Μια χρονιά σαν ένα τρεμάμενο κλικ. Ούτε μια, ούτε δύο, αλλά 365 ημέρες μέσα από τα «μάτια» μια φωτογραφικής μηχανής. Ο φωτογράφος του Reuters, Γιάννης Μπεχράκης αναδείχθηκε ως ο φωτογράφος της χρονιάς από την βρετανική εφημερίδα Guardian.
Οταν τον ρωτούν για το Προσφυγικό και τη δική του οπτική, απαντάει: «Καλύπτω εδώ και 25 χρόνια θέματα με πρόσφυγες και μετανάστες. Ωστόσο, αυτή η χρονιά ήταν διαφορετική. Μετανάστες άρχισαν να έρχονται στην πατρίδα μου. Κάθε νύχτα άρχισαν να έρχονται ένα-δύο πλοιάρια. Ολοι φοβούνταν διότι δεν γνώριζαν πως θα τους υποδεχθούν οι ντόπιοι και η αστυνομία. Στο μεταξύ, όσο περνούσαν οι ημέρες και ο καιρός βοηθούσε, έρχονταν κι άλλοι. Οι τουρκικές ακτές απέχουν μόλις 4-5 μίλια».
Η δική του φωτογραφική αποτύπωση «έντυσε» πολλά θέματα σε όλα τα μεγάλα διεθνή μέσα. Απόλυτα δίκαια, λοιπόν, έρχεται το γεγονός της ανάδειξης του Γιάννη Μπεχράκη ως «φωτογράφου του 2015» για τη βρετανική εφημερίδα Guardian. Εικόνες σκληρές, αλλά απόλυτα καταδηλωτικές της κατάστασης που επικρατεί στην Ελλάδα με τον ερχομό των μεταναστών και των προσφύγων. Μα, και η οικονομική κρίση και η πολιτική κατάσταση της Ελλάδας, που με τη σειρά της επισκίασε πολλές φορές μέσα στη χρονιά τη λοιπή ειδησεογραφία της Ευρώπης, μέσα από τη μηχανή του απέκτησε μια επιπλέον διάσταση. Η αισθητική αποτύπωση σε συνδυασμό με το δημοσιογραφικό «θέμα» είναι που οδήγησαν τον Guardian να τον ανακηρύξει ως τον καλύτερο φωτογράφο για τη χρονιά που φεύγει.
Ο ίδιος θυμάται: «Πέρυσι ήμουν στο Σουρούκ, στα τουρκοσυριακά σύνορα. Κατέγραφα τους χιλιάδες κούρδους μετανάστες που αποχωρούσαν με κάθε τρόπο από το Κομπάνι. Φέτος, στη Λέσβο, συνάντησα έναν από αυτούς τους ανθρώπους που με αναγνώρισε και μου είπε με χαρά ότι τα κατάφερε».
Τα μεγάλα γεγονότα δίνουν έναυσμα πάντα σε έναν φωτογράφο που αρέσκεται να κυνηγάει το «θέμα» παντί τρόπω. Κι όμως, ο Γιάννης Μπεχράκης έχει να λέει για την πρόκληση που αντιμετώπισε φέτος με τις φωτογραφίες που κλήθηκε να τραβήξει. Η μεγαλύτερη όλων ήταν η συναισθηματική εμπλοκή του. «Ηταν τόσο τραγικό να βλέπεις το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά και ξανά».
Υπήρξαν στιγμές δράματος, αλλά και στιγμές μαγείας όπως την περιγράφει στον Guardian: «Μια ημέρα φωτογράφιζα μια σχεδία όταν παρατήρησα μια κίνηση στο νερό. Προς στιγμήν νόμιζα πως κάποιος πήδηξε. Οταν εστίασα ακόμη περισσότερο είδα ένα πτερύγιο και τότε συνειδητοποίησα ότι ήταν ένα δελφίνι. Ηταν μια μαγική στιγμή. Ηταν λες και το δελφίνι καλωσόριζε τη σχεδία».
Για όσους διερωτώνται ποια ήταν η αντιμετώπιση του έτυχαν οι μετανάστες από τους Ελληνες, ο Γιάννης Μπεχράκης σημειώνει: «Οι Ελληνες έχουν τον μετανάστη μέσα στο αίμα τους. Κανείς δεν περίμενε βέβαια ότι θα ήταν τόσοι πολλοί οι μετανάστες, αλλά σύντομα οι ντόπιοι κατανόησαν ότι οι μετανάστες δεν θέλουν να μείνουν στην Ελλάδα, αλλά να προωθηθούν στον Βορρά. Είδα πολλούς εθελοντές, Ελληνες και ξένους, να θέλουν να βοηθήσουν. Αυτό αποδεικνύει πως η ανθρωπιά είναι ζωντανή».
Για να έρθει, όμως, και η στιγμή της προσωπικής αναμέτρησης με το φαινόμενο. Ο Γιάννης Μπεχράκης παραδέχεται: «Η συναισθηματικές επιπτώσεις από το να καλύπτεις τέτοια θέμα είναι δραστική. Υπέφερα από αϋπνίες και εφιάλτες. Αρχισα να νιώθω ένοχος θεωρώντας πως δεν είμαι ικανός να κάνω κάτι περισσότερο. Εχω προσφυγικό αίμα μέσα μου και είναι πατέρας».
Αυτό που κατανόησε από τη χρονιά που φεύγει είναι ότι μέρα με την ημέρα γίνονταν τα πράγματα χειρότερα. «Μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, χρονιά με τη χρονιά τα πράγματα γίνονται χειρότερα. Από την αρχή του 2015 ήταν φανερό ότι η Ελλάδα έμπαινε στην πιο δύσκολη φάση της κρίσης. Είχαμε δύο εκλογικές μάχες, ένα δημοψήφισμα, εν συνεχεία capital controls και πολύ υψηλή ανεργία».
Η κατακλείδα, όμως, δεν μπορεί παρά να είναι η φωτογραφία: η ομορφιά της λήψης, η δύναμη της τέχνης. Ο Γιάννης Μπεχράκης συγκεφαλαιώνει το έργο του ως εξής: «Η φωτογραφία μπορεί να αφήσει τους ανθρώπους δίχως λόγια. Εχει δύναμη και ομορφιά. Μπορεί να στείλει ένα μήνυμα στο κοινό και να κάνει τους ανθρώπους να γελάσουν, να κλάψουν ή και τα δύο μαζί. Μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να νιώσουν ένοχοι ή να δώσουν χρήματα για ένα καλό σκοπό. Μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να σκεφτούν καλά πριν τραβήξουν τη σκανδάλη».