Επικαιρότητα

«Ο δικός μου Μάνος Χατζιδάκις»: Ο Γιώργος Κουρουπός θυμάται

Οι συναρπαστικές νύχτες στον «Μαγικό Αυλό», το Παρίσι και το κατασχεμένο διαβατήριο, το έπος του Γ’ Προγράμματος
Κατερίνα I. Ανέστη

Ο συνθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής Γιώργος Κουρουπός γράφει στο Protagon για τον μέγιστο Μάνο Χατζιδάκι που γεννήθηκε σαν σήμερα ακριβώς 90 χρόνια πριν. Μιλά για τον αντικομφορμιστή, τον ανυποχώρητο Φοίνικα.

«Όταν μιλά κανείς για έναν αληθινό φίλο, ελλοχεύει πάντα η παγίδα να μιλήσει για τον εαυτό του. Προφανώς το ίδιο θα πάθω κι᾽εγώ —πώς αλλιώς, όταν μιλάς για κάποιον με τον οποίο έχεις ζήσει μερικές από τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής σου. Τον Μάνο τον γνώρισα στα δεκαεννιά μου, όταν ένα τραγούδι μου, που είχα στείλει στο Γ´Φεστιβάλ Τραγουδιού της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, είχε περάσει στα προκριματικά και επρόκειτο να παρουσιαστεί στην επίσημη βραδιά των τελικών στον Ιππόδρομο.

Ζήτησε να με δει λίγες μέρες πριν —είχε πάρει το τηλέφωνό μου από την Διεύθυνση του Φεστιβάλ. Συμμετείχε και ο ίδιος, φυσικά, με δικό του τραγούδι στον Διαγωνισμό. Έτσι πρωτογνωριστήκαμε και είχα την ευκαιρία να ακούσω πολύ προσεκτικά τις συμβουλές του, όχι για το Φεστιβάλ, αλλά για το μέλλον μου —τού είχα από τότε εκμυστηρευτεί ότι βαθιά μου επιθυμία ήταν να συνεχίσω τις σπουδές μου στο Παρίσι. Μετά το φεστιβάλ τον ξαναείδα όταν μού ζήτησε αν μπορούσα με το αυτί να ξεσηκώσω από το δίσκο τις νότες της φωνής και του πιάνου του «Κύκλου με την κιμωλία» και, λίγο αργότερα, του «C. N. S.». Τα τραγούδια αυτά που πρώτη φορά άκουγα, ήταν μια αληθινή αποκάλυψη. Με επηρέασαν βαθύτατα στην κατοπινή μου πορεία.

Σε εκπομπή στο Γ’ Πρόγραμμα το 1978

Έτσι αρχίσαμε να κάνουμε παρέα τα βράδια, όταν στον «Μαγικό Αυλό» μαζεύονταν πολλοί φίλοι του να τον δουν και να συζητήσουν μαζί του. Πολύ συχνά, οι συνευρέσεις αυτές απογειώνονταν —υπήρχαν άλλωστε και πολύ σημαντικοί άνθρωποι στην παρέα— και αποκτούσαν τα χαρακτηριστικά ενός αρχαίου Συμποσίου. Δεν ήταν μόνο ευχάριστες, ήταν συναρπαστικές. Την εποχή εκείνη έπαιζα πιάνο σε όλες τις ηχογραφήσεις του, κι᾽ έτσι λίγο-λίγο αποκωδικοποιούσα τον τρόπο σκέψης, αλλά και δουλειάς του στην πράξη.

Περνώντας τα χρόνια, συνειδητοποίησα ότι ο Μάνος ήταν μια σπάνια περίπτωση αυθεντικής, έμφυτης δημιουργικότητας (όχι μόνο στη μουσική, αλλά και στην ποίηση, στη γραφή, στα σχόλια, στο χιούμορ και εν γένει, σε όλες τις διανοητικές του λειτουργίες). Είχε επίσης μια συνδυαστική σκέψη, που τού επέτρεπε να χρησιμοποιεί διαλεκτικά και συνθετικά ακόμη και τα πολύ διαφορετικά δεδομένα.Με εντυπωσίαζε επίσης η τόλμη και ο αντικομφορμισμός του, πώς ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμος να αντισταθεί σε κάθε συντηρητική αντίληψη, σε όλα τα κοινωνικά, αλλά και καλλιτεχνικά κατεστημένα δόγματα, π.χ. τον διαχωρισμό της μουσικής σε «σοβαρή» και «ελαφρά», τον επιφανειακό χαρακτηρισμό του «δεξιού» και του «αριστερού», του «ηθικού» και του «ανήθικου», κ.ο.κ.

Η σθεναρή και δημόσια διατύπωση της γνώμης του συχνά προκαλούσε αιχμηρά έως και υβριστικά, συκοφαντικά σχόλια. Αυτός όμως είχε συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, είχε αποδεχτεί τις ιδιαιτερότητές του, και όλα τα «έφερε με αξιοπρέπεια», όπως μού είπε κάποτε ο ίδιος. Έτσι άντεχε—άντεχε και προχωρούσε μπροστά, ποτέ πίσω.

Δεν του αρκούσε η επιτυχία, δεν ήθελε να την επαναλάβει, δεν του άρεσε η στατικότητα. Μόνο η αέναη αναζήτηση της ανανέωσης. Μια νέα ιδέα, ένα νέο ιδανικό, μια νέα γνωριμία —αυτά μόνο τον κινητοποιούσαν.

Έφυγα κάποτε για το Παρίσι, όπου έμεινα τελικά εννέα χρόνια, χωρίς ποτέ να χλωμιάσει η σχέση μας. Η επικοινωνία μας ήταν πυκνή, στο τηλέφωνο κυρίως, γιατί τα χρόνια της δικτατορίας είχα δυσκολίες με τη χούντα. Κάποια στιγμή μάλιστα ο ίδιος ο Μάνος κατάφερε να με «ξαναδιώξει» στο Παρίσι, όταν μού είχαν κατασχέσει το διαβατήριο. Πιο πολύ απ᾽ όλα με χαροποιούσε κάθε φορά το τηλεφώνημά του όταν μου ανήγγειλε την άφιξή του στο Παρίσι. Ερχόταν αρκετά συχνά και βρισκόμαστε αμέσως —είχαμε τόσα πολλά να πούμε.

Θυμάμαι ιδιαίτερα τη φορά που μου ανήγγειλε ότι θα έχει μαζί του ν᾽ακούσουμε τον «φρέσκο» δίσκο του «Μεγάλου Ερωτικού». Ήρθε στο σπίτι μας, τον υποδεχτήκαμε με τη γυναίκα μου, και καθήσαμε να φάμε και να μιλήσουμε. Ύστερα βάλαμε τον δίσκο στο πικάπ. Αδυνατώ να περιγράψω την συγκίνησή μου. Η  κορύφωση της μελοποιητικής του τέχνης, η πρωτοτυπία της ενορχήστρωσης, η επιμονή σε νέους ήχους και τολμηρές συνηχήσεις, η ευαισθησία της προσέγγισης του ποιητικού λόγου —όλα αυτά μέ συγκλόνισαν.

Αυτός ο άνθρωπος είχε τις ιδιότητες του Φοίνικα. Μπορούσε κάθε φορά να ξαναγεννηθεί από τις τέφρες του. Δεν σταματούσε, δεν υποχωρούσε ποτέ. Ένα σύνδρομο ανικανοποίητου; Δεν ξέρω πώς να το πω. Πάντως δεν εφησύχαζε ποτέ. Δεν του αρκούσε η επιτυχία, δεν ήθελε να την επαναλάβει, δεν του άρεσε η στατικότητα. Μόνο η αέναη αναζήτηση της ανανέωσης. Μια νέα ιδέα, ένα νέο ιδανικό, μια νέα γνωριμία —αυτά μόνο τον κινητοποιούσαν. Άνθρωπος, ανεξάρτητος, αδέσμευτος, ελεύθερος, διψασμένος πάντα για ζωή και δημιουργία.

Ήταν αναπόφευκτο να ξαναδουλέψουμε μαζί. Τα δύο τελευταία μου χρόνια στο Παρίσι με πίεζε συνεχώς να γυρίσω στην Ελλάδα, να τον βοηθήσω στις νέες ραδιοφωνικές του περιπέτειες —είχε άλλωστε τελειώσει η δικτατορία. Δεν μπορούσα ωστόσο εύκολα να παρατήσω τις υποχρεώσεις μου στο Παρίσι. Έπρεπε η αναχώρησή μου να μεθοδευτεί προσεκτικά.

Γύρισα το 1977 και δεν το μετάνιωσα. Η εμπειρία του Γ´ Προγράμματος ήταν μια αληθινά αυθεντική και εξαιρετικά δημιουργική περιπέτεια. Κι᾽ εγώ, και πολλοί άλλοι, έχουμε συχνά μιλήσει γι αυτό —δεν νομίζω ὀτι πρέπει σήμερα να επεκταθώ. Άλλωστε είναι πλήθος τα γεγονότα, τόσο στην περίοδο του Τρίτου, όσο και μετά, που θα μπορούσα να συνεχίζω να γράφω για ὠρες.

Για την σημερινή ημέρα, πρόθεσή μου ήταν να θυμηθώ και να θυμίσω εν είδει φόρου τιμής, κάποιες πτυχές μιας μοναδικής προσωπικότητας, ενός φίλου, που αγάπησα και θαύμασα πολύ.»