Πώς αντέδρασαν οι υπουργοί των κρατών-μελών της Ευρωζώνης ενώπιον της επέλασης του κορονοϊού και στην ευρωπαϊκή επικράτεια; Αντάλλαξαν τις απόψεις τους τηλεφωνικώς και αδυνατώντας να συμφωνήσουν για τη διασφάλιση μιας συνεκτικής αντίδρασης σε επίπεδο ΕΕ, αποφάσισαν τελικά να παρακολουθούν από κοντά την κατάσταση. Αλλά και τα μέλη της Ομάδας των Επτά (G7) πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών του πλανήτη αποφάσισαν επίσης να παρακολουθούν από κοντά την κατάσταση, ενώ ούτε η Κριστίν Λαγκάρντ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, παρέλειψε να υπογραμμίσει μέσω ανακοίνωσής της πως και εκείνη επίσης «παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις».
Οπως είναι αναμενόμενο, αυτή η στάση αναμονής, ειδικά των ευρωπαϊκών αρμόδιων αρχών, όσον αφορά τη διαχείριση των οικονομικών συνεπειών της επιδημίας του κορονοϊού, συγχύζει και συγχρόνως ανησυχεί ιδιαίτερα τον Βόλφγκανγκ Μίνχαου. Ο γερμανός αρθρογράφος των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», πέρα από φύσει απαισιόδοξος, ιδιαίτερα όσον αφορά τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη, είναι επίσης μια Κασσάνδρα, οι απόψεις της οποίας έχουν πάντα ενδιαφέρον.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν κατανοεί γιατί δεν έχουν ακόμα ληφθεί τα όποια απαραίτητα δημοσιονομικά μέτρα για την αντιμετώπιση του πλήγματος που αναπόφευκτα θα δεχτούν λόγω του κορονοϊού οι οικονομίες της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με τους ιατρικούς συμβούλους της βρετανικής κυβέρνησης, λαμβάνοντας υπόψη τα όποια προληπτικά μέτρα έχουν ληφθεί έως σήμερα, η μεγαλύτερη αύξηση των κρουσμάτων θα καταγραφεί κατά τον επόμενο μήνα, ενώ η επιδημία θα φτάσει στο απόγειό της τον Μάιο ή τον Ιούνιο και αυτό σημαίνει ότι οι όποιες επιπλοκές στην οικονομία θα διαρκέσουν περισσότερο από όσο αναμενόταν αρχικά, τουλάχιστον έως το τέλος του καλοκαιριού.
Προειδοποιώντας ότι οι εφοδιαστικές αλυσίδες και η κατανάλωση στην Ευρωζώνη θα πληγούν για τουλάχιστον δύο ή και τρία τρίμηνα κατά το τρέχον έτος, και κάνοντας λόγο για ένα «προβλέψιμο και πιθανώς σοβαρό οικονομικό σοκ» πολύ διαφορετικό από την αναστάτωση που είχαν προκαλέσει ο Sars και άλλοι ιοί κατά το πρόσφατο παρελθόν, ο Μίνχαου υποστηρίζει ότι η Ευρωζώνη είναι έτοιμη να διαπράξει ακόμα ένα «λάθος οικονομικής πολιτικής» λόγω του «εφησυχασμού για τον κορονοϊό» αλλά και εξαιτίας της «βαθιάς πεποίθησης ότι η νομισματική πολιτική είναι άσφαιρη όταν τα επιτόκια είναι αρνητικά και η δημοσιονομική πολιτική είναι, από τη φύση της, περιοριστική».
Σε έναν ιδανικό κόσμο, οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης θα συντόνιζαν τις δημοσιονομικές πολιτικές τους σε στενή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αντιθέτως, στον πραγματικό κόσμο δεν παρατηρείται «καμία αίσθηση του επείγοντος». Στη Γερμανία, για παράδειγμα, δημοσκόπηση αποκάλυψε ότι το 66% των πολιτών θεωρεί πως η κατάσταση βρίσκεται υπό έλεγχο, ενώ το 76% δεν ανησυχεί ιδιαίτερα ούτε για το ενδεχόμενο να προσβληθεί από τον κορονοϊό. Αρα δεν προκαλεί έκπληξη ότι η Γερμανία περιορίστηκε να προσφέρει φορολογικά κίνητρα της τάξεως του 0,008% επί του ΑΕΠ, αντί να προβεί επιτέλους στην αξιοποίηση του τεράστιου πλεονάσματός της για επενδύσεις στις υποδομές.
Οσον αφορά τη νομισματική πολιτική, ο Μίνχαου υπενθυμίζει ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ήταν ο μοναδικός λειτουργικός θεσμός της ΕΕ κατά τη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης. Γιατί απέτρεψε μια νέα μεγάλη ύφεση, περιχαράκωσε τον τραπεζικό κλάδο και τις χρηματαγορές και, το κυριότερο, εξουδετέρωσε τις επιπτώσεις της λιτότητας, «του μεγαλύτερου λάθους οικονομικής πολιτικής της εποχής μας».
Θα συνεχίσει, όμως, η ΕΚΤ να κάνει «ό,τι χρειάζεται» για τη στήριξη της Ευρωζώνης την ώρα που κανένας άλλος δεν κάνει το παραμικρό ή θα αρχίσει να αντιμετωπίζει τις όποιες εξελίξεις με την κοντόφθαλμη νοοτροπία που είχε προτού αναλάβει τα ηνία της ο Μάριο Ντράγκι το 2011;
Η διάδοχος του ιταλού τραπεζίτη μιλάει διαρκώς για «πράσινα χρηματοοικονομικά» που θα συμβάλουν στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και ο Μίνχαου δεν αρνείται φυσικά πως πρόκειται για ζητήματα που θα καταστούν ιδιαίτερα σημαντικά στο άμεσο μέλλον. Θεωρεί, ωστόσο, ότι εστιάζοντας σε αυτά η Κριστίν Λαγκάρντ και οι συνεργάτες της παραμελούν το παρόν, το οποίο επείγει.
Κατά συνέπεια, η ΕΚΤ πρέπει όχι μόνον να ενθαρρύνει τις τράπεζες να μη διακόψουν τη χρηματοδότηση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, αλλά και να λάβει άμεσα μέτρα για την αντιμετώπιση του σοκ που θα προκαλέσει ο κορονοϊός. Επί του παρόντος, όμως, είναι πιο πιθανό να δράσουν αποτελεσματικά προς αυτήν την κατεύθυνση οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ιαπωνία και η Βρετανία παρά η Ευρωζώνη.
Ανακοινώθηκε μια δημοσιονομική «ένεση» της τάξεως του 0,3% επί του ΑΕΠ μόνον για την Ιταλία, ενώ θα έπρεπε να θεσπιστούν δημοσιονομικά κίνητρα της τάξεως του 0,6% ή 0,9% επί του ΑΕΠ για ολόκληρη την Ευρωζώνη. Ο Μίνχαου προβλέπει ότι οι πολιτικοί ιθύνοντες της Ευρωζώνης θα αντιδράσουν τελικά, «απρόθυμα και ανεπαρκώς».
Σύμφωνα με τον γερμανό αρθρογράφο της λονδρέζικης εφημερίδας, η συλλογική θολούρα που παρατηρείται στις Βρυξέλλες και στη Φρανκφούρτη θα μπορούσε να προκαλέσει μια νέα οικονομική κρίση, ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών, που θα διαρκέσει περισσότερο από όσο πρέπει.