήγησε ο ειδικός στο σκυρόδεμα από τη Βρετανία. Η παραγωγή σκυροδέματος στην Κίνα αυξανόταν σταθερά και ταχέως τουλάχιστον από το 1990 έως το 2015, ενώ πέρυσι παράχθηκαν περισσότεροι από 2.000 δισ. τόνοι σκυροδέματος (από 536 εκατ. το 1998).

Αλλά ενώ κάποτε το σκυρόδεμα θεωρούνταν βιώσιμο υλικό, που συνέβαλλε σημαντικά στον περιορισμό της αποψίλωσης των δασών (βασική αιτία πρόκλησης πλημμυρών), πλέον θεωρείται ιδιαίτερα προβληματικό: «Οταν θερμαίνεται (συνήθως με τη χρήση ορυκτών καυσίμων) ένα μείγμα ασβεστόλιθου και αργίλου, απελευθερώνεται διοξείδιο του άνθρακα (CO2) ως υποπροϊόν. Περίπου το 8% των παγκόσμιων εκπομπών που προκαλούνται από τον άνθρωπο προέρχονται, επομένως, από τη βιομηχανία του τσιμέντου – η οποία, εάν ήταν κράτος, θα ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος ρυπαντής στον κόσμο, πίσω μόνο από την Κίνα και τις ΗΠΑ» συνοψίζει το BBC.

Στην Κίνα οι εκπομπές της βιομηχανίας τσιμέντου έχουν επίσης αυξηθεί εκθετικά. Στην πραγματικότητα η Κίνα είναι υπεύθυνη για το 74% της παγκόσμιας αύξησης της παραγωγής τσιμέντου από το 1990 και οι εκπομπές της έχουν αυξηθεί ανάλογα, από 138 εκατ. τόνους διοξειδίου του άνθρακα το 1993 σε 818 εκατ. τόνους το 2019. Επιπλέον, αυτές οι εκπομπές αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται και σε παγκόσμιο επίπεδο: έως το 2050 η συνεχιζόμενη αστικοποίηση, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες, αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης για σκυρόδεμα, από 12% έως 33% σε σχέση με το 2020.