Το «Blonde» και το «Elvis» δεν είναι απλά δύο επικές αμερικανικές ταινίες. Είναι επίσης ντοκουμέντα που αναγκάζουν το κοινό να σκεφτεί τι σημαίνει για τις οικογένειες των μεγάλων προσωπικοτήτων να ελέγχουν την ερμηνεία της πολιτιστικής ιστορίας.
Οι δύο ταινίες σχεδόν απαιτούν να τις παρακολουθήσεις παράλληλα, το «Elvis» στο HBO Max αν δεν το έχετε δει ήδη στο σινεμά, και το «Blonde» στο Netflix, όπου μόλις ανέβηκε. Ο Ελβις Πρίσλεϊ και η Μέριλιν Μονρόε ήταν οι δύο μεγαλύτεροι σταρ της εποχής τους και ο πρόωρος θάνατός τους –της Μέριλιν το 1962, και του Ελβις το 1977- οριοθέτησε μια περίοδο τεράστιας κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής σε μια τραυματισμένη Αμερική, γράφει στην εφημερίδα The Washington Post ο Σόνι Μπαντς. Ωστόσο, εξίσου σημαντικές με τις παρακαταθήκες τους, είναι και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ερμηνεύονται αυτές οι παρακαταθήκες σήμερα.
Το «Elvis» είναι πιο εύκολο να το δει κάποιος όχι ως βιογραφικό μιούζικαλ, αλλά ως μια ταινία υπερήρωα. Ο σκηνοθέτης Μπαζ Λούρμαν, ο οποίος δικαίως μπορεί να χαρακτηριστεί «κομμάτι υπερβολικός», έβαλε όλη του την ενέργεια και το ταλέντο του για να δημιουργήσει μια εικόνα του Ελβις (τον υποδύεται ο Οστιν Μπάτλερ) σαν ένα τιτανοτεράστιο άβαταρ μεγαλείου. Και δεν είναι καθόλου διακριτικός ως προς αυτό. Κρεμάει ένα είδος κεραυνού τύπου Shazam στον λαιμό του ήρωά μας με τον νεαρό Ελβις διασχίζει σαν σίφουνας την ετοιμόρροπη πόλη του. Πηδώντας πέρα δώθε, ανάμεσα σε ένα μπαρ με τζούκ μποξ και μια εκκλησία μαύρων, ο Ελβις απορροφά τις δεξιότητες και τα ταλέντα των ανθρώπων γύρω του, συνθέτοντας την απόλυτη μορφή τους. (Δείτε το trailer της ταινίας)
Σημαντική είναι η απουσία από το «Elvis» των μετέπειτα, παρακμιακών χρόνων του βασιλιά του ροκ & ρολ , κατά τη διάρκεια των οποίων πρήστηκε και πάχυνε και ήταν τίγκα στα ναρκωτικά. Η ταινία δεν απεικονίζει τον Ελβις να κάνει παρέα με τον Ρίτσαρντ Μ. Νίξον. Ο κακός εδώ δεν είναι η όρεξη, οι υπερβολές ή ο τρόπος που φερόταν ο Ελβις στην οικογένειά του, αλλά ο «Συνταγματάρχης» Τομ Πάρκερ (Τομ Χανκς), ο κακός αουτσάιντερ, ο ελεγκτικός «κουκλοπαίχτης» με την παράξενη προφορά, που παγίδευσε τον Ελβις στο Λας Βέγκας για να πληρώνει τα δικά του χρέη από τον τζόγο.
Τίποτα από αυτά δεν πρέπει να εκπλήσσει, δεδομένης της ανάγκης του Λούρμαν και των συνεργατών του να εξασφαλίσουν την ευλογία των κληρονόμων του Ελβις για να αποκτήσουν πρόσβαση στα τραγούδια του και σε άλλα στοιχεία, που έκαναν την ταινία αυτό που είναι: έναν συναρπαστικό θρίαμβο φιλικό προς το κοινό. Ξεγλιστρώντας εύκολα από ενοχλητικά γεγονότα του παρελθόντος, όπως οι ακρότητες της Πρίσιλα Πρίσλεϊ στα νιάτα της όταν ερωτοτροπούσε με τον Ελβις, είναι, προφανώς, το μικρό τίμημα για την εξασφάλιση του μουσικού καταλόγου.
Ολες οι ταινίες παίρνουν καλλιτεχνική άδεια και η άδεια που πήρε ο Λούρμαν, επισημαίνει ο Σόνι Μπαντς στην Washington Post, εξυπηρετούν τον στόχο του, που είναι άλλος από τη δημιουργία ενός μύθου. Ωστόσο, ένας ήρωας με στρογγυλεμένα τα ελαττώματά του είναι λιγότερο ενδιαφέρων από κάποιον που αναγκάζεται να τα αντιμετωπίσει· και στο «Elvis» υπάρχει μια ομαλότητα, που υπονομεύει το δράμα της ζωής του Ελβις Πρίσλεϊ αλλά και τον ρόλο του στο να αποκατασταθεί και να θεωρείται κανονική η κουλτούρα των Αφροαμερικανών.
Στον Βασιλιά, λοιπόν, επιφυλάχθηκε μια ιστορία υπερήρωα, η Βασίλισσα του αμερικανικού έθνους, όμως, καταβαραθρώθηκε με ένα σενάριο ταινίας τρόμου. Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Τζόις Κάρολ Οουτς, το «Blonde» δεν πρέπει να θεωρείται καθαρά βιογραφικό. Είναι, μάλλον, μια ερμηνεία της ζωής της ηθοποιού, που έχει σχεδιαστεί για να αναδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους η φήμη μπορεί να καταστρέψει έναν άνθρωπο, παρατηρεί ο Σόνι Μπαντς στην Washington Post.
Στην περίπτωση της Νόρμα Τζιν Μπέικερ, την οποία υποδύεται η Ανα ντε Αρμας, η αναζήτηση της φήμης ήταν μια προσπάθεια να ξεφύγει από την ανούσια και κενή οικογενειακή της ζωή. Η μητέρα της ήταν ψυχικά διαταραγμένη και ο πατέρας της απών. Χρειαζόταν κάτι για να καλύψει αυτό το κενό. Γι’ αυτό σε όλη την ταινία η Νόρμα Τζιν αναφέρεται στους συζύγους της Τζο ΝτιΜάτζιο (Μπόμπι Καναβάλε) και Αρθουρ Μίλερ (Εϊντριεν Μπρόντι) ως ο «Daddy» («μπαμπάς»).
Είναι ανατριχιαστικό, παιδιάστικο, αλλά και το ζητούμενο: Η αγάπη του κοινού δεν μπορούσε να γεμίσει την τρύπα σε σχήμα πατέρα που είχε στην καρδιά της. Το αν η ταινία χρειαζόταν ή όχι αυτή την επίδειξη απελπισίας σε τόσο μεγάλη διάρκεια (166 λεπτά), πόσο μάλλον το θέαμα των εμβρύων, που μιλούν και εκλιπαρούν να μην αποβληθούν, είναι ένα ερώτημα για άλλη φορά.
Και πάλι, καλλιτεχνική άδεια σημαίνει ότι ο σκηνοθέτης Αντριου Ντόμινικ είναι ελεύθερος να χρησιμοποιήσει την ιστορία της ζωής της Νόρμα Τζιν όπως θέλει. Αλλά κάτι τέτοιο μειώνει την πραγματική γυναίκα που υπέστη πραγματικές τραγωδίες σε κάτι μόλις λίγο παραπάνω από μια χάρτινη κούκλα, ένα παιχνίδι για τη διασκέδαση των κινηματογραφιστών και του κοινού.
Πράγματι, η ίδια η ταινία «Blonde» αποδεικνύει ότι η λαχτάρα της Νόρμα Τζιν να την προστατεύσει η οικογένεια δεν ήταν αξιολύπητη, ήταν προφητική. Ενώ η οικογένεια Πρίσλεϊ ελέγχει τα περιουσιακά στοιχεία και τα δικαιώματα του Ελβις, η περιουσία της Μπέικερ έχει διασκορπιστεί. Μέρος της ανήκει σε ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα, αλλά το μεγαλύτερο κομμάτι της, η Μέριλιν Μονρόε το άφησε στον Λι Στράσμπεργκ. Ο Στράσμπεργκ και η γυναίκα του Πόλα, δάσκαλοί της στην υποκριτική, ήταν επίσης ένα είδος θετών γονιών για την ευάλωτη ηθοποιό. Οταν ο Στράσμπεργκ πέθανε το 1982, την περιουσία της Μονρόε κληρονόμησε η δεύτερη σύζυγός του Αννα, η οποία προσέλαβε την CMG Worldwide, εταιρεία που ειδικεύεται στη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων νεκρών διασημοτήτων, για να αδειοδοτήσει τα προϊόντα Monroe. Και τότε, το όνομα της νεκρής ηθοποιού άρχισε να αποφέρει πολλά χρήματα, όπως γράφει η Ελίζαμπεθ Μπλερ στο NPR.
Ακόμα κι αν η κληρονομιά της Μπέικερ-Μονρόε ελεγχόταν από την οικογένεια ή φίλους που τη γνώριζαν και την αγαπούσαν, μόνο ένα αποτελεσματικό ίδρυμα θα μπορούσε πιθανότατα να είχε κάνει κάτι για να σταματήσει ένα σενάριο που θα μετέτρεπε τη ζωή της Νόρμα Τζιν σε μια ταινία με τη φρικτή σήμανση NC-17 (αυστηρώς ακατάλληλη για ηλικίες κάτω των 17). Ωστόσο, αυτό ακριβώς συνέβη και η ταινία μεταδόθηκε απευθείας σε 200 εκατ. νοικοκυριά παγκοσμίως. Γιατί, όπως σημειώνει ο Σόνι Μπαντς στην Washington Post, κάπου ανάμεσα στην λουστραρισμένη αγιογραφία του «Elvis» και τον επιδεικτικό εφιάλτη του «Blonde», υπάρχει ένα χαρούμενο μέσο που προτιμά τις ισορροπίες ανάμεσα στην αλήθεια και την αισθητική.