«Δεν μπορούσες να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του». Αυτή ήταν η επικρατέστερη, η κύρια εκδοχή για τον μύθο του Ρούντολφ ή Ρούντικ Χαμέτοβιτς Νουρέγεφ. Κάποιοι έβλεπαν την συγκινητική ιστορία του πάμφτωχου Τατάρου, που γεννήθηκε σε ένα βαγόνι του Υπερσιβηρικού, ως το απόγειο της δόξας και της παγκόσμιας αναγνώρισης. Κάποιοι άλλοι στόλιζαν τον μύθο με εικόνες φιλαργυρίας, μοναξιάς ή βίαιης συμπεριφοράς. Οι New York Times μιλούσαν για τον «Μπράντο του χορού» και τα πρωτοσέλιδα για έναν καλλιτέχνη που του άρεσαν οι προκλήσεις, τα φλας και το διεθνές τζετ σετ. Άλλοι τον είπαν διάδοχο του Νιζίνσκι κι άλλοι το πλέον αναγνωρίσιμο διεθνώς όνομα στον Χορό, που του προσέδωσε με το στυλ του μια μεγάλη αρετή: τη χάρη.
Δεν τα ήξερα όλα αυτά όταν τον πρωτοείδα στη σκηνή του Ηρωδείου, τον Ιούνιο του 1966 – ημέρες που συγκλονίζονταν από διαδηλώσεις για το πραξικόπημα του Βασιλιά και των αποστατών – χάρη σε μια θεία μου, καθηγήτρια και λυκειάρχη, που με έτρεχε στα πολλά και σημαντικά του Φεστιβάλ Αθηνών, για πολλά καλοκαίρια. Το παιδικό μου μυαλό έβλεπε στον μυθικό σαιξπηρικό «Ρωμαίο και Ιουλιέτα», σε μουσική εκδοχή για μπαλέτο από τον Σεργκέι Προκόφιεφ (με τα Βασιλικά Μπαλέτα του Λονδίνου, σε χορογραφία Κένεθ ΜακΜίλαν), τον Τατάρο να ίπταται, δίπλα στην Μαργκότ Φοντέιν, αλλά δεν μπορούσε να συλλάβει ακόμη τι ήταν εκείνο που έκανε τους θεατές να τινάζονται, σαν ελατήρια, όρθιοι και να χειροκροτούν μέσα σε ιαχές, σχεδόν ποδοσφαιρικές, τα άλματά του.
Ήμουν πολύ μικρός για να τον δω στον «Κουρσάρο», που άφησε εποχή, τον Αύγουστο του 1963, μόλις 22 χρονών ακόμη, δίπλα στην 43χρονη Φοντέιν (που είχε ξανάρθει το 1961 στο Ηρώδειο με «Ζιζέλ» του Αντόλφ Αντάμ και τα Βασιλικά Μπαλέτα του Λονδίνου). Την Φοντέιν, η οποία παρά την διαφορά ηλικίας του ζευγαριού που έγραψε ιστορία, για κείνον αντιπροσώπευε «την αιώνια νιότη». Σε κείνη την παράστασή τους, στο θώκο του Ηρωδείου κάθισε η Μαρία Κάλλας (μπήκε αγκαζέ με τον Χρήστο Δ.Λαμπράκη και καταχειροκροτήθηκε), μέλη της βασιλικής οικογένειας και πολλοί πολιτικοί και μέλη του διεθνούς τζετ σετ.
Μιλάμε για εκείνα τα χρόνια, όταν η Τζάκι Κένεντι, αρραβωνιασμένη με τον Αριστοτέλη Ωνάση, είχε συνδεθεί φιλικά με τον Ρούντι Νουρέγεφ, με τον οποίο εντοπίζονταν να τρώνε μαζί, άλλοτε στο Κολωνάκι – όποτε εκείνος βρισκόταν στην Αθήνα – ακόμη και παρέα με τη μεγαλύτερη αδελφή του Αριστοτέλη Ωνάση, Άρτεμη Γαροφαλίδη, κι άλλοτε στο Μανχάταν.
Στην Τζάκι είχε ανακοινώσει ο Ωνάσης ότι κόντρα στην πρόσκλησή της, δεν θα συμπεριλάβει τον Ρούντι στους φίλους (κυρίως μέλη της οικογένειας Κένεντι), που θα έμεναν στην θαλαμηγό «Χριστίνα». Λέγοντάς της να του κλείσει καμπάνα στον Αστέρα της Βουλιαγμένης αντ’ αυτού. Πιέζοντάς την όμως να τον βάλει να διαφημίσει με τα ταξίδια του την Ολυμπιακή Αεροπορία του – όλα αυτά σύμφωνα με το βιβλίο «Jackie O: The Onassis Years: Life After Camelot» της επί τριάντα χρόνια γραμματέως και έμπιστης της οικογένειας Ωνάση Kiki Feroudi Moutsatsos και της συγγραφέως Phyllis Karas. Ο «διωγμένος» Νουρέγιεφ, έγινε… διελκυστίνδα στην κόντρα του Σμυρνιού εφοπλιστή με τον μεγάλο αντίπαλό του Σταύρο Νιάρχο. Τον οποίο, σύμφωνα με φωτογραφίες – πειστήρια της εποχής και με άλλη βιογραφία του, ο Ρούντι έφτασε να φιλάει στο στόμα ακόμη και μπροστά στα φλας, μετά τις πρεμιέρες του, «κατά την τότε ρωσική παράδοση».
Όταν πια ο Σταύρος Νιάρχος, μαζί με την Ευγενία Νιάρχου, κατάφεραν να τον αποσπάσουν από την παρέα του Ωνάση και της Τζάκι και να τον φέρουν στην παρέα τους, κυρίως με μέλη της οικογένειας Ρότσιλντ, στην δική του θαλαμηγό «Atlantis II» και στο ιδιόκτητο νησί τους, την Σπετσοπούλα, σύμφωνα με το βιβλίο «Nureyev: The Life», της Βρετανής δημοσιογράφου, εξειδικευμένης σε θέματα χορού, Julie Kavanagh, στο οποίο βασίστηκε ο Ντέιβιντ Χέαρ για το σενάριο της επικείμενης ταινίας του Ρέιφ Φάινς «The White Crow», για τον «ροκ σταρ του χορού». Η ίδια ισχυρίζεται ότι ο ίδιος ο Σταύρος Νιάρχος λειτούργησε, το 1978, σαν οικονομικός σύμβουλος του – φιλοχρήματου, σύμφωνα με μαρτυρίες – Νουρέγεφ, προτείνοντάς του να μεταφέρει τα χρήματά του από τη Γενεύη και την Credit Suisse στην Rothschild Bank της Ζυρίχης, για καλύτερη μεταχείριση.
Ο «Μπράντο του χορού» είχε γνωρίσει τον Έλληνα κροίσο μέσω της Τέσα Κένεντι, η οποία είχε αναλάβει τη διακόσμηση της έπαυλης Νιάρχου στις Μπαχάμες και στη συνέχεια εκείνη της θαλαμηγού «Atlantis II», με την εντολή να ξεπεράσει σε χλιδή την αντίστοιχη του πολυφωτογραφημένου Σαουδάραβα δισεκατομμυριούχου και εμπόρου όπλων Αντνάν Κασόγκι, φίλου του Ανδρέα Παπανδρέου. Ένας μύθος θέλει τον Νιάρχο να διαθέτει στον Νουρέγεφ – πέρα από το ελικόπτερό του για τις εντός Ελλάδας μετακινήσεις του – το προσωπικό του λίαρ τζετ, για να πετάξει μετά από την αθηναϊκή παράσταση της «Ραϊμόντα» (1985) στη Στοκχόλμη, όπου την επομένη θα χόρευε «Δον Κιχώτη». Όταν δε συνειδητοποίησε ότι ξέχασε το κοστούμι του, το ίδιο ιδιωτικό αεροπλάνο έσπευσε να του το φέρει.
Σε ένα από τα πάρτι του διεθνούς τζετ σετ, στα τέλη του ’60, τον γνώρισε και ο Βρετανός τότε φοιτητής και νυν θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος Ντέιβιντ Χέαρ (το έργο του Skylight παίζεται, για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Εμπορικόν, ως «Φεγγίτης», σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, με τον Δημήτρη Καταλειφό). Ο ίδιος που ανέλαβε και το στόρι της επερχόμενης ταινίας «The White Crow», σε σκηνοθεσία του Ρέιφ Φάινς (που θα προβληθεί στο London Film Festival στις 18 Οκτωβρίου και αναμένεται να βγει στις αίθουσες το 2019), με άξονα τις ημέρες που αυτομόλησε στη Γαλλία ο Ρούντολφ Νουρέγεφ. Με γυρίσματα στο Παρίσι – μέχρι και στο Λούβρο και στο Palais Garnier – και στο Θέατρο Mariinsky της Αγίας Πετρούπολης, έδρα των Κίροφ, στη Σερβία και την Κροατία. Με πρωταγωνιστή τον Όλεγκ Ιβένκο, σολίστ της Κρατικής Όπερας και Μπαλέτου Musa Jalil του Ταταρστάν, στο Καζάν, και την δική μας, Αντέλ Εξαρχόπουλος (του βραβευμένου «Η ζωή της Αντέλ» του Αμπντελατίφ Κεσίς) στον ρόλο της φίλης του Ρούντι, στα Κίροφ, Κλάρα Σεντ. Από εκείνο το πάρτι, πάντως, ο Χέαρ θυμάται χαρακτηριστικά: «Ήταν τόσο λαμπερός. Κανείς δεν κοιτούσε άλλον, παρά εκείνον. Μόνον. Αν η διάθεσή του έπεφτε, έπεφτε και η διάθεση όλων. Αν ανέβαινε, όλοι ανέβαζαν γράδα. Καμία στιγμή, όμως, δεν μπορούσες να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του».
Αυτές τις ημέρες ολοκληρώθηκε και θα προβληθεί στη Βρετανία στις 29 Οκτωβρίου 2018 το ντοκιμαντέρ «Nureyev: All The World His Stage» των αδελφών Μόρις, της Ζακί και του Ντέιβιντ (γνωστών από το ντοκιμαντέρ για τον φωτογράφο «McCullin» και την ταινία «Mr. Right»), με κεντρική φιγούρα την Αυστραλιανή χορεύτρια Ντέινα Φούρας, της ομάδας του Ράσελ Μάλιφαντ, που έχει χορογραφήσει αποσπάσματα από τα 75 έργα που χόρεψε ο Νουρέγιεφ. Το ντοκιμαντέρ θα ενσωματώσει για πρώτη φορά αποσπάσματα, συνολικής διάρκειας 16 λεπτών, από την άλλη «πλευρά» του Νουρέγιεφ, μακριά από τον κλασικό πρίγκιπα του μπαλέτου. Τον πρωτοπόρο, τον «αθλητή» του χορού, τον ερωτικό Ρούντι, όπως αποκαλύπτει η Βρετανή Ζακί Μόρις στον «Guardian»: «Τον βλέπουμε σε αυτά να χορεύει πολύ προκλητικά, πολύ σεξουαλικά». Η ίδια αποκαλύπτει ότι ο Νουρέγεφ δεν αγαπούσε καθόλου την κινηματογραφική κάμερα, «διότι δεν μπορούσε να την ελέγξει, αντίθετα από τις καλές γωνίες του που τις ήξερε πολύ καλά όταν βρισκόταν πάνω στη σκηνή».
Πίσω στο 1966 του Ηρωδείου. Πέντε χρόνια από την 16η Ιουνίου του 1961, όταν ο στενά παρακολουθούμενος από την KGB Τατάρος – από την μικρή πόλη Ουφά του Μπασκορτοστάν ή της Μπασκιρίας – που βρισκόταν σε περιοδεία με τα περίφημα Κίροφ, έκανε το «άλμα προς την ελευθερία», ή ακριβώς έξι βήματα μακριά από την επίβλεψη των Σοβιετικών πρακτόρων, για να παραδοθεί στους αστυνομικούς της Γαλλικής Δημοκρατίας, από την οποία ζήτησε και πήρε πολιτικό άσυλο. Θρυλική κι εδώ η φράση των Γάλλων «Ne le touchez pas — nous sommes en France» (μην τον αγγίζετε – είμαστε στη Γαλλία). Εμβληματική και στην ταινία «The White Crow» του Ρέιφ Φάινς (στην οποία ο ίδιος ενσαρκώνει τον δάσκαλο χορού του μικρού Ρούντικ, Αλεξάντρ Πούσκιν). Και ο Ρούντικ, όπως τον φώναζαν μικρό, μέσα στα επόμενα χρόνια έφτασε να σβήσει για πάντα την εικόνα του πάμφτωχου παιδιού, που δεν είχε καν παπούτσια να φορέσει, και γι’ αυτό η μητέρα του τον μετέφερε στην πλάτη της ως το σχολείο, όπου οι συμμαθητές του τον φώναζαν «ζητιάνο». Περνώντας από τον χορό στην χορογραφία, κάνοντας δύο ατυχή περάσματα στον κινηματογράφο (ως «Ροδόλφος Βαλεντίνο» του Κεν Ράσελ, το 1977, και στο «Exposed» του Τζέιμς Τόμπακ το 1983) και από εκεί στην διεύθυνση ορχήστρας. Πάλι πρώτα στην Αθήνα και στο Ηρώδειο, το καλοκαίρι του 1991. Την τελευταία φορά που τον είδαμε και – τον είδα – στο πόντιουμ της Wiener Residenzorchester, αμέσως μετά την Βιέννη και πριν από την Κρατική Όπερα της Βουδαπέστης. Ήδη χτυπημένο από την μάστιγα του Aids, με την οποία έχασε τη μάχη στις 6 Ιανουαρίου 1993, στο Παρίσι, όπου και έχει ταφεί.
Είκοσι οκτώ χρόνια… Ηρώδειο ενέγραψε στο ενεργητικό του ο Ρούντολφ Νουρέγεφ, από εκείνον τον θρυλικό «Κουρσάρο» του 1963 (σε μία μεταγενέστερη κινηματογραφημένη παράσταση του «Κουρσάρου» τον είδε ο χορογράφος Ράσελ Μάλιφαντ, που μιλάει στο επερχόμενο ντοκιμαντέρ για την μεγάλη αρετή του Νουρέγεφ: «Τα άλματά του ήταν εντυπωσιακά. Πετούσε!»). Στο παλμαρέ του ενέγραψε σε αυτές τις τρεις δεκαετίες και πολλούς Έλληνες φίλους. Με πρώτο και καλύτερο τον συλλέκτη Αλέξανδρο Ιόλα, ο οποίος μεσολάβησε – σύμφωνα με τη βιογραφία του Νίκου Σταθούλη «Αλέξανδρου Ιόλα: Η ζωή μου» – για να τον προσλάβει, μετά την αυτομόληση του, το Grand Ballet du Marquis de Cuevas, του Χιλιάνου ιμπρεσάριου και χορογράφου Χόρχε Ντε Κουέβας, με τον οποίο τσακώθηκε πολύ σύντομα. Ο Ιόλας φέρεται επίσης να φώναξε τον διάσημο φωτογράφο Ρίτσαρντ Άβεντον για να φωτογραφίσει τον Νουρέγεφ και, σύμφωνα με μία εκδοχή, εκείνος ζήτησε να στηθεί ολόγυμνος μπροστά στον φακό. Ο Ιόλας ήταν που τον ακολουθούσε στις πρόβες για την τελευταία του χορευτική εμφάνιση στο Φεστιβάλ Αθηνών και στο Ηρώδειο, το καλοκαίρι του 1984, µε το Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού, του οποίου είναι πλέον καλλιτεχνικός διευθυντής. Για τη «Ραϊµόντα», που είδαμε σε δική του χορογραφία και σκηνικά-κοστούμια του πολύφερνου Νίκου Γεωργιάδη.
Είχαν μεσολαβήσει τα χρόνια που γνώριζε τον ζεν πρεμιέ του ελληνικού σινεμά Άλκη Γιαννακά και του αφιέρωνε τις πρόβες των παραστάσεών του, το 1966. Που πήγαινε κρουαζιέρα με τον Χέλμουτ Μπέργκερ, έτρωγε κι έπινε μπίρες Φιξ στο Catina, στον Μπάτη του Φαλήρου, του ζεύγους Παχού, με τον Γιαννακά, την περίφημη Ματούλα και τον σχεδιαστή Σκαλιντώ. Όταν μια φωτογραφία του με κοστούμι και γυαλιά ηλίου, εν ώρα βόλτας στη Βουκουρεστίου γινόταν εξώφυλλο στις «Εικόνες» της Ελένης Βλάχου, στο τεύχος 557, της 24ης Ιουνίου 1966. Λίγο πριν τον χειροκροτήσουν από το θώκο του Ηρωδείου από τον Γεώργιο Παπανδρέου μέχρι τον Ρόμπερτ Κένεντι και τη Μαρία Κάλλας (και πάλι).
Έχουμε δει και χειροκροτήσει ακόμη στο Φεστιβάλ Αθηνών, το 1979, τον «Δον Κιχώτη» σε δική του χορογραφία, με το Μπαλέτο της Αυστραλίας. Το ίδιο καλοκαίρι που ο χορογράφος πλέον Νουρέγεφ έκανε κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά με την θαλαμηγό του Πέρη Εμπειρίκου (αδελφού του Ανδρέα) «Ασπασία» και διακοπές στο ιδιόκτητο Τραγονήσι του. Δύο χρόνια μετά, το 1981, είδαμε τον ίδιο να χορεύει στην «Ωραία κοιμωμένη» και τη «Λίμνη των Κύκνων» του Μπαλέτου της Κρατικής Όπερας της Βιέννης, σε δικές του χορογραφίες. Όσοι είχαμε δει προηγούμενες παραστάσεις του μπορούσαμε να κρίνουμε: Το χειροκρότημα είχε αυξηθεί αναλογικά προς το μέγεθος του μύθου του κι ας μην συμφωνούσαν όλοι ότι είχε το παλιό του σφρίγος ή τα άλματα που τον είχαν αναδείξει σε μύθο του παγκόσμιου χορού. Η ζήτηση των εισιτηρίων ήταν τεράστια και στο Φεστιβάλ του 1989, όταν ανακοινώθηκε ότι ο Νουρέγεφ θα ενσάρκωνε στη σκηνή τον πρίγκιπα Ζίγκφριντ, στην αγαπημένη «Λίμνη των Κύκνων» του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι. Όμως τελικά αυτή τη φορά δεν χόρεψε. Μας έμεινε μόνον η χορογραφία του.
Σε αυτά τα 28 χρόνια των εμφανίσεών του στο Ηρώδειο, στην Αθήνα ή στα ελληνικά νησιά, τα πρωτοσέλιδα δεν έχτιζαν μόνον τον μύθο του, αλλά και το προφίλ του φιλοχρήματου ή του βίαιου. Στην Αθήνα κυκλοφόρησαν, ψευδώς, οι φήμες ότι είχε χτυπήσει βάναυσα μια μπαλαρίνα επειδή δεν ήταν αρκετά καλή. Την αλήθεια την αποκατέστησε η βιογραφία «For The Love Of Dance», που υπογράφει η 91χρονη σήμερα Ντέιμ Μπέριλ Γκρέι, πρώην πρίμα μπαλαρίνα και πρόεδρος του Βασιλικού Μπαλέτου της Αγγλίας, που ήταν η πρώτη Βρετανή η οποία συνεργάστηκε με τα Κίροφ, αλλά ποτέ δεν είχε χορέψει με τον Νουρέγεφ. Εκεί περιγράφει τον απόηχο μιας παράστασης «Ρωμαίου και Ιουλιέτας», με τον Ρούντολφ Νουρέγεφ σε έξαλλη κατάσταση να κλοτσά την μπαλαρίνα Λιλιάνα Μπελφιόρε, «τόσο δυνατά, ώστε ο γιατρός που την εξέτασε να διαπιστώσει πως ο κόκκυγάς της είχε υποστεί βλάβη». Όσο για τα χρήματα; Ο γιός του μογγολικής καταγωγής, μουσουλμανικών καταβολών και κομμουνιστικής αγωγής αξιωματικού του σοβιετικού Κόκκινου Στρατού Χαμέτ (που ο μικρός Ρούντικ τον θεωρούσε σκληρό «σταλινιστή») και της ομόριζής του Φαρίντα, άφησε πεθαίνοντας πίσω του περιουσία που εκτιμήθηκε το 1993 σε 21 εκατ. δολάρια.
Η Βρετανή χορεύτρια και χορογράφος Νινέτ Ντε Βαλουά τον είχε χαρακτηρίσει ως «μανιακό του χρήματος». Εκείνος έλεγε απλά: «Ό,τι κατέχω, τα πόδια μου έχουν χορέψει γι’ αυτά». Πίσω του άφησε οκτώ ακριβές ιδιοκτησίες: Ένα διαμέρισμα στο Quai Voltaire του Παρισιού, μια κατοικία έξω από το Λονδίνο, ένα διαμέρισμα στο περίφημο κτίριο The Dakota στο Μανχάταν, μια βίλα στη Νότια Γαλλία, ένα σπίτι στο Μονακό (που φέρεται να του βρήκε να αγοράσει η φίλη του, Γκρέις – Κέλι – του Μονακό) μια έπαυλη στο νησί του Αγίου Βαρθολομαίου (St. Barts) στην Καραϊβική, μια φάρμα με κτίσματα του 18ου αιώνα, 100 εκταρίων, στην Βιρτζίνια των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά και το σύμπλεγμα μικρών νησιών Li Galli, ή Νησί των Σειρήνων, στη Μεσόγειο, ανοιχτά του Αμάλφι της ιταλικής Ριβιέρα, με ένα σπίτι που φέρει την υπογραφή του μεγάλου αρχιτέκτονα ΛεΚορμπιζιέ και ανήκε στον κορυφαίο Ρώσο χορευτή και χορογράφο Λέονιντ Μασίν, αντικαταστάτη του Νιζίνσκι στα Ρωσικά Μπαλέτα του διάσημου ιμπρεσάριου Σεργκέι Ντιαγκίλεφ (το 2014 τα νησιά βγήκαν προς πώληση προς 195 εκατ. ευρώ). Συν δυο οφσόρ εταιρείες με έδρα το Λουξεμβούργο και το Λιχτενστάιν, όπως του υπέδειξαν οι Έλληνες εφοπλιστές φίλοι του, για να γλιτώνει τη φορολογία.
«Αυτό το αγόρι», όπως τον αποκαλούσε ναζιάρικα η Μαρλένε Ντίτριχ, ο φίλος του Μικ Τζάγκερ, του Πίτερ Ο’Τουλ και του Άντι Γουόρχολ, ο μέντορας του Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ, ο άλλοτε παρτενέρ της μεγάλης Νατάλια Μακάροβα, ξεκίνησε από το όνειρό του να μπει στην περίφημη Σχολή Βαγκάνοβα, για την οποία δεν είχε καν τα φόντα, άφησε το 1961 την πατρίδα του, την οποία ξαναείδε πια το 1987, επί Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και πήρε γαλλική και βρετανική υπηκοότητα. Βρήκε τον πρώτο και μεγάλο έρωτα της ζωής του στην Κοπεγχάγη, στο πρόσωπο του χορευτή Έρικ Μπρουν (ανάμεσα σε πολλές γυναίκες και άντρες με τους οποίους μοιράστηκε το κρεβάτι του ή μερικές στιγμές ηδονής), το 1962. Την ίδια χρονιά που συναντήθηκε επί σκηνής με την θρυλική παρτενέρ του Μάργκοτ Φοντέιν (που μετά το θάνατό της αποκαλύφθηκε ότι η θαλαμηγός της έπαιξε ρόλο σε προσπάθεια ανατροπής από τον Φιντέλ Κάστρο του καθεστώτος στον Παναμά).
Το κυριότερο που αποκόμισε ο χορός από τον Ρούντι Νουρέγεφ; Η χάρη. Και εμείς; Ίσως μας βοήθησε, πέρα από το θέαμα και τον μύθο, να μάθουμε το μεγάλο μυστικό των χορευτών: «Μας πληρώνουν για τους φόβους μας», έλεγε. Ή για τον τρόπο που μπορεί να τον νικούν, σχεδόν πετώντας, με χάρη…
Info
Το ντοκιμαντέρ «Nureyev: All The World His Stage» της Ζακί και του Ντέιβιντ Μόρις θα προβληθεί στη Βρετανία στις 29 Οκτωβρίου 2018.
Η ταινία του Ρέιφ Φάινς «The White Crow», σε σενάριο Ντέιβιντ Χέαρ, με τον Όλεγκ Ιβένο ως Νουρέγιεφ, θα προβληθεί στις 18 Οκτωβρίου στο London Film Festival και στις αίθουσες το 2019.