Πολλά διεθνή μέσα στάθηκαν στον χαρακτηρισμό «δικτάτορας», τον οποίο απένειμε ξανά ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν στον μουσαφίρη του, τον κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Θεώρησαν γκάφα την επανάληψη της απονομής τού εν λόγω… παρασήμου, ενέργεια ακατάλληλη για το επίπεδο της συνάντησης κορυφής που έλαβε χώρα στο Σαν Φρανσίσκο.
Δεν εννοούν ότι ο Μπάιντεν είναι αγενής, αφού τον φιλοξενούμενό του δεν τον έβρισε κατάμουτρα – η συγκεκριμένη δήλωση έγινε σε δημοσιογράφο. Αλλά και να του το είπε κατ’ ιδίαν φόρα παρτίδα –που μπορεί και να έγινε, ποιος τρίτος μπορεί να το γνωρίζει;– είναι όντως βρισιά; Δεν διατυμπανίζει ο Σι ότι είναι κομμουνιστής; Το λέει και το καυχάται, αφού δικτατορία του προλεταριάτου ορίζεται το καθεστώς του κατά τας γραφάς του Μαρξ.
Το πρόβλημα για τον Κινέζο έγκειται στο γεγονός ότι στην πατρίδα του όχι μόνο δεν έχει ηττηθεί η αστική τάξη από την ταξική πάλη, η οποία, κατά τας γραφάς του Μάο, συνεχίζεται στον σοσιαλισμό, αλλά αναπτύχθηκε τόσο πολύ που γέννησε και Κροίσους! Αν κάτι μπορεί στ’ αλήθεια να φέρει σε δύσκολη θέση τον Σι, αυτό είναι κάποιο ερώτημα προς διασαφήνιση της δικτατορίας του: Αγαπητέ σύντροφε, είναι προλεταριακή η δικτατορία σας ή μήπως αστική;
Ο Φεντερίκο Ραμπίνι της Corriere della Sera θεώρησε τη φράση του Μπάιντεν «τεχνικώς σωστή, ωστόσο γκάφα» επειδή «δεν ανταποκρίνεται σε κάποια συγκεκριμένη λογική». Συγχρόνως, παρατήρησε ότι τα κινεζικά media την έκαναν γαργάρα. Θύμισε ότι ειπώθηκε σε διάλογο με δημοσιογράφο και έγραψε ότι «αν δεν τίναξε τη συνάντηση κορυφής στον αέρα, αυτό οφείλεται στην αυτολογοκρισία» των προαναφερθέντων κινεζικών media.
Δεν απέφυγε, όμως, ο συντάκτης του μιλανέζικου μέσου να χαρακτηρίσει τη στάση του Μπάιντεν «ολίσθημα», υπαινισσόμενος μάλιστα και άλλα («το τελευταίο ολίσθημα» έγραψε). Οι Κινέζοι αναφέρθηκαν σε αυτό το «ολίσθημα» μόνο όταν ρωτήθηκαν από ξένο ανταποκριτή στο Πεκίνο, λέγοντας ότι το συμβάν ήταν «μεγάλο λάθος», και έκλεισαν το θέμα χωρίς άλλα διευκρινιστικά στοιχεία. Ο Ραμπίνι υπέθεσε ότι η στάση τους ερμηνεύεται ως εξής: «Ο Σι είχε αποφασίσει εκ των προτέρων ότι αυτή η σύνοδος κορυφής θα ήταν επιτυχής, έτσι το περιστατικό αγνοήθηκε».
Ο Ιταλός παραδέχθηκε ότι «επί της ουσίας» η φράση του Μπάιντεν «δεν μπορεί να αμφισβητηθεί». Και ανέλυσε πώς αναρριχάται κανείς στο κινεζικό σύστημα εξουσίας. «Ο κινέζος πρόεδρος ορίζεται πρώτα γραμματέας του Κόμματος και κατόπιν αρχηγός κράτους. Είναι σαφές ποιος από τους δύο ρόλους έχει μεγαλύτερη σημασία». Μάλιστα, ο Σι, έγραψε, είναι πιο δικτάτορας από τους προκατόχους του (ανέφερε τους Τζιανγκ Ζεμίν και Χου Τζιντάο) επειδή «τροποποίησε το Σύνταγμα για να εξασφαλίσει τρίτη θητεία στον προεδρικό θώκο».
Υστερα υπέστη και ο ίδιος ο Ραμπίνι ένα… ολίσθημα ολκής (και πρέπει να πόνεσε), συγκρίνοντας ανόμοιες καταστάσεις, αν όχι εκ διαμέτρου αντίθετες: «Επί Σι Τζινπίνγκ το επίπεδο συγκέντρωσης προσωπικής δύναμης, καθώς και η λατρεία της προσωπικότητας, έχουν επιστρέψει στην εποχή του Μάο Τσετούνγκ». Δικαιολόγησε τον Μπάιντεν («δεν είναι δα και καθηγητής Πολιτικών Επιστημών ο πρόεδρος») μόνο και μόνο για να γράψει ότι «ο Μπάιντεν φημιζόταν για τις γκάφες ακόμα και στα 50 του, όμως σήμερα αυτές γίνονται όλο και πιο συχνές και αποτελούν πρόβλημα για το επιτελείο του, το οποίο προσπαθεί να ελέγξει τα πράγματα όσο καλύτερα μπορεί». Και έστρεψε το ενδιαφέρον του στην αντίδραση των Κινέζων.
«Το καθεστώς του Πεκίνου δεν έχει σύμπλεγμα κατωτερότητας έναντι των Δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών, μάλιστα δηλώνει την πεποίθηση ότι είναι καλύτερο, πιο σταθερό, πιο στέρεο στη διοίκηση και στη λήψη αποφάσεων. Πιστεύει ότι έχει προωθήσει την άνευ προηγουμένου ευημερία του κινεζικού λαού του, υπερασπίζοντας τα ‘‘αληθινά’’ δικαιώματά του. Κάθε φορά που ένας ηγέτης των ΗΠΑ αναφέρεται σε ανθρώπινα δικαιώματα, οι κινέζοι κομμουνιστές ηγέτες υποψιάζονται ότι προδίδει την κρυφή ατζέντα του για αλλαγή καθεστώτος στην Κίνα. Πρόκειται περί εμμονής, ιδίως μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης».
Η κατακλείδα του άρθρου φώτισε τα όντως ουσιώδη: «Η σύνοδος του Σαν Φρανσίσκο σηματοδότησε εκεχειρία ύστερα από την κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ των δύο ανταγωνιστικών υπερδυνάμεων. Ομως και ο Σι έκανε ένα γλωσσικό ολίσθημα, σημαντικότερο εκείνου του Μπάιντεν, όταν ξεστόμισε της φράση ‘‘η Γη είναι αρκετά μεγάλη για να μας χωρέσει και τους δυο μας’’. Θεωρήθηκε καθησυχαστική, όμως δείχνει ότι οι κινεζικές φιλοδοξίες έχουν διευρυνθεί και η διαμάχη Κίνας-ΗΠΑ αφορά ολόκληρο τον κόσμο».