Αρχαιολόγος, Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο, αλλά και ο μακροβιότερος διευθυντής μουσείου στην Ευρώπη ο Αγγελος Δεληβορριάς είναι από τους πλέον αναγνωρίσιμους εκπροσώπους του χώρου του Πολιτισμού. Γεννήθηκε το 1937, σπούδασε αρχαιολογία-ιστορία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Freiburg. Το 1965 διορίστηκε, έπειτα από διαγωνισμό, στην Αρχαιολογική Υπηρεσία από την οποία παραιτήθηκε το 1969. Κατά το διάστημα 1969-1972 συνέχισε τις σπουδές αρχαιολογίας στο Tübingen με υποτροφία Alexander von Humboldt, το 1972 έλαβε το δίπλωμα του διδάκτορος με βαθμό Magna cum laude και κατά το διάστημα 1972-1973 έκανε μεταδιδακτορικές σπουδές στο Παρίσι στη Σορβόνη και στην École Pratique des Hautes Études.
Το 1973 έγινε Διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη από το οποίο αποχώρησε το 2014. Το 1992 εξελέγη καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και κατά το διάστημα 1998-2003 διετέλεσε Διευθυντής Προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών στο ίδιο Τμήμα. Το 2005 αποχώρησε από το Πανεπιστήμιο ως ομότιμος.
Ο κ. Δεληβορριάς είναι κλασικός αρχαιολόγος που ασχολήθηκε με την γενική αρχαιολογία ως Επιμελητής Αρχαιοτήτων, με την ιστορία της αρχαίας Τέχνης στις μελέτες του, με τη μουσειολογία ως Επιμελητής Αρχαιοτήτων του Δημοσίου και ως Διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη. Επί πλέον, κατά το παράδειγμα διακεκριμένων μελών της Ακαδημίας, του Χρήστου Καρούζου, του Μανόλη Ανδρόνικου, του Στυλιανού Αλεξίου, μελέτησε και τις νεώτερες περιόδους της ελληνικής Τέχνης, της λογοτεχνίας και της ιστορίας και μας έδωσε σημαντικές μελέτες.
Αξιομνημόνευτες είναι ορισμένες σημαντικές του μελέτες, όπως για το πήλινο ειδώλιο Αφροδίτης του δεύτερου μισού του 2ου π.Χ. αιώνα από τον Γέρακα της Μονεμβασιάς εύρημα παλαιό, δημοσιευμένο πρόχειρα στις αρχές του 20ου αιώνα από τον Έφορο Βαλέριο Στάη. Σημαντική για τις γνώσεις μας της λακωνικής τέχνης είναι η μελέτη «Λακωνικά ανθέμια» όπου συγκεντρώνεται και εξετάζεται συνθετικά ο τύπος των ποικίλης καλλιτεχνικής ποιότητος αναγλύφων ανθεμίων που σχηματίζουν μια ενότητα της λακωνικής Τέχνης και ερμηνεύονται ως επιτύμβια από διαπρεπείς ερευνητές (Langlotz, Μπακαλάκης). Ο Άγγελος Δεληβορριάς με σοβαρά επιχειρήματα κλείνει προς τον αναθηματικό προορισμό των ανθεμίων, άποψη πολύ πιθανή, γιατί κανένα από τα ανθέμια δεν βρέθηκε σε αρχαίο νεκροταφείο και η κατασκευή τους δεν ταιριάζει με ταφική χρήση.
Η εξέταση των γλυπτών της Τεγέας συνεχίζεται δέκα χρόνια αργότερα με τη μελέτη, στα γαλλικά πάντοτε, «Σκοπαδικά ΙΙ, Το άγαλμα της Υγιείας στον ναό της Αλέας στην Τεγέα» όπου κορμό γυναικείου αγάλματος άγνωστης ακριβούς προέλευσης ταυτίζει με το σώμα της φημισμένης κεφαλής της Υγίειας. Καλλιτεχνικό ύφος, πεντελικό μάρμαρο, η αόριστη μνεία του Παυσανία μας οδηγούν με βεβαιότητα σε ένα γνήσιο έργο του μεγάλου Σκόπα. Η ταύτιση του κορμού και η σύνδεσή του με το κεφάλι της Υγίειας αποτελεί εξαίρετη συμβολή στη γνώση της σκοπαδικής Τέχνης και συγχρόνως κερδίζουμε έργο μεγάλου αρχαίου καλλιτέχνου.
Το μουσειολογικό έργο του κ. Δεληβορριά δεν περιορίζεται στο μουσείο Μπενάκη. Μνημονεύεται ότι έχει οργανώσει ή έχει συμμετάσχει το μουσείο από το 1974 έως το 2014 σε εκατόν τριάντα εκθέσεις στην Ελλάδα και 39 εκθέσεις σε μεγάλες πόλεις του εξωτερικού, που αποτέλεσαν καλλιτεχνικά γεγονότα.
Τέλος, δημιούργημα του υποψηφίου είναι το μουσείο Ισλαμικής Τέχνης όπως και το έξοχο ως σύλληψη και πραγματοποίηση μουσείο Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα, που βεβαίως και τα δύο δεν αφορούν την αρχαία Τέχνη αλλά δείχνουν την οικειότητα του νέου Ακαδημαϊκού με την πνευματική δημιουργία άλλων εποχών της ιστορίας μας, πράγμα που φαίνεται με μικρότερα δημοσιεύματα και ομιλίες για επιστημονικά και πνευματικά ζητήματα. Λίγες έχουν περιληφθεί στον τόμο «Πάρεργα, άκαιρα, ανεπίκαιρα, επικαιρικά».