Τρίτη νίκη στη σειρά, για πρώτη φορά μετά τον Οκτώβριο του 2016. Τότε που ο Μίχαελ Σκίμπε είχε παρουσιάσει μια αξιοπρεπή, ανταγωνιστική Εθνική, η οποία «το πάλεψε» στα προκριματικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου και αποκλείστηκε από τη (μετέπειτα φιναλίστ) Κροατία στα μπαράζ.
Νίκη με ανατροπή του σκορ. Είχαμε να το δούμε από τον Οκτώβριο του 2017. Εκείνο το 2-1 στην Κύπρο, όμως, έμοιαζε περισσότερο με φιλικό παιχνίδι – τα αδέλφια μας δεν είχαν καμία διάθεση να μας κάνουν ζημιά. Στην πραγματικότητα, η τελευταία φορά που «γυρίσαμε» επίσημο ματς ήταν τον Οκτώβριο του 2015 με αντίπαλο την Ουγγαρία (από 1-2 σε 4-3).
Νίκη γλυκόπικρη. Γιατί στο Euro του 2020 θα πάει η ηττημένη του χθεσινού αγώνα, Φινλανδία, κι όχι εμείς, που θα μπορούσαμε -άνετα- να είμαστε στη θέση της. Αλλά, κάθε άλλο παρά ανώφελη. Η πλήρως ανακαινισμένη Εθνική μας, που προσπαθεί να κάνει επανεκκίνηση, αφήνοντας πίσω μια εφιαλτική πενταετία, έχει απόλυτη ανάγκη από «σημάδια» προόδου, που θα ενισχύσουν την πίστη στο πλάνο του νέου προπονητή.
Τρεις νίκες στη σειρά μπορεί να είναι σύμπτωση. Τρεις εξαιρετικές εμφανίσεις, όχι. Η αντιπαραγωγική Εθνική, που το πρώτο της μέλημα ήταν να καταστρέψει το παιχνίδι του αντιπάλου, τώρα έχει το νου της στη δημιουργία. Βλέπεις την μπάλα να τρέχει, από παίκτη σε παίκτη, με ένα εξωπραγματικό -για τα ελληνικά δεδομένα- ποσοστό ακρίβειας στις μεταβιβάσεις. Βλέπεις ανάπτυξη από τα μετόπισθεν. Πάσα «με τη μια», κι έπειτα κίνηση χωρίς την μπάλα. Ενθουσιασμό και αλτρουϊσμό. Μια ομάδα που έχει «διαβάσει» τους απέναντι, και ξέρει πώς να τους αντιμετωπίσει. Οι (συνολικά) 72 τελικές προσπάθειες για γκολ σε τρία ματς (με Βοσνία, Αρμενία και Φινλανδία) είναι επίδοση πρωτόγνωρη για τη «Γαλανόλευκη».
Τρεισήμισι μήνες μετά την πρόσληψή του από την ΕΠΟ ο Γιον φαν’τ Σιπ (που πολλοί σύμβουλοι είχαν χαρακτηρίσει ως προπονητή Γ’ Κατηγορίας) έχει αλλάξει, σχεδόν, τα πάντα. Πρώτα απ’ όλα, το… καστ. Σε σύγκριση με το τελευταίο ματς του Αγγελου Αναστασιάδη (την ήττα από την Αρμενία στις 11 Ιουνίου στο ΟΑΚΑ), η χθεσινή ενδεκάδα ήταν διαφορετική κατά τα 10/11. Μόνον ο τερματοφύλακας (Βλαχοδήμος) έμεινε ο ίδιος. Κι άλλοι δύο παίκτες (Κουλούρης, Μασούρας), που τότε ήταν βασικοί, μπήκαν ως αλλαγή στον αγώνα με τους Φινλανδούς. Επειτα, την αγωνιστική νοοτροπία. Η Εθνική προσπαθεί να παίξει σαν ολλανδική ομάδα. Και, τέλος, τους κανόνες. Η φανέλα με το εθνόσημο ξανάγινε ακριβή, για όποιον θέλει να τη φορέσει. Δεν αρκεί να είναι καλός παίκτης, ή να φέρει «βαρύ» όνομα. Πρέπει και να σέβεται: τον προπονητή, τους συμπαίκτες και την αποστολή του.
Δύο διεθνείς και ένας παλαίμαχος είπαν πολλά με λίγα λόγια. Ο Πέτρος Μάνταλος (στο Open μετά το «διπλό» στην Αρμενία): «Εχουν μπει κανόνες. Δείχνουμε ότι και οι ένδεκα ποδοσφαιριστές τα δίνουμε όλα, παίζουμε ο ένας για τον άλλο, και αυτό φέρνει σιγά – σιγά τα αποτελέσματα». Ο Κώστας Σταφυλίδης (στο SDNA): «Πιστεύω ότι ανέκαθεν ήμασταν καλοί παίκτες, ανέκαθεν είχαμε την ποιότητα να παίξουμε. Αυτό που άλλαξε, είναι η πειθαρχία μέσα στο γήπεδο». Κι ο Κώστας Κατσουράνης (χθες βράδυ, αποχωρώντας από το ΟΑΚΑ): «Επιτέλους, έχουμε προπονητή».
Νέα παιδιά με φιλοδοξίες, που «γουστάρουν» να παίζουν στην Εθνική, και δεν έχουν δηλητηριαστεί από την τοξικότητα και τη μιζέρια του ελληνικού πρωταθλήματος. Αυτό είναι το σκεπτικό πίσω από την «επανάσταση» του Ολλανδού. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, απ’ όσους αγωνίστηκαν χθες, είναι γεννημένοι το 1991: ο Μάνταλος και ο Μπακάκης. Από τους υπόλοιπους της αποστολής, μόνον ο Πασχαλάκης και ο Σιόβας έχουν γεννηθεί πριν από το 1990. Η ομάδα είναι γεμάτη από παιδιά που έμαθαν μπάλα, εξελίχθηκαν, ωρίμασαν, ή «αναγεννήθηκαν» στο εξωτερικό: Παυλίδης, Χατζηδιάκος, Βλαχοδήμος, Σταφυλίδης, Μπακασέτας… Οπου να ‘ναι θα δούμε και τον Σεμπάστιαν Βασιλειάδη (από τον οποίο ο Ολλανδός ζήτησε να μάθει ελληνικά). Θα ακολουθήσουν κι άλλοι. Γιατί ο φαν’τ Σιπ αναζητεί ταλέντα ελληνικής καταγωγής σε όλη τη Γη. Προσφάτως εντόπισε τον Τζορτζ Μπάλντοκ, ένα δεξί μπακ που διακρίνεται στη Σέφιλντ, και μπορεί να πάρει την ιθαγένεια επειδή ο παππούς του ήταν Ελληνας.
Είναι νωρίς, ακόμη, να βγάλουμε συμπεράσματα για την προπονητική του αξία. Το μόνο που μπορούμε να πούμε, προς το παρόν, είναι πως επανέφερε στην Εθνική μας την κοινή λογική, που είχε από χρόνια χαθεί. Ηρθε «διαβασμένος» κι αποφασισμένος να πετύχει (ή να αποτύχει) με τις ιδέες του, κρατώντας μακριά όποιον θα μπορούσε να του χαλάσει το κλίμα στην ομάδα. Εμφάνισε από την πρώτη στιγμή κάτι διαφορετικό. Ελκυστικό. Ελπιδοφόρο. Κέρδισε την εμπιστοσύνη, που θα του επιτρέψει να εργαστεί ανενόχλητος μέχρι την έναρξη των προκριματικών για το Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ (τον προσεχή Σεπτέμβριο).
Στην κλήρωση αυτών των αγώνων θα συνειδητοποιήσουμε πόσο ακριβά θα πληρώσουμε τα «εγκλήματα» της προηγούμενης πενταετίας. Η Εθνική θα κληθεί να αντιμετωπίσει (τουλάχιστον) δύο ομάδες με υψηλότερη βαθμολογία από τη δική της. Τότε, δεν θα αρκεί να νικάμε τη Βοσνία, την Αρμενία και τη Φινλανδία. Η πρόκριση θα απαιτήσει υπερβάσεις, βγαλμένες από την ένδοξη 11ετία 2003-2014.