Οι σχέσεις μεταξύ Βερολίνου και Αγκυρας είναι εδώ και καιρό τεταμένες. Πέρυσι τον Σεπτέμβριο ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν δίστασε ακόμα και να παρέμβει στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας στη Γερμανία, βάλλοντας κατά της Ανγκελα Μέρκελ και προτρέποντας τους εκατομμύρια τουρκικής καταγωγής πολίτες της χώρας να ψηφίσουν κατά της γερμανίδας καγκελαρίου. Στο τέλος του μήνα, ωστόσο, στις 28 και στις 29 Σεπτεμβρίου, όταν ο τούρκος πρόεδρος θα βρίσκεται στο Βερολίνο κατά την πρώτη επίσημη επίσκεψή του στη Γερμανία σε διάστημα τεσσάρων ετών, αναμένεται πως θα εμφανιστεί πιο μετρημένος και διαλλακτικός εξαιτίας της τραγικής κατάστασης της τουρκικής οικονομίας.
Το ότι ο Ερντογάν δεν είναι αγαπητός στους Γερμανούς δεν αποτελεί μυστικό. Σε πολιτικό επίπεδο, οι Πράσινοι και η Αριστερά τον κατηγορούν για τη συστηματική και μαζική καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά στην κουρδική νοτιοανατολική Τουρκία, η ακροδεξιά είναι οργισμένη μαζί του ενόψει των εγκαινίων του μεγαλύτερου τεμένους στην Ευρώπη που θα πραγματοποιήσει ο τούρκος πρόεδρος στην Κολωνία ενώ οι κεντρώοι της Άνγκελα Μέρκελ εμφανίζονται ενοχλημένοι με τις ισλαμοεθνικιστικές τάσεις του και τον ολοένα αυξανόμενο αυταρχισμό του.
Το 2017, τουλάχιστον τριάντα γερμανοί πολίτες φυλακίστηκαν στην Τουρκία στο πλαίσιο των εκκαθαρίσεων που άρχισαν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 και συνεχίζονται έως σήμερα ενώ ο τούρκος ηγέτης κατηγόρησε προσωπικά τη Γερμανία ότι προσφέρει καταφύγιο σε κάποιους από τους πραξικοπηματίες. Αφότου οι γερμανικές αρχές απαγόρευσαν σε τούρκους βουλευτές να περιοδεύσουν για λογαριασμό του ανά τη Γερμανία ενόψει του δημοψηφίσματος στην Τουρκία για την ενίσχυση των προεδρικών εξουσιών, ο Ερντογάν έκανε λόγο για «ναζιστικές πρακτικές». Η γερμανική κυβέρνηση απάντησε με την αναθεώρηση των κρατικών εγγυήσεων για την χρηματοδότηση των εξαγωγών προς την Τουρκία και την απόσυρση γερμανών στρατιωτών από την αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ.
Πλέον, όμως, ο πολύς Ερντογάν είναι αναγκασμένος να ξεκινήσει να χτίζει εκ νέου τις γέφυρες που ο ίδιος γκρέμισε. Γιατί η τουρκική οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα της ύφεσης ενώ από την αρχή του έτους η τουρκική λίρα έχασε το 40% της αξίας της σε σχέση με το δολάριο, γεγονός εφιαλτικό για τις τουρκικές τράπεζες και τις επιχειρήσεις τα χρέη των οποίων αποπληρώνονται σε δολάρια. Η κατρακύλα του εθνικού νομίσματος στην όμορη χώρα περιορίστηκε χάρη στην αύξηση των επιτοκίων κατά 6,25% από την κεντρική τράπεζα αλλά ο πληθωρισμός κυμαίνεται γύρω στο 18% και οι επενδυτές εξακολουθούν να παραμένουν μακριά από την Τουρκία.
Την ίδια, ώρα, οι σχέσεις της Άγκυρας με την Ουάσινγκτον είναι οι χειρότερες των τελευταίων σαράντα δεκαετιών με τις δύο σύμμαχες στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ χώρες να βρίσκονται στα μαχαίρια εξαιτίας της κράτησης ενός αμερικανού πάστορα σε φυλακή της Τουρκίας, της απόφασης του τούρκου προέδρου για την αγορά των ρωσικών πυραύλων S -400 και της στήριξης που παρέχει το Πεντάγωνο στους κούρδους μαχητές της Συρίας.
Η επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία και η πρόσφατη συμφωνία για τη δημιουργία μιας αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης στην επαρχία Ιντλίμπ της Συρίας σίγουρα είναι θετική για τον απομονωμένο Ερντογάν. Αλλά αποτελεί γεγονός πως ο Πούτιν δεν αρκεί για την ανάκαμψη της Τουρκίας. «Η Τουρκία έχει ανάγκη από έναν εταίρο τον οποίο θα μπορεί να εμπιστεύεται», εξήγησε στον Economist ο Μουσταφά Νάιλ Αλκάν, καθηγητής στον πανεπιστήμιο Γκαζί της Άγκυρας, και αυτός ο εταίρος είναι η Γερμανία.
Υπέρ της εξομάλυνσης των σχέσεων της με την Τουρκία τάσσεται και η γερμανική κυβέρνηση και σίγουρα δεν επιθυμεί την κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας. Διότι εάν επιδεινωθεί η κατάσταση στη χώρα, ένας απελπισμένος Ερντογάν δεν θα διστάσει να αποσυρθεί από τη συμφωνία με την ΕΕ για την υποδοχή και την κράτηση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών στην τουρκική επικράτεια. Περισσότεροι πρόσφυγες και μετανάστες στις γερμανικές πόλεις θα ενισχύσουν περαιτέρω την Εναλλακτική για τη Γερμανία, το ακροδεξιό και ξενοφοβικό κόμμα που μέσα σε λίγα χρόνια κατέληξε να αποτελεί, σήμερα, τη δεύτερη ισχυρότερη πολιτική δύναμη στη χώρα, πίσω από τους Χριστιανοδημοκράτες της Άνγκελα Μέρκελ.
Το τελευταίο διάστημα αμφότερες οι πλευρές έδειξαν εμμέσως τις «φιλικές» διαθέσεις τους. Ο Ερντογάν και οι υποστηρικτές του στα Μέσα χαμήλωσαν τους τόνους τους, οι περισσότεροι από τους γερμανούς πολίτες που είναι έγκλειστοι σε τουρκικές φυλακές απελευθερώθηκαν και αξιωματούχοι στην Άγκυρα μιλούν συνέχεια για μια νέα αρχή στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Γερμανία και την ΕΕ.
Η γερμανική κυβέρνηση, από την πλευρά της, τάχθηκε κατά της επιβολής αμερικανικών κυρώσεων στην Τουρκία, κατάργησε τα όρια των κρατικών εγγυήσεων για εξαγωγές στη χώρα και υπογράμμισε πως η κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας θα ήταν επιζήμια για όλους. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Der Spiegel, η Siemens και η Deutsche Bahn (Γερμανικοί Σιδηρόδρομοι) επιδιώκουν να συμμετάσχουν στην αναβάθμιση ύψους 35 δισεκατομμυρίων ευρώ του σιδηροδρομικού δικτύου της Τουρκίας ενώ η τουρκική κυβέρνηση θα ήθελε στη χρηματοδότηση του έργου να συμβάλει και η Γερμανία.
Το χάσμα, ωστόσο, μεταξύ των δύο πλευρών δεν πρόκειται να γεφυρωθεί άμεσα. Η μονομερής παροχή οικονομικής βοήθειας από τη Γερμανία στην Τουρκία θεωρείται απίθανη ενώ ο αυταρχισμός του τούρκου προέδρου, είτε αυτός εκφράζεται μέσω της παραβίασης των αρχών του κράτους δικαίου είτε μέσω της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την επανέναρξη των συνομιλιών για ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στη θεωρία, η Τουρκία θα μπορούσε να κάνει κάποια κοινά βήματα με τους Ευρωπαίους όσον αφορά τη δημιουργία μιας νέας τελωνειακής ένωσης και την άρση της βίζας για τους τούρκους πολίτες. Στην πράξη, ωστόσο, για να συμβούν αυτά ο Ερντογάν θα πρέπει να προβεί σε οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις τις οποίες είναι κάθε άλλο παρά διατεθειμένος να εφαρμόσει.