Με πουλιά και πρασινάδες στις αφίσες και δίχως εργαλεία για τον παγκόσμιο ανταγωνισμό, το μέλλον της ΕΕ δεν είναι και τόσο ρόδινο, λέει ο Μίνχαου | REUTERS/Yves Herman/File Photo
Επικαιρότητα

Η ΕΕ χρειάζεται γενική επισκευή – βαρίδι η «Λισαβώνα»

Ο γνωστός γερμανός οικονομικός αναλυτής Βόλφγκανγκ Μίνχαου θέτει ζήτημα άμεσης τροποποίησης της Συνθήκης της Λισαβώνας. Προτείνει χρηματοδότηση των ελλειμμάτων από την ΕΚΤ και νέα δημοσιονομική ένωση, που θα απορροφήσει το χρέος των χωρών-μελών: ο άγριος ανταγωνισμός απαιτεί στρατηγική αυτονομία της Ενωσης, λέει
Protagon Team

Πρόταση άμεσης τροποποίησης της Συνθήκης της Λισαβώνας του 2007, η οποία υπαγορεύει το πλαίσιο λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, έριξε μέσω της Corriere della Sera o Βόλφγκανγκ Μίνχαου. Εκκινώντας από τη βάση ότι «η στρατηγική αυτονομία πρέπει να είναι η κορυφαία προτεραιότητα για την ΕΕ σήμερα», ο γερμανός οικονομικός αναλυτής όρισε ως «χειρότερους εχθρούς της ΕΕ εκείνους τους υποστηρικτές της που είναι διατεθειμένοι να την υπερασπιστούν ό,τι και αν συμβαίνει» και, βέβαια, αρνούνται ρετουσάρισμα της «Λισαβώνας».

Εννοείται ότι ο ίδιος συγκαταλέγει τον εαυτό του στους ευρωπαϊστές που επιθυμούν πάνω απ’ όλα τη συνοχή του γκρουπ, και για αυτόν ακριβώς τον λόγο διαβλέπουν εγκαίρως τα διαλυτικά φαινόμενα, τουλάχιστον όσον αφορά τα στρατηγικά συμφέροντα κάθε χώρας-μέλους. Ετσι, δηλαδή, αιτιολογεί ο Μίνχαου την πρότασή του, που προσδιορίζει ως «κατευθυντήριες γραμμές για τη στρατηγική αυτονομία στον νέο κόσμο τού ασυγκράτητου και άγριου ανταγωνισμού» (ο ίδιος, για να δηλώσει τα σκληρά χαρακτηριστικά αυτού του «νέου κόσμου» του παρόντος, χρησιμοποιεί τη λέξη «hobbesiano», «hobbesian» στα αγγλικά).

Για τον αρθρογράφο, στρατηγική αυτονομία της ΕΕ σημαίνει πρωτίστως αναγκαίες θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Από την αρχή του κειμένου του έθεσε τα όρια του παιχνιδιού όπως εκείνος τα αντιλαμβάνεται: «Τα στρατηγικά μας συμφέροντα δεν συμπίπτουν με τα συμφέροντα των επιχειρηματιών. Εμείς οι Ευρωπαίοι δεν μπήκαμε ποτέ στον κόπο να προσδιορίσουμε επακριβώς ποια είναι τα στρατηγικά συμφέροντά μας. Αφοσιωθήκαμε στην καθιέρωση των δικών μας αξιών, αλλά αυτές οι δύο αρχές, αν και σχετίζονται, δεν είναι ίδιες. Ούτε η έννοια των στρατηγικών συμφερόντων περιορίζεται σε απλά ζητήματα ασφαλείας».

Αυτή η τελευταία νύξη, περί ευρωπαϊκής ασφαλείας, μπορεί να ερμηνευτεί και σαν κριτική σε όσους ομνύουν στον ευρωπαϊκό στρατό λόγου χάρη, δηλαδή στην απεξάρτηση από την αμερικανοΝΑΤΟϊκή ομπρέλα και γεωπολιτική στόχευση, ωστόσο ο Μίνχαου ξεκαθάρισε ότι ποσώς ενδιαφέρεται για το ζήτημα: «Δεν σκοπεύω καθόλου να ξεκινήσω συζήτηση για την εξωτερική και αμυντική πολιτική της ΕΕ, όμως θέλω να απαριθμήσω τα κύρια καθήκοντά της σήμερα. Αυτά είναι η διαχείριση της τελωνειακής ένωσης, της ενιαίας αγοράς, της εμπορικής πολιτικής, της πολιτικής ανταγωνισμού και του ενιαίου νομίσματος. Ο πρώτος στόχος, επομένως, πρέπει να είναι η εφαρμογή στρατηγικής οικονομικής αυτονομίας».

Ετσι, καθόρισε τις προτεραιότητες: «Ενίσχυση του διεθνούς ρόλου του ευρώ και ασφάλεια των αλυσίδων εφοδιασμού». Αναγνώρισε ότι οι τρέχουσες συνθήκες καθιστούν αδύνατο το πρώτο ζητούμενο, καθώς απαιτούνται «τεράστιες πολιτικές αλλαγές». Με την ευκαιρία, όμως, επετέθη στους «αυστηρούς χρηματοοικονομικούς κανονισμούς και στη σταθερότητα των τιμών», εφόσον τίθενται ως «μοναδικοί στόχοι της νομισματικής πολιτικής». Γιατί; Διότι με αυτά τα εργαλεία «δεν γίνεται να εκδιωχθεί το δολάριο» από τον θρόνο του βασικού παγκόσμιου νομίσματος. «Για να ενισχυθεί ο διεθνής ρόλος του ευρώ πρέπει να απορροφηθεί μέρος του παγκόσμιου πλεονάσματος αποταμίευσης. Και αυτό σημαίνει υποχώρηση των ελλειμμάτων και χρηματοδότησή τους από την Κεντρική Τράπεζα».

Η νομισματική πολιτική, κατά τον Μίνχαου, πρέπει να αποκτήσει ευρύ ορίζοντα, αφού «ο ενιαίος στόχος της σταθερότητας τιμών αποδεικνύεται πολύ στενός». Ο αρθρογράφος έγραψε ότι δέχεται την προστασία της σταθερότητας των τιμών εν συνδυασμώ με την πλήρη απασχόληση, «ώστε να ενθαρρυνθεί η ΕΚΤ να βρεί ένα σημείο ισορροπίας». Καταλόγισε, δε, στους «αρχιερείς της σταθερότητας στην Ευρώπη» τη «μακροοικονομική αστάθεια σε ολόκληρη την Ενωση».

Οσον αφορά τις εφοδιαστικές αλυσίδες, έγραψε ότι η ΕΕ πρέπει να κατανοήσει ότι «η σημασία μιας αλυσίδας εφοδιασμού δεν ορίζεται με βάση τις ανάγκες των εταιρειών, αλλά με βάση τις ανάγκες της κοινωνίας στο σύνολό της». Συνεπώς, «η Ευρώπη πρέπει να συνεχίσει να εισάγει φυσικό αέριο και πετρέλαιο, σπάνιες γαίες και άλλους πόρους» με τρόπο τέτοιον ώστε «να αποφευχθεί η επανάληψη των προβλημάτων με τη Ρωσία».

Ο «διακυβερνητικός συντονισμός», όμως, δεν είναι το όχημα υλοποίησης των παραπάνω στόχων. Κατά τον αρθρογράφο, δεν πέτυχε. «Η στρατηγική αυτονομία πρέπει να υλοποιηθεί αφού συμπληρωθεί από μια περιορισμένη δημοσιονομική ένωση, έστω και μόνο για τη χρηματοδότηση των πολιτικών που στοχεύουν στην εφαρμογή της. Ο ρόλος της θα είναι, επίσης, να απορροφήσει το χρέος των χωρών-μελών».

Η ανταγωνιστικότητα του «νέου κόσμου» ωθεί, κατά τον Μίνχαου, τα πράγματα στην αλλαγή της Συνθήκης. Διαφορετικά, η ΕΕ θα συνεχίσει να στερείται τα κατάλληλα εργαλεία για να αντεπεξέλθει. «Η Ενωση κέρδισε πάρα πολύ από την παγκοσμιοποίηση, όμως δεν είναι ακόμη έτοιμη να αντιμετωπίσει αυτόν τον νέο κόσμο».