Πώς το καταφέρνει αυτό, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο; Πώς γίνεται, κάθε τηλεοπτική του εμφάνιση να σε καθηλώνει, να σε συγκινεί, να σε κάνει να τον θαυμάζεις όλο και πιο πολύ;
Δεν είχε την τύχη να μαθητεύσει σε καλά σχολεία, να σπουδάσει, να μορφωθεί. Η μάχη για την επιβίωση δεν του επέτρεψε αυτή την… πολυτέλεια. Κι όμως, τα λόγια του σε συνεπαίρνουν. Χαίρεσαι να τον ακούς να μιλάει, σχεδόν όσο απολαμβάνεις να τον βλέπεις να «καρφώνει» στο καλάθι και να μοιράζει «τάπες». Μέσα στην τόση πολυλογία της εποχής μας, οι κουβέντες του δεν περισσεύουν. Ισως, επειδή αναβλύζουν από τα βάθη της ψυχής του.
Υπάρχει μια υπέροχη αντίφαση στον Γιάννη. Αν και, πλέον, πρωταγωνιστεί στον virtual κόσμο της αθλητικής σόου-μπιζ, εκείνος παραμένει πραγματικός. Αυθεντικός και ανυπόκριτος. Δεν «τυφλώθηκε» από τους προβολείς της δόξας, ούτε μεταλλάχθηκε σε κατασκεύασμα των ίματζ-μέικερς. Είναι ένας αυτόφωτος σούπερ-σταρ, και το φως πηγάζει από μέσα του.
Το διαπιστώσαμε για πολλοστή φορά στη συνέντευξη που παραχώρησε στην εκπομπή «Pick-n-roll» της Cosmote TV, λίγο πριν επιστρέψει στο Μιλγουόκι για την προετοιμασία των Μπακς ενόψη της νέας σεζόν του ΝΒΑ. Ο άνθρωπος Γιάννης «έλαμψε», πάλι, περισσότερο από τον υπεραθλητή. Η γοητεία του υπερβαίνει τα σπορ και αγγίζει τις πιο ευαίσθητες χορδές μας.
Η απάντησή του στην ερώτηση «τί θα θυσίαζε για να έχει τον πατέρα του (που «έφυγε» τον Σεπτέμβριο του 2017) ξανά στο πλευρό του», ήταν η πιο συγκινητική στιγμή. «Τον πατέρα μου! Δεν υπάρχει σκέψη σε αυτό. Τον πατέρα μου! Πάρτε τα όλα, δεν με νοιάζει… Να γυρίσω πίσω στα Σεπόλια και να πουλάω cd, δεν με νοιάζει, καν», αποκρίθηκε, κάνοντας -σίγουρα- πολλούς πατεράδες να βουρκώσουν. Κάθε του φράση τον ψηλώνει ακόμη περισσότερο στην εκτίμησή μας.
Αίσθηση προκάλεσε και ο τρόπος με τον οποίο αφηγήθηκε τη συνάντησή του με τον Νίκο Γκάλη. Ο σεβασμός του για έναν αθλητή που ο ίδιος δεν πρόλαβε στα παρκέ (ο «Γκάνγκστερ» σταμάτησε το μπάσκετ τον Οκτώβριο του 1994, δύο μήνες προτού γεννηθεί ο «Greek Freak»). Του μιλούσε -είπε- στον πληθυντικό, επειδή «χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχαν μπασκέτες στην Ελλάδα, δεν θα υπήρχαν ο Βασίλης Σπανούλης, ο Δημήτρης Διαμαντίδης, ο Θοδωρής Παπαλουκάς». Σωστά όλα αυτά, και αυτονόητα. Αλλά έχει ιδιαίτερη σημασία, το οτι τα ακούσαμε από το στόμα ενός πρωταθλητή του ΝΒΑ: του μοναδικού Ελληνα που θα είχε το δικαίωμα να μην αντιμετωπίσει τον Γκάλη ως «ιερό τέρας».
Ζήτησε να μην τον αποκαλούν «Πρωταθλητή» και «MVP». Αρνήθηκε το οτι είναι ο καλύτερος παίκτης στον Κόσμο. Επειδή είναι η επιτομή της σεμνότητας. Ο παρείσακτος των Σεπολίων και ο παγκόσμιος Γιάννης είναι το ίδιο πρόσωπο. Το ίδιο ευγενικός, γελαστός και αγαπησιάρης, τότε που είχε ανάγκη να κερδίσει τη συμπάθεια των γύρω του για να επιβιώσει, αλλά και τώρα, που όλοι «θα σκότωναν» για μια φωτογραφία δίπλα του. Με το δαχτυλίδι του πρωταθλητή στο χέρι του, αμέτρητα ατομικά βραβεία στο σαλόνι, και… ένα καράβι εκατομμύρια στους τραπεζικούς του λογαριασμούς.
Αλλά και γιατί διαθέτει μια σοφία που σπανίως συναντάς σε 26χρονους. «Για να γίνεις ο καλύτερος που μπορείς, πρέπει να παραμένεις ταπεινός. Μόνον έτσι θα ακούς τους συμπαίκτες, τους προπονητές, τους φίλους σου, και θα είσαι ανοιχτός στις συμβουλές τους. Εχω φτάσει εδώ γιατί είμαι ταπεινός, κι αυτό δεν θα αλλάξει τώρα», εξήγησε στην κάμερα της Cosmote TV, μια μέρα αφότου και το ESPN -μετά το Sports Illustrated- τον κατέταξε στη 2η θέση της λίστας με τους 100 κορυφαίους της σεζόν που αρχίζει στις 19 Οκτωβρίου. Πίσω μόνον από τον Κέβιν Ντουράντ, και μπροστά από τον ΛεΜπρόν Τζέιμς, τον Λούκα Ντόντσιτς και τον Στεφ Κάρι.
Ο Γιάννης δεν είναι μόνο το βιονικό του κορμί, που έγινε αντικείμενο επιστημονικής μελέτης. Δεν είναι μόνο οι άθλοι του, που η ιστορία του μπάσκετ εξακολουθεί να γράφει με χρυσά γράμματα. Είναι, πάνω απ’ όλα, μια προσωπικότητα – παράδειγμα προς μίμηση. Πρότυπο.
Ο Γιάννης θα ‘πρεπε να διδάσκεται στα σχολεία.