Οι θεμελιώδεις μοχλοί διαχείρισης του μεταπολεμικού συναλλαγματικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος της Γης είναι δύο: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα. Και οι συσχετισμοί εντός τους υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν την οικονομική κατάσταση ενός εκάστου από τα μέλη τους.
Σε ό,τι αφορά το ΔΝΤ, ο Φεντερίκο Φουμπίνι της Corriere della Sera φώτισε τη διαμάχη που σοβεί εντός του ως προς την αναθεώρηση του συστήματος ποσοστώσεων. Φυσικά, η αντιπαλότητα σχετίζεται με τον γεωπολιτικό διαγκωνισμό Δύσης-Ανατολής και μάλλον είναι αθέατη από το πλήθος των media. «Πρόκειται για βωβή αλλά σκληρότατη σύγκρουση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας». Η τελευταία φορά που το ΔΝΤ αναθεώρησε το σύστημα ποσοστώσεών του ήταν το 2010.
Αυτές οι ποσοστώσεις είναι τα μερίδια των κρατών-μελών στο κεφάλαιο του Ταμείου, από τα οποία εξαρτώνται τα σχετικά δικαιώματα ψήφου. Θεωρητικώς οι ποσοστώσεις αντικατοπτρίζουν το εκτόπισμα κάθε χώρας στην παγκόσμια οικονομία. «Το πρόβλημα είναι ότι το 2010 ο κόσμος μας ήταν ολότελα διαφορετικός», από πλευράς ΑΕΠ πρωτίστως. Η διευθέτηση του 2010 ήταν ήδη ανισόρροπη: βασίστηκε στη δύναμη που είχαν συσσωρεύσει οι προηγμένες οικονομίες του δευτέρου μισού του 20ού αιώνα, οι οποίες όμως ήταν ήδη σε αποδρομή, καθώς το ΑΕΠ τους έβαινε μικρότερο.
Σήμερα η ανισορροπία θέσης και πλεονεκτήματος είναι πιο χτυπητή, αφού το ΑΕΠ των άλλοτε προηγμένων έχει μειωθεί περαιτέρω και οι λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες αναπτύσσονται επιθετικά. Από την παγιωμένη κατάσταση παραμόρφωσης στο ΔΝΤ βγαίνουν κερδισμένες οι πρώτες και χαμένες οι δεύτερες. Υπάρχουν, συνεπώς, τριβές μεταξύ διαφορετικών ομάδων χωρών.
Τα συνολικά μερίδια στο κεφάλαιο του Ταμείου (και της Παγκόσμιας Τράπεζας) πρέπει πάντα να είναι ίσα με 100. Κάθε αύξηση της δύναμης ενός κράτους στο ΔΝΤ πρέπει να εξισορροπείται με μείωση της δύναμης της ψήφου ενός άλλου κράτους. Οι επιτυχημένες από οικονομικής απόψεως χώρες του πρώτου μισού του 21ου αιώνα ασφυκτιούν. Αντικειμενικά μιλώντας, οι παλιές προηγμένες (πλην ΗΠΑ) δεν έχουν τα φόντα να υπερασπιστούν τα θεσμικά πλεονεκτήματά τους.
Το 2010, η Κίνα είχε μερίδιο της παγκόσμιας οικονομίας 9% σε δολάρια και 13% στην ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, όμως της εκχωρήθηκε μερίδιο 6,08% στο ΔΝΤ. Υπήρξε έντονη αντίθεση των ΗΠΑ στο να προχωρήσουν παραπέρα, και ο λόγος της άρνησής τους ήταν ξεκάθαρος. Το μερίδιο της Ιαπωνίας στο κεφάλαιο του Ταμείου ήταν 6,13%, το δεύτερο υψηλότερο μετά το αμερικανικό, και έπρεπε να παραμείνει «ελαφρώς και συμβολικά» υψηλότερο από της Κίνας. Και αν το 2010 η ιαπωνική οικονομία εξακολουθούσε να αξίζει περίπου το 6,8% της παγκόσμιας οικονομίας, σήμερα σίγουρα ζυγίζει λιγότερο από τα μερίδια που έχει στο κεφάλαιο του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Η Κίνα, αντιθέτως, διατηρεί το μερίδιό της στο 6,08%, αν και πλέον αντιπροσωπεύει το 18% της διεθνούς οικονομίας. «Η ανισορροπία έχει λάβει διαστάσεις φάρσας» σχολιάζει ο Φουμπίνι.
Η εκστρατεία που διεξάγει ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ, μαζί με τον πρόεδρο της Βραζιλίας Λούλα ντα Σίλβα, για να γίνει αναθεώρηση των ποσοστώσεων υπέρ των αναδυομένων οικονομιών δεν προκαλεί έκπληξη. Ο κινέζος κομμουνιστής ενδέχεται να στοχεύει και σε κάτι διαφορετικό, άκρως πολιτικό: να αποκαλύψει τις αντιφάσεις των Αμερικανών, υποβαθμίζοντας την αξιοπιστία των οργανισμών που γεννήθηκαν στη διάσκεψη του Bretton Woods το 1944 και τα οποία για τις ΗΠΑ αποτελούν «κάτι σαν παραρτήματα του υπουργείου Οικονομίας τους». Το σχέδιο του Σι μπορεί να αποβλέπει στη διατάραξη ή και κατάργηση της αμερικανόπνευστης παγκόσμιας τάξης, ακριβώς όπως επιθυμούν «άνθρωποι σαν τον ίδιο και σαν τον ρώσο φίλο του, Βλαντίμιρ Πούτιν».
Αν αυτό είναι το σχέδιο, έχει γίνει πραγματικότητα στο ΔΝΤ τις τελευταίες εβδομάδες. Η νέα συνολική αναθεώρηση κεφαλαίου πρέπει να ολοκληρωθεί εντός του έτους. Και οι ΗΠΑ ήδη άσκησαν σιωπηρώς αλλά ξεκάθαρα βέτο στο αίτημα της Κίνας να αυξήσει την ποσόστωσή της και να υπερβεί εκείνη της Ιαπωνίας. Οι ΗΠΑ σήμερα αντιπροσωπεύουν το ¼ της παγκόσμιας οικονομίας (περισσότερο από το 2010, σημειωτέον) και έχουν μερίδιο 16,5% στο ΔΝΤ. Ετσι, είναι η μοναδική χώρα με δικαίωμα βέτο στις αποφάσεις.
Επινόησαν, λοιπόν, την εξής λύση: πρότειναν τον Δεκέμβριο κάθε κράτος να κάνει αύξηση του κεφαλαίου του στο ΔΝΤ ίση με το μερίδιό του. Το Ταμείο θα αποκτήσει περισσότερους πόρους, όμως όλοι θα διατηρήσουν τα ισχύοντα μερίδιά τους (και δικαιώματά τους). Η αμερικανική πρόταση θα περάσει οπωσδήποτε και τα αιτήματα της Κίνας και της Βραζιλίας θα απορριφθούν.
Ομως ο Σι θα αποδείξει κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι το ΔΝΤ είναι ένα ξεπερασμένο όργανο των παλιών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, οι οποίες έχουν πλέον παρακμάσει. Θα χάσει την αψιμαχία για τις ποσοστώσεις, αλλά θα κερδίσει μια σημαντική παρτίδα στο γεωπολιτικό σκάκι: θα νιώσει ελεύθερος να παίξει χωρίς ενδοιασμούς, με πρόθεση να μεγιστοποιήσει τα κινεζικά συμφέροντα χωρίς να ενδιαφέρεται για τη διεθνή νομιμότητα.
«Στον πολύ μακρύ κατάλογο του ΔΝΤ με τις καταχρεωμένες και αφερέγγυες χώρες, η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος πιστωτής. Ελέγχει χώρες χαμηλού έως μεσαίου εισοδήματος σε όλες τις ηπείρους, την Κένυα, την Αιθιοπία, το Τσαντ, το Τατζικιστάν, το Μπαγκλαντές, το Μαυροβούνιο, και δείχνει ελάχιστη προθυμία να προσφέρει ελάφρυνση χρέους. Οταν το κάνει, παίρνει τα ανταλλάγματα που θέλει: τον έλεγχο στρατηγικών περιουσιακών στοιχείων, μάλιστα με προνομιακούς όρους – το έκανε στη Σρι Λάνκα, που δεν μπορούσε να αποπληρώσει το χρέος της στην Κίνα, έτσι η Κίνα της πήρε ένα λιμάνι όπου τώρα ναυλοχούν τα κινεζικά πλοία απειλώντας την Ινδία. Το θέμα είναι η δική μας δυσκολία, ημών των πρώην πλουσίων της Ευρώπης, να αντιμετωπίσουμε τις αλλαγές που έχουν επέλθει, διότι η αδυναμία μας διευκολύνει τους ελιγμούς αυτών που στοχεύουν στην πυροδότηση του μεγάλου χάους».