Από νωρίς πρωί (Δευτέρα 12 Ιουλίου), ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας βρισκόταν στις Βρυξέλλες προκειμένου να συμμετάσχει στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων (ΣΕΥ) της Ε.Ε. Πριν από την έναρξη του ΣΕΥ ο κ. Δένδιας συναντήθηκε με τον αιγύπτιο ομόλογό του Σάμεχ Σούκρι, ενώ είχε προγραμματισθεί και ένα πρώτο τετ-α-τετ με τον νέο υπουργό Εξωτερικών του Ισραήλ Γιαΐρ Λαπίντ, οι οποίοι βρίσκονται στις Βρυξέλλες. Αύριο (Τρίτη 13 Ιουλίου) ο ΥΠΕΞ θα μεταβεί στο Κάιρο, έδρα του Αραβικού Συνδέσμου, όπου θα υπογράψει Μνημόνιο Συνεργασίας με τον γ.γ. του Οργανισμού Αμπούλ Γκεΐτ. Στη περίπτωση της Αιγύπτου το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών προ ολίγων ημερών τάχθηκε ευθέως υπέρ του Καΐρου στη διαμάχη με την Αντίς Αμπέμπα για το φράγμα GERD επί αιθιοπικού εδάφους, που απειλεί τη μεγαλύτερη αραβική χώρα με ασφυξία, καθώς θα ελέγχει σημαντικό τμήμα της ροής του ποταμού Νείλου. Παράλληλα προετοιμάζονται και άλλες επαφές, δίχως διακοπή, με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, τη Σαουδική Αραβία, το Ιράκ, την Ιορδανία.
Όλες αυτές οι χώρες έχουν, βεβαίως, ως κοινό παρονομαστή τον σκεπτικισμό για τις κινήσεις του καθεστώτος Ερντογάν. Άλλες λιγότερο (Ιράκ, Ιορδανία), άλλες πολύ περισσότερο και επιθετικά (ΗΑΕ, Αίγυπτος), αντιλαμβάνονται τη δράση της Τουρκίας ως ακριβώς αυτή που είναι, δηλαδή αποσταθεροποιητική για το σύνολο της περιφέρειας της Μέσης Ανατολής-Βόρειας Αφρικής και, βεβαίως, της Ανατολικής Μεσογείου.
Η συγκυρία δεν είναι τυχαία. Οι επαφές πυκνώνουν λίγες ημέρες μετά από κάποιες εξελίξεις. Καταρχάς, αφότου ο Ερντογάν προανήγγειλε άλλη μια φιέστα στα Κατεχόμενα. Λίγες ημέρες μετά την διακίνηση των πρώτων πληροφοριών για υπονόμευση της εκλογικής διαδικασίας της 24ης Δεκεμβρίου στη Λιβύη από την Άγκυρα. Και λίγες ημέρες μετά μια ακόμα σειρά επιστολών προς το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ από την κυβέρνηση της Βαγδάτης, για τη μετατροπή του βορείου Ιράκ σε «παιδική χαρά» για τον τουρκικό στρατό που δημιουργεί φυλάκια, πλήττει στόχους και μπαινοβγαίνει σαν να μην υπάρχουν σύνορα.
Ενδεικτική της αδυναμίας της Άγκυρας να έλθει σε ουσιαστικές συζητήσεις με τις νόμιμες κυβερνήσεις της περιοχής είναι η επιμονή και προσκόλληση στη συνεργασία με τη Χαμάς, που ο Ερντογάν εκτιμά ότι προσπορίζει οφέλη, καθώς συνδέει την Άγκυρα με τον παλαιστινιακό σκοπό και οι πιέσεις προς τρία κράτη που διατηρούν στενές σχέσεις με την Τουρκία, το Κατάρ, το Αζερμπαϊτζάν και, βέβαια, το Πακιστάν. Στη περίπτωση του Κατάρ, η σχέση είναι ετεροβαρής. Πρακτικά, οι ηγεμόνες του Κατάρ κρατούν σε ζωή την τουρκική οικονομία και, βεβαίως, κερδίζουν γι’ αυτό τεράστια οφέλη μέσα στην Τουρκία. Το Αζερμπαϊτζάν και το Πακιστάν αποτελούν τη μακρά διπλωματική χείρα των Τούρκων, ιδιαίτερα για θέματα στα οποία οι απόψεις τους θεωρούνται μειοψηφία του ενός, όπως στο ζήτημα του ψευδοκράτους. Τις τελευταίες ημέρες στα Κατεχόμενα, βρίσκεται αποστολή της πακιστανικής πρεσβείας στην Άγκυρα με στόχο να διερευνήσει αν υπάρχουν δυνατότητες να ανοίξει προξενείο στο ψευδοκράτος. Κάτι τέτοιο θα ήταν ακραίο ακόμα και για το Πακιστάν, ωστόσο δεν θα πρέπει να αποκλείεται.
Το ερώτημα είναι τι μπορεί να περιμένει μακροπρόθεσμα η Αθήνα από αυτή τη συγκυρία, όπου η Τουρκία εμφανίζεται ως ο πλέον προβληματικός παράγοντας στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή από τον Περσικό Κόλπο μέχρι την Τυνησία. Μια καθοριστική απάντηση δεν μπορεί να δοθεί, ωστόσο είναι απολύτως σαφές ότι ουσιαστικά αποκτά έρεισμα σε χώρες που έχουν σκληρά συμφέροντα στην περιοχή και, ως εκ τούτου, έχουν ως στρατηγικό στόχο τους την καθήλωση του τουρκικού επεκτατισμού.
Το γεγονός ότι τα κατά καιρούς μηνύματα «συμφιλίωσης» από την Άγκυρα προς το Κάιρο ή το Τελ Αβίβ, πέφτουν τελικά στο κενό υποδηλώνει και τις στρατηγικές προτεραιότητες αυτών των κρατών. Το αν η Ελλάδα θα κατορθώσει να επενδύσει στρατηγικά σε αυτές τις σχέσεις εξαρτάται και από τις κινήσεις των επόμενων μηνών και ετών. Η στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ καθώς και η Ε.Ε. παραμένουν οι πυλώνες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ωστόσο οι περιφερειακές και τοπικές συμμαχίες ίσως είναι ο μόνος τρόπος να εξουδετερωθεί ο τουρκικός επεκτατισμός. Οι καταδίκες από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. κατά του τουρκολιβυκού μνημονίου ήταν πολύ χρήσιμες. Ωστόσο, το Ελληνοαιγυπτιακό σύμφωνο για καθορισμό τμηματικής ΑΟΖ ανάμεσα στις δύο χώρες, ήταν το καθοριστικό νομικό βήμα πάνω στο οποίο η Αθήνα στηρίζει την επιχειρηματολογία της για τον παράτυπο και άκυρο χαρακτήρα του τουρκολιβυκού μνημονίου.