Στο Κέμνιτς της Σαξονίας, στην Ανατολική Γερμανία, στην πόλη που κλονίζεται εδώ και αρκετές ημέρες από ένα κύμα ακροδεξιάς και νεοναζιστικής οργής κατά των προσφύγων και των μεταναστών, βρέθηκε τις προηγούμενες ημέρες ο Γκίντεον Ράχμαν, κύριος σχολιαστής των Financial Times επί διεθνών ζητημάτων. Και αυτό που αντιλήφθηκε κυρίως είναι ότι υφίστανται κάποιες αναλογίες με το ιστορικό 1989, τη χρονιά κατά την οποία οι μαζικές κινητοποιήσεις εκατομμυρίων Ανατολικογερμανών οδήγησαν τελικά στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου και στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Γιατί και τότε, όπως σήμερα, οι συμμετέχοντες στις πορείες και τις συγκεντρώσεις φώναζαν πως «εμείς είμαστε ο λαός», γιατί και τότε ήταν εξοργισμένοι με την κυβέρνησή τους, γιατί και τότε η κυβέρνηση τους χαρακτήριζε «ανεξέλεγκτο πλήθος».
Ο Ράχμαν αναγνωρίζει πως πολλοί, μεταξύ των οποίων οι περισσότεροι γερμανοί πολιτικοί, σίγουρα θα χαρακτήριζαν τουλάχιστον ατυχή τη σύγκριση ανάμεσα στις δημοκρατικές συγκεντρώσεις, που συνέβαλαν σημαντικά στην επανένωση της Γερμανίας, και στις σημερινές ακροδεξιές και νεοναζιστικές πορείες διαμαρτυρίας κατά των προσφύγων και των μεταναστών. Και θα υπογράμμιζαν περισσότερο τις ανησυχητικές αναλογίες με την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και της ανόδου του ναζισμού. Σύμφωνα, ωστόσο, με τον διακεκριμένο βρετανό δημοσιογράφο ο παραλληλισμός με το 1989 αναδεικνύει ένα σημαντικό στοιχείο που αφορά τη διεθνή πολιτική.
Το 1989 το κομμουνιστικό καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας επλήγη ανεπανόρθωτα από την άνοδο στην εξουσία της ΕΣΣΔ του ρεφορμιστή Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Σήμερα, η κυβέρνηση της Γερμανίας δείχνει να κλονίζεται ξανά από μια σημαντική αλλαγή που σημειώθηκε και πάλι εκτός της χώρας, όχι όμως στη Μόσχα αλλά στην Ουάσινγκτον, και έγκειται στην ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Γιατί, όπως το 1989 εθεωρείτο ευρέως πως ο σοβιετικός ηγέτης τασσόταν υπέρ των αντιφρονούντων Ανατολικογερμανών, έτσι και σήμερα, ο αμερικανός πρόεδρος εκφράζει ανοιχτά τη συμπάθεια του για τα αντιπροσφυγικά και αντιμεταναστευτικά κινήματα και κόμματα της Γερμανίας και της υπόλοιπης Ευρώπης. Ο Τραμπ έχει χαρακτηρίσει «καταστροφική» τη διαχείριση του Προσφυγικού από την Ανγκελα Μέρκελ, επισημαίνοντας επίσης, πως όχι μόνον αναμένει αλλά και ότι επικροτεί την πολιτική αναταραχή στη Γερμανία, με τον γερμανό πρώην υπουργό Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ να φτάνει στο σημείο να κατηγορεί τις ΗΠΑ πως επιδιώκουν την «αλλαγή καθεστώτος» στην πατρίδα του.
Φυσικά κανένας υπουργός δεν ανησυχεί για το ενδεχόμενο να απολέσει η κυβέρνηση την εξουσία. Αλλά η οργή που επικρατεί στο Κέμνιτς και αλλού στη χώρα και η άνοδος της ακροδεξιάς την οποία εκπροσωπεί η Εναλλακτική για τη Γερμανία, το κύριο κόμμα της αντιπολίτευσης σήμερα στη Μπούντεσταγκ, αποτελούν σημάδια του τέλους μιας εποχής.
Ο Ράχμαν υπενθυμίζει τις σημαντικές δυσκολίες που αντιμετώπισε η Ανγκελα Μέρκελ για να καταφέρει τελικά να σχηματίσει μια κυβέρνηση συμμαχίας, σημειώνοντας πως ακόμα και οι υποστηρικτές της θεωρούν πως είναι εξουθενωμένη αλλά και συγκλονισμένη από το μίσος που συνάντησε στην Ανατολική Γερμανία κατά την τελευταία προεκλογική εκστρατεία της.
Την ίδια ώρα κρίσιμες είναι και οι προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η γερμανίδα καγκελάριος εντός της ΕΕ ενώ η κατάληψη της εξουσίας στην Ιταλία, την Ουγγαρία, την Πολωνία και την Αυστρία από λαϊκιστές και εθνικιστές σημαίνει ότι οι γερμανοί εθνικιστές αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού κινήματος που εναντιώνεται στη φιλελεύθερη ορθοδοξία.
Το 1989 οι φιλελεύθεροι και οι εθνικιστές μάχονταν μαζί υπέρ της δημοκρατίας στην Ανατολική Ευρώπη ενώ σήμερα αποτελούν τις κύριες αντίπαλες παρατάξεις της ευρωπαϊκής αλλά και της παγκόσμιας πολιτικής. «Η μάχη μεταξύ φιλελευθερισμού και εθνικισμού διεξάγεται σε διεθνές επίπεδο. Εκτυλίσσεται επίσης στους δρόμους μικρών πόλεων της Γερμανίας» καταλήγει ο Ράχμαν.