Ο ανταποκριτής της ιταλικής Corriere della Sera Πάολο Μερεγκέτι είναι σαφής στην κριτική της ταινίας «At Eternity’s Gate» που έκανε πρεμιέρα στο 75ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας: «Η ταινία του εικαστικού και σκηνοθέτη Τζούλιαν Σνάμπελ που ασχολείται με τη ζωή του σπουδαίου ζωγράφου Βίνσεντ Βαν Γκογκ, δεν έπεσε στην παγίδα της αγιογραφίας. Ο Γουίλεμ Νταφόε είναι πειστικός στον απαιτητικό κεντρικό ρόλο και καταφέραμε να δούμε μέσα από τα μάτια του, τον τρόπο με τον οποίο ο Βίνσεντ έβλεπε τον κόσμο. Τα κινηματογραφικά κάδρα, ανταγωνίζονται σε ομορφιά και ζωντάνια τους αυθεντικούς πίνακες, καθώς παρακολουθούμε τη φύση να αλλάζει με το φως, και τα φύλλα των δέντρων να αλλάζουν χρώμα με το πέρασμα των εποχών».
Σε εκτενέστερο αφιέρωμα στην ταινία που φιλοξενεί η ίδια εφημερίδα, αναφέρεται πως ο Νταφόε κατάφερε κάτι ανθρωπίνως αδύνατο, να μπει, έστω για λίγο, στο μυαλό του Βαν Γκογκ. Αν αναλογιστούμε τη θυελλώδη όσο και μοναχική ζωή αυτής της ιδιοφυίας, το μυαλό ενός τέτοιου καλλιτέχνη πρέπει στ’ αλήθεια να ήταν ένα πολύ σκοτεινό, όσο και δαιδαλώδες μέρος.
«Μετά την ενσάρκωση του Ιησού στην ταινία “Ο τελευταίος πειρασμός” του Μάρτιν Σκορσέζε, θα περίμενε κανείς ότι ο Νταφόε θα απέφευγε να υποδυθεί μία ακόμη σπουδαία μορφή. Κι όμως, φαίνεται ότι του αρέσουν τα δύσκολα» λέει χαρακτηριστικά το δημοσίευμα. Ο αμερικανός ηθοποιός είναι 63 ετών, ο Βαν Γκογκ ήταν μόλις 37 όταν πέθανε, κι όμως αυτή η διαφορά ηλικίας περνά απαρατήρητη. Χάρη στη μαγεία του σινεμά και στο θαύμα της υποκριτικής.
Η ταινία καταχειροκροτήθηκε στη Βενετία και μάλλον δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο σκηνοθέτης Τζούλιαν Σνάμπελ είναι πέρα και πάνω απ’ όλα, εικαστικός. Πρόκειται δηλαδή για έναν φόρο τιμής ενός καλλιτέχνη σε έναν άλλο. «Εκείνο που με ενδιέφερε ήταν να μεταφέρω την αίσθηση, του πώς είναι να περπατάς μέσα στα παπούτσια του Βίνσεντ. Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για βιογραφία. Κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο, αφού δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για τη ζωή του και όσα υπάρχουν, είναι αντικρουόμενα» είπε χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου.
Αυτός είναι και ο λόγος που απέφυγε να αποδώσει τον θάνατο του ζωγράφου σε αυτοκτονία: «δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για κάτι τέτοιο» είπε κατηγορηματικά.
Και συνεχίζοντας: «Στην ταινία προσπάθησα να δώσω μία διαδοχή από κάδρα, δίνοντας στον θεατή την αίσθηση ότι περπατά μέσα σε μία έκθεση και θαυμάζει τα έργα του σπουδαίου ζωγράφου. Μιας ιδιοφυίας που γεννήθηκε σε λάθος εποχή-αν υποθέσουμε ότι υπήρχε σωστή εποχή για να γεννηθεί ένας τόσο μοναδικός άνθρωπος».
Οσο για τον πρωταγωνιστή της ταινίας, Γουίλεμ Νταφόε, όταν ρωτήθηκε από πού άντλησε την έμπνευσή του για τον συγκεκριμένο ρόλο, είπε ότι ήταν τα γράμματα του ζωγράφου που σώζονται που του έδωσαν όσα χρειαζόταν για να τον βρει. «Μου έκανε τεράστια εντύπωση η διαύγεια της σκέψης του. “Βλέπω λουλούδια και αγγέλους που μου εξομολογούνται, μου μιλούν” έλεγε ο Βίνσεντ. Τον αντιμετώπισα σαν πραγματικό ροκ σταρ, γιατί στην πραγματικότητα, αυτό ήταν. Ολα τα λουλούδια μαραίνονται και κάποια στιγμή πεθαίνουν. Εκείνα του Βαν Γκογκ, ποτέ!».