Αθόρυβα πήγε στον ΠΑΟΚ και αθόρυβα έφυγε, προχθές, ο Δημήτρης Σαλπιγγίδης.
Η φασαρία έγινε στο ενδιάμεσο – και ήταν μια μεγάλη παρεξήγηση. Επειδή, όλα αυτά τα χρόνια, οι οπαδοί δεν κατάφεραν να διαβάσουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του.
Ο «Σάλπι» είναι ένας χαμηλών τόνων άνθρωπος, σχεδόν ντροπαλός. Ένας ποδοσφαιριστής συνηθισμένος, εκ κατασκευής, που κατάφερε να υπερβεί κατά πολύ τις μέτριες… εργοστασιακές προδιαγραφές του, χάρη στη σκληρή δουλειά, τη συνέπεια, την πειθαρχία και την ταπεινοφροσύνη του.
Χωρίς να διαθέτει το ταλέντο του Σαράφη ή του Κούδα, ούτε κατά διάνοια, ο Σαλπιγγίδης έφτασε να γίνει ο τρίτος σκόρερ στην ιστορία του συλλόγου, πίσω από αυτά τα «ιερά τέρατα» του ΠΑΟΚ, ποτίζοντας το χορτάρι με τον ιδρώτα του. Χωρίς βεντετιλίκια, θεατρινισμούς, δημόσιες σχέσεις ή κολακείες προς τους οπαδούς. Για ‘κείνον, όλα αυτά ήταν κόντρα ρόλος.
Μόνο τη δουλειά του κοιτούσε, και ακολουθούσε ευλαβικά τις οδηγίες του εκάστοτε προπονητή του. Παίζοντας καλά ή άσχημα, αλλά πάντα για την ομάδα – ποτέ για την πάρτη του.
Ταγμένος στο ποδόσφαιρο, δεν φρόντισε να εξασφαλίσει την ασυλία της εξέδρας. Ούτε καν να υπερασπιστεί τη δημόσια εικόνα του, όποτε χρειάστηκε.
Χρειάστηκε το καλοκαίρι τού 2006, όταν οι οπαδοί τού ΠΑΟΚ συγκέντρωσαν χρήματα, από το υστέρημά τους, για να παραμείνει, αλλά ο «κοντός προδότης» τούς… πούλησε και πήγε στον Παναθηναϊκό. Η δική του αλήθεια μαθεύτηκε πολύ αργότερα. Ο τότε πρόεδρος, ο Γιάννης Γούμενος, του είχε πει: «Αν μείνεις, θα πληρώνεσαι μόνο εσύ. Οι συμπαίκτες σου θα είναι απλήρωτοι»…
Χρειάστηκε το καλοκαίρι του 2010, όταν ο Ζαγοράκης τον έφερε πίσω. Ποτέ δεν εξήγησε, ότι οι αποδοκιμασίες που άκουγε στην Τούμπα, τον έστειλαν σε ψυχολόγο. Τι μπάλα να παίξει, δηλαδή;
Χρειάστηκε τα δύο τελευταία χρόνια – ιδίως πέρυσι – που… σερνόταν στο γήπεδο. Ποτέ δεν δικαιολογήθηκε οτι ο Άγγελος Αναστασιάδης, ο προπονητής του, τον έβαζε να παίζει όπου «του κάπνιζε»: από δεξί μπακ μέχρι αριστερό εξτρέμ. Πάντα πάσχιζε αδιαμαρτύρητα.
Κάπως έτσι, έπειτα από δέκα χρόνια ακάματης προσφοράς, η ομάδα ζήτησε από τον Σαλπιγγίδη να αποχωρήσει. Κι εκείνος έφυγε, πάλι χωρίς να παραπονεθεί, εν μέσω γενικής αδιαφορίας ή και χλεύης (από μερίδα οπαδών του ΠΑΟΚ).
Οι ίδιοι οπαδοί, αντιθέτως, λατρεύουν τον Πάμπλο Γκαρσία, ο οποίος με δύο καλές χρονιές στον ΠΑΟΚ έγινε ίνδαλμα. Ίσως επειδή, περισσότερο από αθλητής, ο Ουρουγουανός ήταν «σταρ». Μοίραζε «ξύλο» στους μισητούς αντιπάλους (κι ας αποβαλλόταν κάθε λίγο και λιγάκι), μιλούσε συχνά για το μεγαλείο τού συλλόγου, απαιτούσε να παίζει (ακόμη κι όταν δεν μπορούσε να… στρίψει), «έφαγε» προπονητές και -προκειμένου να περάσει το δικό του- δεν είχε κανένα πρόβλημα να κάνει την ομάδα άνω-κάτω. Πάντα με τον κόσμο στο πλευρό του.
Στο ποδόσφαιρο, οι βεντέτες είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς, όπως οι λαϊκιστές στην πολιτική. Όσοι απλώς κάνουν τη δουλειά τους, αθόρυβα κι όσο καλύτερα μπορούν, ας πάνε στην ευχή. Δεν θα μας λείψουν…
*Ο Θάνος Πρωτοψάλτης είναι δημοσιογράφος.